Κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το βιβλίο του Γιαννάκη Ομήρου «Καταγραφή» που καλύπτει την προσωπική του πολιτική πορεία όπως και μαρτυρίες του για σημαντικούς σταθμούς της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας. Αναδημοσιεύουμε στη σημερινή έκδοση την αναφορά στην επίσκεψη Κλίφορντ στην Κύπρο και τις διαβεβαιώσεις προς τον Μακάριο το 1977, που δεν τηρήθηκαν: 

Στις αρχές του 1977, κατά την επίσκεψη στην Κύπρο του Κλαρκ Κλίφορντ, απεσταλμένου του Αμερικανού Προέδρου Κάρτερ, προέκυψε διχογνωμία στον χειρισμό του Κυπριακού από πλευράς μας. Ο Κλίφορντ, στις συνομιλίες που είχε με τον Πρόεδρο Μακάριο, τον έπεισε να υποβάλει η ελληνοκυπριακή πλευρά προτάσεις επί χάρτου, με την υπόσχεση ότι θα εξασφαλιζόταν η κατάθεση αντιπροτάσεων από τουρκοκυπριακής πλευράς. Ο Μακάριος δεσμεύθηκε ότι θα κατατίθετο από πλευράς μας ένας χάρτης, σε μια ύστατη προσπάθεια να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες για λύση του Κυπριακού. Είχε προηγηθεί, στις 12 Φεβρουαρίου 1977, η συνομολόγηση της πρώτης συμφωνίας υψηλού επιπέδου Μακαρίου και Ντενκτάς, στην παρουσία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βάλντχαϊμ. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Καταγραφή»: Κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιαννάκη Ομήρου

Πέντε μέρες μετά τη συνάντηση Μακαρίου – Ντενκτάς και την επίτευξη της συμφωνίας των τεσσάρων κατευθυντήριων γραμμών για λύση του Κυπριακού, ο Κλαρκ Κλίφορντ έφθανε στην περιοχή για επισκέψεις στο τρίγωνο Αθήνας, Άγκυρας και Λευκωσίας. Θα επισκεπτόταν την Αθήνα από τις 17 Φεβρουαρίου, την Άγκυρα από τις 20 Φεβρουαρίου και την Κύπρο στις 24 και 25 Φεβρουαρίου. 

Με τη συνάντηση του Κλίφορντ με τον Ντενκτάς, όπως αναφέρει ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου, ολοκληρωνόταν η αμερικανική προεδρική αποστολή και εξασφαλιζόταν η συγκατάθεση και των δύο πλευρών για επανέναρξη των συνομιλιών, με υιοθέτηση των αμερικανικών εισηγήσεων. 

Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα υπέβαλλε συγκεκριμένες προτάσεις για το εδαφικό –τις οποίες θα συνόδευε με χάρτη– και η τουρκοκυπριακή θα υπέβαλλε προτάσεις για το συνταγματικό. Ο Ντενκτάς υποσχόταν ότι, ειδικά για το εδαφικό, η τουρκοκυπριακή πλευρά θα διατύπωνε τέτοιες απόψεις που, αν εξετάζονταν με προσοχή, θα ισοδυναμούσαν με αντιπροτάσεις. Η κάθε πλευρά ανέλαβε να μην περιοριστεί απλώς στο να σχολιάσει τις προτάσεις της άλλης πλευράς. Οι απόψεις που θα εκφράζονταν από κάθε πλευρά θα ήταν τέτοιες, ώστε να καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή ουσιαστικών συνομιλιών. Για το εδαφικό, η τουρκοκυπριακή πλευρά ανέλαβε να προβεί σε σχόλια πάνω στις ελληνοκυπριακές προτάσεις και να δώσει ενδείξεις που θα ισοδυναμούσαν με τις δικές της προτάσεις επί της εδαφικής πτυχής και θα καθιστούσαν τους σκοπούς της τόσο καθαρούς, ώστε η ελληνοκυπριακή πλευρά θα μπορούσε να σύρει γραμμή πάνω στον χάρτη, που θα αντικατόπτριζε τους σκοπούς των Τουρκοκυπρίων. 

Όταν, στο τέλος Μαρτίου, η ελληνοκυπριακή πλευρά συμπλήρωσε τις προτάσεις της και ο Μακάριος πληροφόρησε με επιστολή του τον ντε Κουέγιαρ, ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στην Κύπρο, ότι η ε/κ πλευρά αποφάσισε να υποβάλει προτάσεις συνοδευόμενες με χάρτη, ο Γενικός Γραμματέας απάντησε ότι ο Ντενκτάς τον είχε διαβεβαιώσει ότι αποδεχόταν τη διεξαγωγή ουσιαστικών συνομιλιών πάνω σε όλα τα θέματα. Ο Τουρκοκύπριος συνομιλητής δεν θα υπέβαλλε χάρτη, θα συζητούσε όμως το εδαφικό και θα διατύπωνε τις οριστικές απόψεις του, που θα ισοδυναμούσαν με αντιπροτάσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι με την όλη διαδικασία ήταν σύμφωνη και η ελληνική κυβέρνηση. 

Η άποψη του Καραμανλή, όπως την είχε διατυπώσει από καιρό, ήταν ότι αποτελούσε ανάγκη της ελληνοκυπριακής πλευράς να κάνει εκείνη προτάσεις για το εδαφικό, εφόσον οι Τούρκοι, έχοντας καταλάβει σημαντικό τμήμα της Κύπρου, θα επιδίωκαν να το κρατήσουν. Θεωρούσε επιβεβλημένο οι Ελληνοκύπριοι να διεκδικήσουν επιστροφή εδαφών. Τώρα, κατά τις προβλέψεις του, όπως τις είχε διαβιβάσει στην κυπριακή κυβέρνηση, κυρίως μάλιστα ύστερα από την πιο πάνω απόφαση, ανέμενε μια πολύ ευνοϊκή για την ελληνοκυπριακή πλευρά θέση των Ηνωμένων Πολιτειών. 

Έτσι, σε κοινές συνεδριάσεις Εθνικού και Υπουργικού Συμβουλίου καταρτίστηκαν οι προτάσεις της πλευράς μας για τη Διάσκεψη της Βιέννης και αποφασίστηκε η υποβολή προτάσεων για όλες τις πτυχές του Κυπριακού, με τις προτάσεις για το εδαφικό να συνοδεύονται από χάρτη. 

Γράφει ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου: Όταν συνήλθε η Διάσκεψη, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως είχε προβλεφθεί και όπως είχαν γίνει διευθετήσεις στη βάση των συνεννοήσεων με τον Κλίφορντ και τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Ο Ελληνοκύπριος συνομιλητής υπέβαλε τις προτάσεις του με τον χάρτη και, όπως με πρόταση του Μακάριου καθορίστηκε στο Εθνικό Συμβούλιο, αποδοχή της διζωνικής ομοσπονδίας. Από την πρώτη συνεδρίαση κατατέθηκε και ο χάρτης μαζί με τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η προετοιμασία του, που δεν ήταν άλλες από εκείνες που εγκρίθηκαν στη συνάντηση Μακαρίου και Ντενκτάς, στις 12 Φεβρουαρίου. Υπήρχε πρόνοια για δημιουργία δύο περιοχών, οι οποίες και διαχαράσσονταν. Το 20% του κυπριακού εδάφους θα βρισκόταν υπό τον τουρκοκυπριακό έλεγχο. 

Αλλά όταν ο Τουρκοκύπριος συνομιλητής κατέθεσε τις προτάσεις του για τη συνταγματική πτυχή του προβλήματος και προέβη σε σχολιασμό των ελληνοκυπριακών προτάσεων, τις χαρακτήρισε εξ ολοκλήρου απαράδεκτες! Στην πορεία της συζήτησης, αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί, όπως εκτέθηκε πιο πάνω, όχι μόνο δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε διατύπωση θα οδηγούσε σε αντιπροτάσεις, αλλά έκανε σαφές ότι η τουρκική πλευρά δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει ούτε ίντσα από τα κατεχόμενα εδάφη. 

Η ελληνοκυπριακή πλευρά, με τη σειρά της, απέρριψε τις τουρκοκυπριακές προτάσεις για τη συνταγματική πτυχή, γιατί τις έκρινε καθ’ ολοκληρίαν αντίθετες και ασυμβίβαστες με τις κατευθυντήριες γραμμές που είχαν συμφωνηθεί στις 12 Φεβρουαρίου, εφόσον δεν προνοούσαν την εγκαθίδρυση δικοινοτικής ομοσπονδίας και δεν διασφάλιζαν την ενότητα του κράτους. Αντίθετα, προέβλεπαν την εγκαθίδρυση δύο χωριστών κρατών, η επαφή των οποίων θα περιοριζόταν σε συμβουλευτικά θέματα ή θέματα συντονισμού. 

Με τη λήξη των συνομιλιών, στις 7 Απριλίου 1977, αποφασίστηκε η συνέχισή τους περί τα μέσα Μαΐου στη Λευκωσία, για να γίνουν προσπάθειες με σκοπό τη «γεφύρωση των διαφορών». 

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής πλευράς στις συνομιλίες της Βιέννης, στις οποίες την τουρκοκυπριακή πλευρά εκπροσώπησε ο Ουμίτ Σουλεϊμάν Ονάν, είπε μεταξύ άλλων τα εξής, μιλώντας σε σεμινάριο που οργάνωσε το Κυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥΚΕΜ) στις 7, 8 και 9 Φεβρουαρίου 1986 (Ομοσπονδία και Κυπριακό, έκδ. ΚΥΚΕΜ, σελ.152): […] Ακολούθησε η αποστολή Κλίφορντ. Όπως είναι πια γνωστό, έγινε η συνάντηση Μακαρίου – Ντενκτάς στις 12 του Γενάρη, δεν θα αναφερθώ τώρα στα παρασκήνια της σύγκλησης εκείνης της συνάντησης, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν κάτω από την προεδρίαν του κ. Βάλντχαϊμ και συνέταξαν το έγγραφον που είναι γνωστό ως «η συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς του Φεβράρη του 1977». Στην ίδιαν συνάντηση είχε συμφωνηθεί ότι θα άρχιζε νέος κύκλος συνομιλιών μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας η οποία είχε γίνει. Παρέμενε όμως άλυτον το πρόβλημα και άθραυστον το αδιέξοδον ποίος θα υπέβαλλε προτάσεις πάνω στην εδαφικήν πτυχήν και αν οι Τούρκοι θα έδιδαν προτάσεις και για την εδαφικήν πτυχήν ή αν θα εσυζητείτο πρώτα η εδαφική πτυχή και μετά η συνταγματική πτυχή. Έγιναν τότε, και έκτοτε επαναλαμβάνονται αρκετές εικασίες όσον αφορούσε την αποστολήν του κ. Κλίφορντ στην Κύπρο. Μεταξύ άλλων, ο κ. Κλίφορντ συναντήθηκε τόσο μαζί με τους συμβούλους μου, όσον και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Υπουργό Εξωτερικών. Διαβεβαιώνω ότι ο κ. Κλίφορντ ούτε σχέδιον έφερε, ούτε σχέδιον υπέβαλε. Σκοπός της αποστολής του ήταν από την μια να μας προωθήσει προς ουσιαστικές συνομιλίες και από την άλλην να σπάσει το αδιέξοδον το οποίον εδημιουργείτο ως προς το ποίος θα υποβάλει πρώτος τις προτάσεις πάνω στην εδαφικήν πτυχήν. Διαβάζω και πάλιν από τα πρακτικά του Εθνικού Συμβουλίου στις 28 του Φεβράρη, όταν ο Μακάριος ενημέρωνε για την επαφήν του με τον κ. Κλίφορντ, και έλεγεν: 

Ο κ. Κλίφορντ μου ετόνισε ότι δεν είναι κομιστής οιουδήποτε σχεδίου, ούτε προτάσεως και ότι περιορίζεται να ακούει. “Δεν επιδιώκομεν”, είπε, “να κερδίσωμεν το βραβείον Νόμπελ για την Ειρήνην, ούτε επιθυμούμε να αποκτήσωμεν Βάσεις εις την Κύπρο, ούτε οτιδήποτε άλλο να κερδίσωμεν, ούτε θα προσπαθήσωμεν να σας εισάξωμεν εις οιονδήποτε συνασπισμόν. Εις την προσπάθειάν μας να βοηθήσωμεν, επιθυμούμε να παραμείνωμεν εις το παρασκήνιον. Δεν θα υποβάλωμεν δικές μας προτάσεις, ίνα μη φανώμεν πιέζοντες διά να επιβάλωμεν ιδικές μας προτάσεις. Ίσως, κατά την διάρκειαν των συνομιλιών και διά των διπλωματικών πηγών, να δυνηθώμεν να βοηθήσωμεν”». 

Εκείνο το οποίον τελικώς έλυσεν το αδιέξοδον ήταν η απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου να καταθέσουμε εμείς προτάσεις πάνω στην εδαφικήν πτυχήν, αν ταυτόχρονα οι Τούρκοι εδεσμεύοντο ότι εκείνοι θα έδιναν ενδείξεις, τονίζω την λέξη «ενδείξεις», για τις προθέσεις τους πάνω στην γεωγραφικήν πτυχήν, και μάλιστα για την λύση του αδιεξόδου ποίον θέμα θα εσυζητείτο πρώτο και ποίον δεύτερον. Είχεν αποφασισθεί η περιοδική συζήτηση τόσον της εδαφικής πτυχής όσον και της συνταγματικής πτυχής. Επειδή όμως, με βάση την πείραν του παρελθόντος, είχαμε την αμφιβολίαν και την ανησυχίαν εάν πράγματι οι Τούρκοι επρόκειτο αυτήν την φοράν να δώσουν ενδείξεις πάνω στην εδαφικήν πτυχήν, ζητήσαμε να μας δοθούν πιο συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, τόσον από την αμερικανικήν κυβέρνηση όσο και από τα Ηνωμένα Έθνη. 

Τι λέχθηκε στη συνάντηση με το ΠΓ της ΕΔΕΚ στην Αρχιεπισκοπή

Στις συνεδρίες του Εθνικού Συμβουλίου εκείνης της περιόδου ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης διαφώνησε με την υποβολή προτάσεων επί χάρτου. Ο Μακάριος, σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσει, προσκάλεσε στην Αρχιεπισκοπή το Πολιτικό Γραφείο της ΕΔΕΚ. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε το πρωί του Σαββάτου 2 Απριλίου 1977. Ως Επαρχιακός Γραμματέας Πάφου της ΕΔΕΚ, μετείχα στο Πολιτικό Γραφείο. Έτσι παρέστην στη συνάντηση. 

Μας υποδέχθηκε ο Μακάριος, όρθιος, στη μικρή αίθουσα της Αρχιεπισκοπής όπου θα γινόταν η συνάντηση, ενδεδυμένος μόνο με το αντερί, το ένδυμα που φορούν οι κληρικοί κάτω από το ράσο. Ο Βάσος Λυσσαρίδης έκαμε τις συστάσεις, αναφέροντας τα ονόματα των μελών του Πολιτικού Γραφείου. Στη δική μου παρουσίαση πρόσθεσε και την καταγωγή μου. «Εκ Πάφου ορμώμενος», ανέφερε. Ο Μακάριος σχολίασε: «Διατί η ιδιαιτέρα μνεία;». «Μα επειδή είναι συντοπίτης σας, Μακαριότατε». Πήραμε τις θέσεις μας. Ο Μακάριος καθόταν πίσω από ένα μικρό ξύλινο γραφείο και δίπλα του υπήρχε ένας τριγωνικού σχήματος πίνακας, στον οποίο αργότερα θα αναρτούσε τον χάρτη με τις προτάσεις τις οποίες θα κατέθετε ο Τάσσος Παπαδόπουλος στη Βιέννη για το εδαφικό. Άρχισε την ανάλυση των προτάσεων με το γνωστό πνευματώδες χιούμορ του: «Αν σας πω να συμφωνήσετε μαζί μου, θα εξακολουθήσετε να υποστηρίζετε τις απόψεις του κ. Λυσσαρίδη;». Μερικά από τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου έσπευσαν να απαντήσουν: «Προς Θεού, Μακαριότατε. Θα καταλήξουμε σε κοινή γραμμή». Ωστόσο η διαφωνία ήταν υπαρκτή. Όχι μόνο γιατί δεν υπήρχε εμπιστοσύνη ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά θα κατέθετε αντιπροτάσεις για το εδαφικό, αλλά και γιατί είχαμε την άποψη ότι δεν υπήρχε λόγος να σπεύσουμε, και μάλιστα πρώτοι, να δώσουμε χάρτη, με χαραγμένη γραμμή διαχωρισμού, προτού υπάρξει δέσμευση από τουρκικής πλευράς ότι θα εφαρμόζονταν πράγματι οι βασικές ελευθερίες της εγκατάστασης και της διακίνησης, όπως και του δικαιώματος περιουσίας, καθώς και μια συνταγματική δομή ομοσπονδίας, με ενότητα εδάφους, θεσμών και οικονομίας και με ενιαία κυριαρχία. 

Ο Μακάριος ανάρτησε τον χάρτη πάνω στον τριγωνικό πίνακα και άρχισε να αναπτύσσει τις απόψεις του. Βασικό του επιχείρημα ήταν η δέσμευση των Αμερικανών, μέσω Κλίφορντ, ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά θα υπέβαλλε επιτέλους αντιπροτάσεις και συνεπώς θα μπαίναμε σε μια φάση διαπραγματεύσεων που θα οδηγούσαν σε τελική λύση. 

Είχαν περάσει σαράντα περίπου λεπτά, όταν μια πόρτα πίσω από το γραφείο όπου καθόταν ο Αρχιεπίσκοπος άνοιξε και εμφανίστηκε ο Γιώργος Θεοδότου, υπάλληλος της Αρχιεπισκοπής και προσωπικός του βοηθός. «Μακαριότατε, συγνώμη για τη διακοπή, αλλά σας ζητά επειγόντως στο τηλέφωνο ο κ. Παπαδόπουλος από τη Βιέννη». «Να μου φέρεις εδώ το τηλέφωνο», απάντησε ο Μακάριος. Ο Θεοδότου επέστρεψε με ένα κόκκινο τηλέφωνο, πάνω σε έναν μικρό ασημένιο δίσκο. 

Υπήρξαμε, έτσι, αυτήκοοι μάρτυρες της δραματικής συνδιάλεξης του Αρχιεπισκόπου με τον Τάσσο Παπαδόπουλο που ακολούθησε. Από όσα έλεγε ο Μακάριος στον συνομιλητή του, αντιληφθήκαμε ότι, παρά το ότι στη Βιέννη η δική μας πλευρά είχε καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις, περιλαμβανομένου και χάρτη, η τουρκοκυπριακή πλευρά αρνήθηκε να υποβάλει αντιπροτάσεις, όπως είχε δεσμευθεί. Ο Μακάριος, εμφανέστατα απογοητευμένος και ταραγμένος, στην πεντάλεπτη συνομιλία του με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, τον καλούσε συνεχώς να επιμείνει προς τον Τουρκοκύπριο συνομιλητή να καταθέσει αντιπροτάσεις, ιδίως επί του εδαφικού, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Να επιμείνεις! Έχουν δεσμευτεί προς τους Αμερικανούς». 

Με το τέλος της τηλεφωνικής συνδιάλεξης, ήταν πλέον σαφές ότι η συνάντησή μας δεν είχε νόημα να συνεχιστεί. Η επιχειρηματολογία του Μακαρίου, με την οποία προσπαθούσε να μας πείσει για την ορθότητα της κατάθεσης εκ μέρους της ελληνοκυπριακής πλευράς προτάσεων, περιλαμβανομένου και χάρτη, είχε καταρρεύσει, συνεπεία των όσων του διαβίβασε τηλεφωνικά ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Αποχωρήσαμε μέσα σε κλίμα καταθλιπτικής αμηχανίας. 

 Το πρώτο καρδιακό επεισόδιο στον Κύκκο 

Την επομένη το πρωί ο Μακάριος, στη διάρκεια της κυριακάτικης λειτουργίας στο Μετόχι του Κύκκου, υπέστη καρδιακό επεισόδιο. Γράφει ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου στο βιβλίο του Κύπρος – Ελλάς (σελ. 255): 

[…] Τέσσερις μέρες πριν από τη συμπλήρωση του έκτου γύρου της Διάσκεψης της Βιέννης, στις 3 Απριλίου 1977, ο Μακάριος πάθαινε το πρώτο καρδιακό επεισόδιο. Πολλά λέχθηκαν για τους λόγους που το προκάλεσαν. Οι εξελίξεις στο πλαίσιο των συνομιλιών και η τόσο αρνητική κατάληξή τους δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επηρέασαν πολύ άσχημα τον Μακάριο και την υγεία του. Ήταν ο πρωτοϋπεύθυνος για τη φροντίδα ενεργοποίησης έντονου, καταλυτικού του αμερικανικού ενδιαφέροντος στο επείγον, το γόρδιο κυπριακό εθνικό θέμα και για πρώτη φορά στη ζωή του πανηγύριζε για την εκλογική επιτυχία Αμερικανού Προέδρου. Και τούτο γιατί πίστευε ότι ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος, ο Τζίμμυ Κάρτερ, στη βάση των προεκλογικών δεσμεύσεών του, θα αποτελούσε τον κύριο συντελεστή στην προώθηση τουλάχιστον προόδου για την επίτευξη λύσης. Από τους πρώτους, όμως, μήνες της νέας αμερικανικής προεδρικής θητείας είδε και προσωπικά γεύτηκε, δοκίμασε πρώτο χέρι την αμερικανική παρέμβαση, μέσω του Κλαρκ Κλίφορντ, μια παρέμβαση που την παρομοίαζε με παγίδα –ίσως στημένη παγίδα, πάντως παγίδα που την τοποθετούσαν στα πλαίσια μόνο των τουρκικών και αμερικανικών συμφερόντων– στην οποία με επίμονη Μακαριακή πρωτοβουλία παρασύρθηκε και ρίχθηκε η ελληνική πλευρά. 

Μηδενικά όρια υποχωρήσεων

Το βέβαιον είναι ότι, μετά την απογοήτευση της Βιέννης, όπως φαίνεται από τις μετέπειτα δηλώσεις και ομιλίες του, ο Μακάριος διαφοροποίησε άρδην την προσέγγισή του σχετικά με τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού. Μια από αυτές τις ομιλίες, εκείνη την οποία εκφώνησε στις 20 Ιουλίου 1977 από τον προμαχώνα στην πλατεία Ελευθερίας, είναι εξόχως επιβεβαιωτική της νέας θεώρησης στη διαχείριση του Κυπριακού. Είπε τότε, μεταξύ άλλων: 

[…] Αλλεπάλληλοι κύκλοι διακοινοτικών συνομιλιών προσέκρουσαν στην τουρκική αδιαλλαξία και δεν κατέληξαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ο χρόνος των συνομιλιών χρησιμοποιείται από τουρκικής πλευράς για την άνετη παγίωση τετελεσμένων γεγονότων και για τη συγκάλυψη διχοτομικών σχεδίων. Και έχω τη γνώμη ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν οι συνομιλίες, αν η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν είναι έτοιμη να υποβάλει σαφείς προτάσεις για όλες τις πτυχές του προβλήματος. Διαφορετικά θα συνεχισθεί η τουρκική παρελκυστική πολιτική και άκαρπες θα είναι οι συνομιλίες. 

[…] Αλλά, συγχρόνως, πρέπει να τονίσω ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει περιθώρια άλλων υποχωρήσεων, γιατί έκαμε ήδη πολλές και έφθασε σε όρια που δεν μπορεί να υπερβεί και, επομένως, οι πολιτικές συνταγές ή συμβουλές περί αμοιβαίων υποχωρήσεων δεν πρέπει να απευθύνονται προς τους Έλληνες Κυπρίους. Υποχωρήσεις πρέπει να ζητούνται μονάχα από την τουρκική πλευρά, αν υποχώρηση μπορεί να ονομασθεί, στην περίπτωση αυτή, η επιστροφή κατακτηθέντων διά στρατιωτικής βίας. 

[…] Μερικοί συμβουλεύουν να δείξουμε περισσότερο ρεαλισμό, για να βρεθεί συμβιβασμός, επικαλούμενοι το επιχείρημα ότι με την πάροδο του χρόνου σταθεροποιούνται τα τετελεσμένα γεγονότα και οι ευκαιρίες χάνονται. Ορθόν το επιχείρημα ότι ο χρόνος συμβάλλει στην παγίωση της ντε φάκτο καταστάσεως. Αλλά δεν παρουσιάσθηκε μέχρι τώρα ευκαιρία για συμβιβασμό και συμπεφωνημένη λύση του προβλήματος. Είμαστε υπέρ του συμβιβασμού. Αλλά συμβιβασμός δεν σημαίνει βέβαια την εκ μέρους μας αποδοχή των τετελεσμένων γεγονότων. Είμαστε ρεαλιστές, ώστε να βλέπουμε στις διαστάσεις της τη σκληρή πραγματικότητα και να μην την παραγνωρίζουμε. Ουδέποτε όμως θα την αναγνωρίσουμε και θα τη νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας […]. 

Είναι ολοφάνερο από την ομιλία αυτή, αλλά και από άλλες που προηγήθηκαν, ότι ο Μακάριος θα ακολουθούσε μια νέα, πιο διεκδικητική πολιτική στο Κυπριακό. Ο θάνατός του, στις 3 Αυγούστου του 1977, δεν το επέτρεψε.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιαννάκη Ομήρου «Καταγραφή»