Τι χρονιά κι εκείνο το ’69! Φανταστείτε να ζούσατε στις ΗΠΑ και μέσα σ’ ένα μήνα, κατακαλόκαιρο, να συρρέατε μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στο Ακρωτήριο Κανάβεραλ για να κουνήσετε το μαντίλι για καλή επιτυχία στο πλήρωμα του Apollo 11 που εκτοξευόταν με τον πύραυλο Saturn 5 για την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στο φεγγάρι ή στο Μπέθελ της πολιτείας της Νέας Υόρκης για το Φεστιβάλ Γούντστοκ.
 
Το διαζευτικό, φυσικά, δεν είναι τυχαίο. Άλλο ήταν το κοινό που οδήγησε, πέταξε, έπλευσε στη Νήσο Μέριτ της Φλόριντα για να αποθεώσει τον υπέρ πάντων ψυχροπολεμικό αγώνα με τους Ρώσους για την κατάκτηση της Σελήνης. Ήταν ένας αγώνας αδυσώπητος και πολυέξοδος με βαριές επικοινωνιακές κι επιστημονικές προεκτάσεις, αλλά κυρίως πολιτικές. Το διαστημικό πρόγραμμα που έτρεχε η NASA ήταν γρανάζι ενός πολύπτυχου μηχανισμού που αποστράγγιζε εθνικούς –και όχι μόνο- πόρους με στόχο τη στρατιωτική υπεροπλία των ΗΠΑ, σε μια εποχή που είχε αμέτρητα ανοιχτά μέτωπα -με κυριότερο αυτό του Βιετνάμ. Ο Ρίτσαρντ Νίξον κοκορευόταν ότι ανάμεσα στους πολλούς πολιτικούς που έταξαν στον κόσμο το φεγγάρι, ήταν ο πρώτος που εκπλήρωσε την υπόσχεση. Και παραμένει μέχρι σήμερα ο μοναδικός. Ασχέτως αν η ιστορία τον κατέγραψε κι ως τον μοναδικό παραιτηθέντα από το αξίωμά του Αμερικανό Πρόεδρο.
Έχοντας καβαλήσει για τα καλά το άλογο –ή το καλάμι- του επικοινωνιακού πλεονεκτήματος, ο Νίξον βρήκε την ευκαιρία να εκθειάσει τότε τη «σιωπηρή πλειοψηφία» που είχε θορυβηθεί δημιουργικά από το Σπούτνικ και το Βοστόκ και υποστήριξε ολόψυχα τον σκληρό ανταγωνισμό με τους Ρώσους, ως μέρος της διεθνούς καμπάνιας για αποχαλίνωση του αμερικανικού μοντέλου ελεύθερης αγοράς.
Εντελώς διαφορετικό ήταν το κοινό που έσπευσε με ωτοστόπ, τροχόσπιτα και χίπικα βανάκια στο μεγάλο ραντεβού της γενιάς της αμφισβήτησης, της αντικουλτούρας, του αντιπολεμικού κινήματος, της σεξουαλικής επανάστασης, για να τραγουδήσει μέσα στη λάσπη και τη βροχή τα πιο ώριμα τραγούδια διαμαρτυρίας. Όσοι συνέρευσαν στο Γούντστοκ και λοιδορήθηκαν για διαστρεβλωμένη αίσθηση εθνικών προτεραιοτήτων και ροπή προς την ελευθεριότητα και το περιθώριο, όλως τυχαίως αμφισβήτησαν όχι μόνο την περιβαλλοντική υπευθυνότητα της NASA, αλλά την ίδια τη αναγκαιότητα του ταξιδιού σε άλλους πλανήτες από ένα ον που δεν έχει λύσει ούτε τα στοιχειώδη από τα προβλήματά του εδώ πίσω στο σπίτι.
 
Η πεποίθηση ότι δεν ήταν το όραμα που μάς πήγε στη Σελήνη, αλλά το κίνητρο, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση ο αδυσώπητος ανταγωνισμός, δεν έχει ξεφτίσει 50 χρόνια μετά το σπουδαίο επίτευγμα. Κάθε άλλο μάλιστα. Το γεγονός ότι ο τελευταίος άνθρωπος που πάτησε εκεί ήταν τον Δεκέμβριο του 1972, με τους Σοβιετικούς να έχουν ήδη εγκαταλείψει την προσπάθεια και τον προϋπολογισμό της NASA να ψαλιδίζεται καθοριστικά, επιβεβαιώνει αυτή την πεποίθηση.
 
Κάποιοι θα πουν ότι η συζήτηση αρχίζει να θυμίζει τη ρήση με τον ηλίθιο που του έδειχναν το φεγγάρι κι αυτός κοίταζε το δάχτυλο. Είναι όμως μια πραγματικότητα ότι οι εκκρεμότητες που είχε αφήσει ανοιχτές ο άνθρωπος στη Γη όταν προσεδαφιζόταν στον δορυφόρο της, σήμερα έχουν γίνει ακόμη πιο επιτακτικές. Το μεγαλύτερο άλμα της ανθρωπότητας θα είναι όταν καταφέρει να πατήσει γερά και αποφασιστικά πάνω στον πλανήτη που την έθρεψε. Μισό αιώνα μετά, με τον Μολώχ της κερδοσκοπίας να θολώνει και να περιπλέκει την επιστημονική σπαζοκεφαλιά της κλιματικής αλλαγής, η προτεραιότητα, η υπέρτατη πρόκληση, δεν είναι να εξερευνήσουμε άλλους πλανήτες, αλλά να περισώσουμε αυτόν που έχουμε. Εκτός κι αν τον θεωρούμε ήδη ξεγραμμένο.
 
Στο τέλος της ημέρας, παρότι πλέον ο αγώνας του διαστήματος έχει γίνει ιδιωτική υπόθεση κι έχει αφεθεί στη λόξα δισεκατομμυριούχων entrepreneurs, θα ήταν χρήσιμο ένα ταξίδι στο φεγγάρι. Μόνο και μόνο για να ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στο γαλάζιο μπιζέλι απέναντι. Όπως τότε ο Νιλ Άρμστρονγκ, να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι πόσο όμορφο κι ευάλωτο είναι και πόσο δυσανάλογα μικροί σε σχέση με το Εγώ μας είμαστε οι άνθρωποι μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Και ν’ αναλογιστούμε τρόπους ώστε να αξιοποιήσουμε εκείνο το θεϊκό μίγμα αποφασιστικότητας και ευφυίας που μάς εκτόξευσε, τη φορά αυτή για να μάς προσγειώσει σ’ ένα αειφόρο μέλλον.
 
Φιλgood, τεύχος 233