Τις προάλλες, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Φιλελεύθερος, Άριστος Μιχαηλίδης, δημοσίευσε ένα κείμενο γεμάτο κακεντρέχεια, το οποίο με προβλημάτισε πολύ. Σε αυτό το κακοήθες και επιθετικό κείμενο ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος επιτίθεται στο πρόσωπό μου, λόγω της συμβολικής βοήθειάς μου σε ξένους εργάτες και φοιτητές που ζουν στα κατεχόμενα και βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση. Με υποχρέωσε να σκεφτώ και να προβληματιστώ για τέτοιους ανθρώπους οι οποίοι, ακόμα και στη δοκιμασία με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι, είναι ανήμποροι να περιορίσουν τα αισθήματα μίσους που τους διακατέχουν και να αισθανθούν ενσυναίσθηση. Γιατί, άραγε, ακόμα και εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία έχει κλονίσει την υδρόγειο και απειλεί την ανθρωπότητα, τέτοιοι άνθρωποι αδυνατούν να αισθανθούν ενσυναίσθηση έστω και στο ελάχιστο;
 
Ο Arno Gruen, ένας από τους κοινωνικούς ψυχολόγους που εμβάθυναν στο θέμα, γράφει ότι η απώθηση του πόνου μας οδηγεί στο μίσος για τους άλλους. Ο Gruen αναζητεί τις ρίζες της αποξένωσης από τον εαυτό μας στις τραυματικές εμπειρίες που βιώσαμε στην παιδική μας ηλικία και στην απώθηση αυτών των εμπειριών. Οι άνθρωποι που απωθούν το τραύμα και τον πόνο, καθίστανται ανίκανοι να αισθανθούν ενσυναίσθηση και, τοποθετώντας τον εαυτό τους στη θέση του θύματος, αρχίζουν να τραυματίζουν τους άλλους. Συγχρόνως, αναπτύσσουν αυτολύπηση που τους εμποδίζει να αντιμετωπίσουν τον πόνο και οδηγεί στη διάπλαση ενός ναρκισσευόμενου και εγωπαθούς ατόμου. 
 
Σύμφωνα με τον Gruen, καθώς απωθούμε τα δικά μας τραύματα, φτάνουμε σε σημείο όχι μόνο να μην αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας αλλά και να μην κατανοούμε τους άλλους: «Η κατανόηση στην αληθινή της σημασία, είναι δυνατή μόνο όταν δεν αγνοούμε τα τραύματά μας. Για όσο δεν εκπληρώνεται αυτή η προϋπόθεση, η «κατανόηση» είναι απλά μια προσποίηση -μια πόζα-, πίσω από την οποία κρύβεται η αλαζονεία και η περιφρόνηση. Βασικό στοιχείο αυτής της προσποιητής «διάθεσης για κατανόηση» είναι ο υποβιβασμός του άλλου ώστε να ενδυναμωθεί το δικό μας αίσθημα αυτοεκτίμησης. Μολονότι φαινομενικά αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα του άλλου προσώπου, εντούτοις αυτό που πραγματικά πιστεύουμε είναι ότι ο άλλος είναι υποδεέστερος, λιγότερο έξυπνος, λιγότερο ανθρώπινος, λιγότερο πολιτισμένος, περισσότερο πρωτόγονος κ.λπ.»
 
Ίσως και να τηρούμε αυτή την «προσποιητή κατανόηση» στις περιόδους όπου όλα μας πάνε καλά και είμαστε ξέγνοιαστοι, ωστόσο όταν προκύψουν δοκιμασίες και βαθιές κρίσεις εγκαταλείπουμε την «πόζα» μας και στρέφουμε το συσσωρευμένο μίσος μας προς τους άλλους. Έστω και αν δεν το κάνουμε εμφανές, πλέον έχουμε εγκαταλείψει την «προσποιητή κατανόηση» και είμαστε σε θέση να κινητοποιήσουμε τον καταστροφικό θυμό μας σε σημείο ώστε ο άλλος να αφανιστεί. 
 
Προφανώς, μπορούμε να πούμε ότι άνθρωποι που κατά την παιδική τους ηλικία στερήθηκαν την αγάπη ή ανατράφηκαν υπό την πίεση ενός δεσποτικού πατέρα, δύσκολα μπορούν να καλλιεργήσουν το αίσθημα της ενσυναίσθησης. Το ίδιο ισχύει και για τους νάρκισσους, οι οποίοι αρέσκονται στο να αυτοθαυμάζονται και να χειραγωγούν τους γύρω τους ώστε να διευρύνουν τον κύκλο των θαυμαστών τους. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει ο «άλλος» ως ξεχωριστή και πολύτιμη ύπαρξη. Ο «άλλος» είναι απλά το μέσο προς ικανοποίηση της ατέρμονης δίψας του νάρκισσου για θαυμασμό. 
 
Ανήμποροι να αισθανθούν ενσυναίσθηση είναι και όσοι φοβούνται τα πάντα λόγω μειωμένης αυτοπεποίθησης. Δεν υπάρχουν περιθώρια καλλιέργειας της ενσυναίσθησης στο άγονο έδαφος του φόβου. Απεναντίας, βιώνουμε το καθετί στο περιβάλλον μας ως απειλή και αναζητούμε αποδιοπομπαίους τράγους. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι σε τέτοιους καιρούς οι ακροδεξιοί δημοκόποι αυξάνουν τα ακροατήριά τους. Τροφοδοτούν τους φόβους των ανθρώπων και κατευθύνουν την προσοχή σε εξιλαστήρια θύματα. Ενεργοποιούν την οργή και το μίσος, που εκκολάπτονται στο ασυνείδητό μας και τα κινητοποιούν ενάντια στους ξένους, πυροδοτώντας την κλιμάκωση της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του εθνικισμού. Συγχρόνως, οικοδομούν την ισχύ τους πάνω σε αυτή την ατμόσφαιρα του φόβου.    
 
Δυστυχώς, η εποχή μας ευνοεί την εδρασμένη στον φόβο δημαγωγία. Γι’ αυτό και τώρα, στις δύσκολες μέρες του κορωνοϊού, έχει λιγοστέψει η ενσυναίσθηση.