Σοβαρά και σημαντικά ζητήματα που αφορούν το νοσηλευτικό επάγγελμα στην Κύπρο και ιδιαίτερα την επικοινωνία των νοσηλευτριών/τών με τον ασθενή, τη συμπεριφορά τους απέναντι του, την εμπιστοσύνη που χρειάζεται να του εμπνεύσουν, αλλά και την επαγγελματική εξουθένωση, την ανάγκη ενδυνάμωσης των επαγγελματιών και σε τελική προέκταση την ανάγκη εδραίωσης του κύρους της νοσηλευτικής, θέτει η ψυχολόγος Γιώτα Ευσταθίου σε ανοικτή επιστολή στον «Φ» (5 Δεκεμβρίου 2022) απευθυνόμενη προς νοσηλεύτριες και νοσηλευτές.

Την ίδια στιγμή αναγνωρίζει -και γράφει απερίφραστα- ότι «οι περισσότεροι νοσηλευτές/ριες προσπαθούν με τη ψυχή τους να βρίσκονται πραγματικά δίπλα στον ασθενή, είναι επαγγελματίες, ευγενικοί, εκπέμπουν μια θετική ενέργεια και σε κάνουν να νιώθεις εμπιστοσύνη». 

Οι παρατηρήσεις της προέκυψαν μέσα από πρόσφατη προσωπική εμπειρία ολιγοήμερης νοσηλείας της σε νοσηλευτήριο στη Λευκωσία, ενώ έτυχαν απάντησης από τους οργανωμένους νοσηλευτές/τριες σε αυτό που διαμορφώθηκε σε έναν εποικοδομητικό δημόσιο διάλογο για το θέμα, αφού το κείμενο της, πριν δημοσιευτεί, τέθηκε –με την άδεια της– υπόψη των επικεφαλής των τριών οργανώσεων που εκπροσωπούν παγκυπρίως τις νοσηλεύτριες/τές στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. «Κατανοώ και συμμερίζομαι τις ανησυχίες, τους φόβους και τα συναισθήματα που ένιωσε η κυρία Ευσταθίου υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφει», ανέφερε μεταξύ άλλων στην εφημερίδα μας ο πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Νοσηλευτών και Μαιών Κύπρου (ΠΑ.ΣΥ.Ν.Μ.) δρ Ιωάννης Λεοντίου.

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Επιθετικές συμπεριφορές σε νοσηλευτές του ΤΑΕΠ καταγγέλλουν οι συντεχνίες

Στο δικό του σύντομο σχόλιο στον «Φ» ο πρόεδρος του Κλάδου Γενικού Νοσηλευτικού Προσωπικού ΠΑΣΥΔΥ Πρόδρομος Αργυρίδης ανέφερε ότι «κι εμείς ως Κλάδος εντοπίζουμε το θέμα της επικοινωνίας και της προσωπικής επαφής του νοσηλευτή/τριας με τον ασθενή. Θα πρέπει ίσως να γίνει μια διαβούλευση με τα πανεπιστήμια -κρατικά και ιδιωτικά- για να εμπλουτίσουν το πρόγραμμα των σχολών νοσηλευτικής στα ζητήματα επικοινωνίας και δεοντολογίας. Πράγματι  παρατηρούνται μερικές φορές φαινόμενα όπως τα περιγράφει καλόπιστα η κυρία Ευσταθίου, αναφέροντας τα θετικά, αλλά και τα αρνητικά της εμπειρίας από τη νοσηλεία της και πρέπει να τα λάβουν υπόψη όλοι οι εμπλεκόμενοι και ενδιαφερόμενοι». 

Τέλος, ο γενικός γραμματέας της Παγκύπριας Συντεχνίας Νοσηλευτών (ΠΑΣΥΝΟ)  Παναγιώτης Γεωργίου, μιλώντας όπως μας είπε εκ μέρους όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου, μας πληροφόρησε ότι «αποφασίσαμε και στη συγκεκριμένη περίπτωση να τηρήσουμε τη στάση που παίρνουμε σε τέτοιες επιστολές, να μην τις σχολιάζουμε δημόσια, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι σίγουρα λαμβάνουμε υπόψη τις απόψεις αυτές». 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Επιθέσεις κατά νοσηλευτών – Σκέψεις για νομικά μέτρα

Η ανάγκη για «μητρική» φροντίδα

Αναφέρει τα εξής στην εισαγωγή του κειμένου της προς τον «Φ» η Γιώτα Ευσταθίου που είναι ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια (MA Clinical Psychology): «Πρόσφατα με αφορμή μια περιπέτεια υγείας, ευτυχώς όχι τόσο σοβαρή και απειλητική για τη ζωή μου, αλλά αρκετά σοβαρή ώστε να χρειαστεί να νοσηλευτώ, ένιωσα να κλονίζεται κάτι μέσα μου… Ίσως η ψευδαίσθηση πως έχω τον έλεγχο… ποιον έλεγχο, διερωτώμαι… τον έλεγχο του εαυτού μου, του σώματος μου, της ζωής μου…Να ξυπνάω κάθε πρωί, να βλέπω τη λίστα με τις υποχρεώσεις μου, να γκρινιάζω για το βαρυφορτωμένο πρόγραμμα, να ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα με πολύ τρέξιμο, αλλά παίρνοντας συγχρόνως και μια ευχαρίστηση στο τέλος κάθε μέρας. Αυτή λοιπόν η εμπιστοσύνη στη ζωή, στην ασφάλεια του προγράμματος μου, ταρακουνήθηκε. Όταν κάποιος αρρωσταίνει, όταν ξαφνικά χρειάζεται βοήθεια, όταν από την καθημερινότητα του βρίσκεται σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου με πυρετό, ανήμπορος να λειτουργήσει και ακόμη σοκαρισμένος για το πώς έφτασε εδώ, χωρίς αμφιβολία ένα μέρος του εαυτού του παλινδρομεί σε πιο πρώιμα στάδια ανάπτυξης. Εκεί όπου το «εγώ» του δεν ήταν ακόμη αρκετά αναπτυγμένο. Και όπως ακριβώς ένα παιδί, χρειάζεται και αυτός συμβολικά τη «μητρική» φροντίδα και ασφάλεια. Έστω για όσο διαρκέσει αυτή η μπόρα με την υγεία του. 

Αγαπητέ νοσηλευτή/ρια, θέλω να απευθυνθώ σε σένα που είσαι η «ραχοκοκαλιά» κάθε νοσοκομείου. Σε σένα που αφηνόμαστε όταν δεν μπορούμε πια να φροντίσουμε τον εαυτό μας, όταν χρειαζόμαστε νοσηλεία και θεραπεία. Ο γιατρός όσο υπεύθυνος, σωστός, διακεκριμένος και αν είναι, περιορίζεται στις μια δυο συναντήσεις ημερησίως με τον ασθενή. Σε σένα δυστυχώς πέφτει όλο το βάρος της νοσηλείας και της φροντίδας του κάθε ασθενή και από σένα εξαρτάται συχνά το πώς θα προχωρήσει, ποια θα είναι η έκβαση της θεραπείας. Ξέρω σαφώς ότι είσαι και εσύ άνθρωπος, ξέρω ότι ίσως να είσαι κουρασμένος, πιθανότατα να έχεις πολλά καθήκοντα, έχεις και εσύ όπως όλοι τα δικά σου προβλήματα, τη δική σου ζωή, τις δικές σου δυσκολίες. Ποιος δεν το κατανοεί; Ίσως να αναγκάστηκες να μάθεις να βλέπεις τους ασθενείς σαν ένα ακόμη περιστατικό που έχει περάσει από το πόστο που υπηρετείς. Και αυτό το κατανοώ, επειδή είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει να ταυτίζεται με τον πόνο και την ιστορία του κάθε ασθενή που περνάει από το νοσοκομείο ή τις πρώτες βοήθειες που εργάζεσαι; Aυτό θα σε έκανε ευάλωτο και θα σε δυσκόλευε στο να είσαι αποτελεσματικός. Το κατανοώ πλήρως. Αλλά αγαπητέ νοσηλευτή/ρια αισθάνομαι ότι το ζητούμενο είναι η εύρεση μιας ισορροπίας μεταξύ επαγγελματισμού/επαγγελματικής απόστασης, ενσυναίσθησης, ευγένειας και αγάπης γι’ αυτό το λειτούργημα που υπηρετείς».

Μετά το πρώτο σοκ…

«Η πρόσφατη εμπειρία μου σε νοσηλευτήριο, (4 μέρες νοσηλεία και άλλες 7 μέρες καθημερινών επισκέψεων στις πρώτες βοήθειες του νοσηλευτηρίου για συγκεκριμένη θεραπεία) ήταν τέτοια – γράφει η Γιώτα Ευσταθίου – που μετά το πρώτο σοκ και παράπονο, με έσπρωξε στο να παρατηρήσω όλες αυτές τις συμπεριφορές, συνήθειες και στάση των νοσηλευτών. Ποιος ξέρει, ίσως ήταν ο δικός μου μηχανισμός για να αντέξω την δικιά μου ματαίωση για τις ώρες που αντί να είμαι στη ζωή μου, βρισκόμουν σε αυτό το κρεβάτι… η παρατήρηση αυτών που συνέβαιναν γύρω μου, ίσως με βοήθησε στο να αισθάνομαι λιγότερο ευάλωτη και να μαζέψω τα χαοτικά συναισθήματα που με είχαν πλημμυρίσει ειδικά τις πρώτες δύο μέρες. 

Οι περισσότεροι νοσηλευτές/ριες προσπαθούν με τη ψυχή τους να βρίσκονται πραγματικά δίπλα στον ασθενή. Είναι επαγγελματίες, ευγενικοί, εκπέμπουν μια θετική ενέργεια και σε κάνουν να νιώθεις εμπιστοσύνη. Αντιλαμβάνεται κάποιος αμέσως βλέποντας τους ότι είναι καταρτισμένοι, συγκροτημένοι, με όση συγκέντρωση απαιτεί η εργασία τους και δοσμένοι σε αυτό που κάνουν. Πραγματικοί μαχητές! 

Μια άλλη μερίδα νοσηλευτών/ριών, με μεγάλη δυσκολία είναι απλά διεκπεραιωτικοί κάνοντας αυτά που πρέπει με έναν μηχανικό τρόπο και κάπως άψυχα, χωρίς κανένα σθένος. Δυστυχώς όμως υπάρχει και μια τρίτη μερίδα νοσηλευτών/ριών, θεωρώ η μικρότερη, που εξασκούν το επάγγελμα τους εντελώς ψυχρά, κάποτε στα όρια της αγένειας, κάποτε ίσως και με παραλείψεις που μπορεί να καταστούν επικίνδυνες. Σου δίνουν την εντύπωση πως δεν θα ήθελαν να βρίσκονται εδώ που είναι. Σε βλέπουν αλλά δεν σε βλέπουν στ’ αλήθεια. Σου μιλούν, αλλά διερωτάσαι αν τα λόγια βγαίνουν από κάποιο κομπιούτερ. Είναι σαν να μην είναι πραγματικά κοντά σου. 

Αγαπητέ νοσηλευτή/ρια, είναι χρήσιμο να σκεφτείς ότι ο εκάστοτε ασθενής είναι ένας άνθρωπος ακριβώς όπως εσύ. Έχει την ιστορία του, το επάγγελμα του, την οικογένεια, τα προσωπικά του θέματα. Βρέθηκε στο νοσοκομείο, σε αυτό το κρεβάτι επειδή πέραν του παθολογικού που χρήζει άμεσης ιατρικής περίθαλψης, έχει καταρρεύσει μέσα του και η ικανότητα φροντίδας του ίδιου του εαυτού του. Κυριαρχεί ο πόνος, η ανησυχία, η αδυναμία που τον παραλύουν. Αυτό συνεπάγεται πως χρειάζεται ένα περιβάλλον που να μπορεί να εμπεριέξει αυτή την αδυναμία, σωματική και ψυχική, να ανακουφίσει και να λειτουργήσει με τρόπο που να βοηθήσει τον ασθενή να συνθέσει ξανά τον εαυτό του, τις δυνάμεις του έτσι ώστε να επανακτήσει την ικανότητα αυτοσυντήρησης. Ο ασθενής χρειάζεται να βιώσει αυτό το καθησυχαστικό περιβάλλον, να αφεθεί  να νιώσει ασφάλεια, όπως ακριβώς και ένα παιδί που ακόμη δεν μπορεί να φροντίσει μόνο του τον εαυτό του. Όταν αυτό το φροντιστικό περιβάλλον απουσιάζει, τότε αυτό που βιώνει ο ασθενής είναι ένα φοβερό άγχος, ανησυχία, ανασφάλεια και έτσι γίνεται ίσως σε ακραίο βαθμό επιφυλακτικός. Αισθάνεται ότι τίποτα δεν τον διασφαλίζει και νιώθει να χάνεται. Δεν έχει από πού να κρατηθεί – προσωπικά τηλεφωνούσα στον προσωπικό μου ιατρό εκτός νοσηλευτηρίου για να νιώσω ότι κάποιος που εμπιστεύομαι ξέρει τι γίνεται όσον αφορά τη θεραπεία μου».

Ξαπλωμένος/η στο τρόλεϊ, τα βλέπεις όλα διαφορετικά…

«Κατανοώ και συμμερίζομαι τις ανησυχίες, τους φόβους και τα συναισθήματα που ένιωσε η κυρία Ευσταθίου υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφει», μας είπε ο πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Νοσηλευτών και Μαιών Κύπρου (ΠΑ.ΣΥ.Ν.Μ.) δρ Ιωάννης Λεοντίου, ο οποίος εργάζεται στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και έχει πίσω του επαγγελματική εμπειρία 33 χρόνων.

«Πρέπει –συνέχισε– να μπαίνουμε στα παπούτσια του ασθενή και να είμαστε και συνήγοροι του μέσα στο σύστημα υγείας για κάθε τι που θέλει. Δεν σας κρύβω ότι στο δικό μου τμήμα πολλές φορές πήγα και ξάπλωσα πάνω στο τρόλεϊ… και όντως όταν είσαι σε αυτή τη θέση, βλέπεις τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική…

Εκείνο που σου λείπει εκείνη τη στιγμή όταν το κάνεις, είναι να πονάς και να υποφέρεις. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε στη νοσηλευτική η Αμερικανίδα Virginia Henderson (1897-1996) που ήταν η «πιο διάσημη νοσοκόμα του 20ου αιώνα», ο ρόλος της νοσηλεύτριας και του νοσηλευτή είναι να βοηθά τον συνάνθρωπο του στην εκτέλεση των δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην υγεία ή την ανάρρωσή του (ή στον ειρηνικό θάνατο) που θα εκτελούσε χωρίς βοήθεια αν είχε την απαραίτητη δύναμη, θέληση ή γνώση». Ο ρόλος μας είναι αυτός ακριβώς, επειδή ο ασθενής νιώθει αποδυναμωμένος, δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί και χάνει τον έλεγχο, όπως γράφει και η κυρία Ευσταθίου».

Η ανάγκη για μια «γλυκιά κουβέντα»

Δρ Ιωάννης Λεοντίου: «Να σας πω και για την ανάγκη του ασθενή για μια «γλυκιά κουβέντα» που αναφέρει η κυρία Ευσταθίου, μέσα από ένα μικρό παράδειγμα ζωής. Μιλούσα με τον προϊστάμενο ιδιωτικού νοσηλευτηρίου που είναι νεαρός 38 χρονών που μου είπε ότι «αν ο νοσηλευτής είναι σωστός στην προσέγγιση του και μιλήσει ευγενικά στον ασθενή και του εξηγήσει ότι π. χ. «θα του κάνει μια ένεση που θα τσιμπήσει λίγο ή θα του βάλει λίγο αντισηπτικό που θα διαρκέσει τόσο χρόνο», τότε ο ασθενής θα μείνει ευχαριστημένος και δεν θα νιώσει καν τον πόνο!». Δεν μπορώ βέβαια να ισχυριστώ ότι αυτό το κάνουν όλοι οι νοσηλευτές/νοσηλεύτριες. Πράγματι λίγες «γλυκιές κουβέντες» μπορούν να κατευνάσουν τον θυμό, την ανησυχία, τον πόνο και έχει μεγάλη σημασία π. χ. να συστηθεί ο νοσηλευτής στον ασθενή από την αρχή, να του πει το όνομα του, να του αναφέρει ότι θα είναι μαζί του για κάποιες ώρες και ότι είναι στη διάθεση του για ό,τι χρειαστεί…».  

Εργασιακή αποδυνάμωση κι εξουθένωση

«Όπως γράφει η κυρία Ευσταθίου, κάποιοι νοσηλευτές, σου μιλούν, αλλά διερωτάσαι αν τα λόγια βγαίνουν από κάποιο κομπιούτερ», σχολίασε ο Ιωάννης Λεοντίου και πρόσθεσε: «Σήμερα μοιράστηκα κάποια από τα γραφόμενα της σε αυτό το κείμενο με κάποιους συναδέλφους και μου είπαν ότι «ναι όντως κάποιες στιγμές νιώθουμε ότι δουλεύουμε σαν ρομπότ». Σε σχέση με αυτό, έχει διερευνηθεί σε εθνικό επίπεδο και αποκαλύφθηκε ότι οι προϊστάμενοι νοσηλευτές έχουν χαμηλά επίπεδα ενδυνάμωσης, δηλαδή παροχής ευκαιριών υποστήριξης, πληροφοριών και πόρων από τον οργανισμό στον οποίο εργάζονται. Για να εργάζονται και να προσφέρουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους οι νοσηλευτές/τριες θα πρέπει να τυγχάνουν υποστήριξης, ενθάρρυνσης υποκίνησης και επιβράβευσης. Έρευνα που έγινε στα κρατικά νοσηλευτήρια, κατέδειξε ότι είναι αποδυναμωμένοι οι νοσηλευτές, ενώ άλλη με διαφορά 12 μηνών επίσης στα κρατικά νοσηλευτήρια, κατέγραψε ότι οι νοσηλευτές ήταν εξουθενωμένοι μέχρι το έπακρο, ειδικά στα πρώτα στάδια της πανδημίας».

«Καλοί, καλύτεροι και ακόμα πιο καλοί»

«Δεν θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν κακοί νοσηλευτές, θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν καλοί, καλύτεροι και ακόμα πιο καλοί», ανέφερε στον «Φ» ο Ιωάννης Λεοντίου, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «ναι μπορεί να παρατηρούνται αμέλειες, παραλείψεις, καθυστερήσεις και φαινόμενα μη ευγενικής συμπεριφοράς προς τον ασθενή». Για το κύρος του επαγγέλματος του νοσηλευτή, είπε ότι «αυτό δεν απορρέει μόνο από το αν συμπεριφέρεται κάποιος καλά, αλλά και από το γνωσιολογικό του υπόβαθρο. Το κύρος ενός επαγγέλματος –πρόσθεσε– εξαρτάται και από την αναγνώριση που τυγχάνει από την κοινωνία, από τον εργοδότη και από τις αμοιβές του. Δεν απορρίπτω αυτό που γράφει η κυρία Ευσταθίου και είπα συχνά σε συναδέλφους μου ότι πρέπει εμείς οι ίδιοι με την καθημερινή μας πρακτική να αποδείξουμε όλα όσα ζητούμε από τους άλλους. Δεν μπορείς να ζητήσεις από οποιονδήποτε να σου δείξει σεβασμό επειδή τέλειωσες ένα πανεπιστήμιο, αν δεν είσαι εντάξει ως επαγγελματίας». 

Σύγχυση, φόβος και αίσθηση παραμέλησης

«Αγαπητέ νοσηλευτή/ρια –γράφει η κυρία Ευσταθίου- όταν έρχομαι στο νοσοκομείο σχεδόν χωρίς να μπορώ να περπατήσω, με ναυτία και να καίω από τον πυρετό και εσύ μου λες ότι δεν έχω τώρα πυρετό, αλλά ο συνάδελφος σου που με βλέπει να διαλύομαι, πιάνει ξανά τη θερμοκρασία και την βρίσκει 39,6 και εσύ λες ότι ήταν χαλασμένο το θερμόμετρο, συγχύζομαι. Όταν το πρώτο βράδυ έχω 40 πυρετό και δεν έχω τη δύναμη ούτε τη νοητική ικανότητα (λόγω πυρετού) να σε φωνάξω και εσύ δεν έρχεσαι από μόνος/η σου, εγώ φοβάμαι. Όταν κρυώνω φρικτά από το ρίγος και χρειάζομαι κουβέρτες και εσύ αργείς ή με ξεχνάς, εγώ υποφέρω. Κάθε φορά που αλλάζει η βάρδια σου και δεν είσαι ενημερωμένος/η και με ρωτάς ξανά τι έχω, εγώ απελπίζομαι. Όταν είμαι μάρτυρας περιστατικού που η διπλανή μου έχει φάει πρωινό ενώ οι οδηγίες του γιατρού ήταν ότι δεν πρέπει να πάρει τίποτα από το στόμα και εσύ ξέχασες να το σημειώσεις, εγώ τρομάζω. Όταν ρωτάω γιατί γίνονται οι σημερινές αναλύσεις και δεν ξέρεις να μου απαντήσεις, εγώ θυμώνω. Όταν έρχομαι στις Πρώτες Βοήθειες κάθε βράδυ την ίδια ώρα για το ίδιο φάρμακο, μετά από μια κουραστική μέρα, χλωμή και κουρασμένη, με παιδιά που με περιμένουν στο σπίτι και εσύ με αφήνεις να περιμένω 50 λεπτά έστω και αν δεν έχει άλλους ασθενείς να περιμένουν, έστω και αν εγώ δεν χρειάζομαι εξέταση, νιώθω παραμελημένη…». 

Καταλήγει με τα ακόλουθα η Γιώτα Ευσταθίου: «Όταν αρρωσταίνουμε, στην προσπάθεια μας να κρατήσουμε ένα ενήλικο μέρος του εαυτού, ίσως γινόμαστε υπερευαίσθητοι, ίσως εύκολα μας πιάνει το παράπονο, νιώθουμε απόγνωση. Γινόμαστε ανυπόμονοι για μια γλυκιά κουβέντα. Αλλά αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, μέσα στην αρρώστια ξαναγίνεται παιδί. Αγαπητέ νοσηλευτή/ρια σε παρακαλώ μην αγανακτείς γι’ αυτό. Εσύ τάχθηκες στη φροντίδα αυτής της αδύναμης πλευράς του ανθρώπου που ασθενεί και υποφέρει. Βγαίνοντας από αυτή την περίεργη ομολογώ εμπειρία, θα επιλέξω να κρατήσω στο μυαλό μου σαν μια γνώση, ότι υπάρχουν αυτοί οι νοσηλευτές/ριες, ευτυχώς η πλειονότητα, που πραγματικά αξίζουν να έχουν αυτή τη σημαντική θέση στον τομέα της υγείας. Αυτοί πρέπει να εκπροσωπούν τη χώρα μας σε αυτό τον τομέα. Και να ευχηθώ σταδιακά, όλο το νοσηλευτικό/ ιατρικό προσωπικό να φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Αγαπητέ νοσηλευτή/ρια, όπως ήδη γνωρίζεις, το επάγγελμα σου είναι η κορωνίδα στον τομέα της υγείας. Χωρίς εσένα δεν μπορεί να υπάρξει το απαιτούμενο πλαίσιο για να λειτουργήσει η όποια θεραπεία. Γι’ αυτό το λόγο, πάρε όσο πιο σοβαρά γίνεται τη θέση σου και κάνε το επάγγελμά σου να έχει το κύρος που του αξίζει».