Στις 10 Μαϊου, 1956, οι Βρεττανοί απαγχόνισαν δύο νέους μέλη της ΕΟΚΑ, τον Μιχαλάκη Καραολή από το Παλαιχώρι και τον Ανδρέα Δημητρίου, από τον Αγιο Μάμα Λεμεσού. Οι δύο νέοι ήσαν οι πρώτοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ που οδηγούνταν στην αγχόνη από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ την 1η Απριλίου 1955.

Ο Καραολής οδηγήθηκε στο ικρίωμα της αγχόνης ύστερα από μια δίκη- παρωδία που έστησε ο αντιεισαγγελέας Ραούφ Ντενκτάς όπου έκανε το μπλέ χρώμα… άσπρο και στήριξε όλη την υπόθεση του αρνούμενος σκόπιμα να παρουσιάσει όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του. Ακόμα παρουσίασε ψευδομάρτυρες με ένα μοναδικό στόχο: Να καταδικάσει σε θάνατο τον πρώτο άνδρα της ΕΟΚΑ πάση θυσία, με ψευδή στοιχεία και μαρτυρίες που βοούσαν και που κανένας κανονικός  δικαστής δεν θα τις δεχόταν. 

Ο Μιχαλάκης Καραολής γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαριου 1934 στο Παλαιχώρι και ήταν φίλος με το συγχωριανό του Πολύκαρπο  Γιωρκάτζη, υπευθύνου ομάδας του Εκτελεστικού στη Λευκωσία. Ηταν απόφοιτος της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας και εργαζόταν στο τμήμα Φόρου Εισοδήματος. Γι’ αυτό και οι πρώην συμμαθητές του ποτέ δεν ξεχνούν την μνήμη του, ούτε η Αγγλική Σχολή, όπως έγινε τις προάλλες και την τιμούν σε ειδική εκδήλωση με την κατάθεση στεφάνων στο μνημείο του και με αναφορά στον τρόπο που πέρασε στην αθανασία. 

Ο Μιχαλάκης Καραολής καταδικάστηκε για την εκτέλεση του αστυνομικού Ηρόδοτου Πουλλή στη Λευκωσία στις 28 Αυγούστου 1955.  Η εκτέλεση του Πουλλή που θεωρείτο συνεργάτης των Άγγλων έγινε μέρα μεσημέρι κι ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές ενέργειες της ΕΟΚΑ, που ήθελε να τιμωρήσει αυτούς που είχε πληροφορίες ότι πρόδιδαν τον αγώνα.

Στην ομάδα του Καραολή μετείχαν οι Ανδρέας Παναγιώτου, υπεύθυνος της ομάδας και ο Γιώργος Ιωάννου από το Καϊμακλί. Η εκτέλεση του Πουλλή έγινε λίγο μετά το τέλος συγκέντρωσης που οργάνωνε η Αριστερά στις 28 Αυγούστου 1955 στην Αλάμπρα, κοντά στην εκκλησία Φανερωμένης, στην καρδιά της Λευκωσίας. Την επιχείρηση επέβλεπε ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης μαζί με το Λεωνίδα Στεφανίδη από το Πραστειό Αμμοχώστου.

Η συγκέντρωση της Αριστεράς είχε ήδη τελειώσει κι ο κόσμος άρχισε να αποχωρεί. Οι τρεις νέοι είχαν μείνει σχεδόν μόνοι με τους αστυνομικούς που παραφύλαγαν και παρακολουθούσαν τη συγκέντρωση κι οι οποίοι ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν.

Την όλη επιχείρηση περιέγραψε ο Ανδρέας Παναγιώτου στο βιβλίο του Ν. Παπαναστασίου των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου “Πεθαίνοντας για την Ελευθερία”. Σ’ αυτή τη συγκλονιστική του μαρτυρία ο Ανδρέας Παναγιώτου αναφέρει ότι αυτός είναι που πυροβόλησε τον Πουλλή κι όχι ο Καραολής, ο οποίος χωρίς μεμψιμοιρίες και παράπονα και χωρίς να λυγίσει ανέβηκε στην αγχόνη σαν παλικάρι κι απαγχονίστηκε για τη συμμετοχή του στην εκτέλεση χωρίς ποτέ να μιλήσει για τους συνεργάτες του. Ωστόσο σ’ αυτή την επιχείρηση και ο Καραολής, σαν συνεργός στην εκτέλεση του Πουλλή, είχε ρίψει μερικές σφαίρες και ίσως να μη γνώριζε αν ήταν οι δικές του που σκότωσαν τον Πουλλή ή εκείνες του Ανδρέα Παναγιώτου.

Ανέφερε ο Ανδρέας Παναγιώτου: “Ο Πουλλής βάδιζε με γοργό βήμα και μόλις βρέθηκε μπροστά από το περίπτερο, (Χαριτωνίδη) έσκυψε προς τη θυρίδα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εγώ βρέθηκα πίσω του. Είχαμε τρέξει προς τα εκεί με τον Καραολή, γιατί υποψιαστήκαμε ότι ο Πουλλής θα πήγαινε μέσα στην Αλάμπρα, οπότε ήταν αδύνατο να κτυπήσουμε αφού στην είσοδο της βρίσκονταν αστυνομικοί, οι οποίοι την ώρα εκείνη ήταν έτοιμοι να αποχωρήσουν. Ο Πουλλής είχε γυρισμένη την πλάτη του προς εμένα κι έτσι όπως ήμουν πίσω του, σε απόσταση ενός μέτρου περίπου ανέσυρα το περίστροφο μου με το δεξί μου χέρι, το έβαλα κάτω από το αριστερό σαν σταυρό, και του έριξα τον πρώτο πυροβολισμό, που τον έπληξε στην πίσω δεξιά πλευρά. Τον είδα να ξαφνιάζεται και να στρίβει προς εμένα, οπότε του έριξα το δεύτερο κι αμέσως μετά τον τρίτο πυροβολισμό. Ο δεύτερος πυροβολισμός τον έπληξε στο δεξιό ώμο, ενώ ο τρίτος στην καρδιά, αφού είχε στο μεταξύ στρίψει για καλά προς το μέρος μου.

Ο Καραολής, που ήταν πίσω μου, δεξιά, έριξε επίσης μερικούς πυροβολισμούς που φαίνεται ότι δεν έπληξαν τον Πουλλή. Κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών, είδα τον Χαριτωνίδη μέσα από τη θυρίδα του περιπτέρου να σκύβει για να τους αποφύγει. Σφαίρες είμαι σίγουρος ότι ακούστηκαν να κτυπούν στη λαμαρίνα του περιπτέρου.

Ο Πουλλής μετά που έστριψε έκανε δυο βήματα κι ενώ έβαζε το χέρι του στην τσέπη, για ν’ ανασύρει ίσως το όπλο του, έπεσε στο πεζοδρόμιο, μπροστά ακριβώς από το κατάστημα του Χρ. Π. Μιχαηλίδη, φωνάζοντας δυνατά “αααχ”. Προτού πέσει θυμούμαι ότι για μια στιγμή αλληλοκοιταχτήκαμε στα μάτια”.

Ο Ανδρέας Παναγιώτου αφού βεβαιώθηκε ότι ο Πουλλής ήταν πια νεκρός αποχώρησε ανενόχλητος από τη σκηνή χωρίς κανένα πρόβλημα κι έτρεξε στο Καϊμακλί, στο σπίτι του Γιώργου Ιωάννου, όπου είχαν δώσει ραντεβού. Κανένας δεν έτρεξε προς αυτόν κι ούτε τον καταδίωξε.

Οι μοναδικοί που αντίδρασαν ήταν μερικοί Ελληνοκύπριοι της Αριστεράς, οι οποίοι όπως κατέθεσε αργότερα στο Δικαστήριο ένας από αυτούς θεώρησαν την εκπυρσοκρότηση των όπλων ως εκρήξεις βομβών που είχαν ριφθεί εναντίον των ηγετών τους.

Ένας από αυτούς, ο Χριστόδουλος Μιχαήλ, σαν άκουσε κάποιον να φωνάζει “συλλάβετέ τον, είναι αυτός που πυροβόλησε” έσπευσε ν’ αντικόψει τον Καραολή, βάζοντας το ποδήλατό του μπροστά σ’ εκείνο στο οποίο επέβαινε ο Καραολής για να απομακρυνθεί με ταχύτητα. Έτσι με τη σύγκρουση των δύο ποδηλάτων ο Καραολής για να διαφύγει αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το δικό του και ν’ απομακρυνθεί. Κι’ αυτό αποδείχθηκε εκ των υστέρων μοιραίο για τον Καραολή. Γιατί από τον αριθμό του ποδηλάτου (για να έχει κάποιος ποδήλατο τότε έπρεπε να το εγγράψει στην Αστυνομία μια κι ήταν ένα από τα βασικά μέσα κυκλοφορίας για τη μάζα του λαού) άρχισαν οι Άγγλοι να ξετυλίγουν το νήμα που σε λίγες μέρες θα οδηγούσε στη σύλληψη του.

Στο αυτοκίνητό του βρέθηκαν και δυο πιστόλια.

Ο ταξιτζής ψευδομάρτυρας από την Τουρκία

Την υπεράσπιση του Καραολή ανέλαβε ομάδα εγκρίτων δικηγόρων της Λευκωσίας: Στέλιος Παυλίδης, Γεώργιος Χρυσαφίνης, Αντώνης Ιντιάνος, Αιμίλιος Αιμιλιανίδης, Γλαύκος Κληρίδης και Τίτος Φάνος.

Για την κατηγορούσα αρχή παρουσιάστηκε ο τουρκοκύπριος, προσωρινός Γενικός Αντιεισαγγελέας, Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος ανοίγοντας την υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 24 Οκτωβρίου 1955 (πρακτικά από το περιοδικό της Εθναρχίας “Ελληνική Κύπρος”, τεύχη 79-82) χαρακτήρισε τη δολοφονία του Πουλλή ως μια από τις πιο σκληρές και χωρίς προηγούμενο στην εγκληματολογική ιστορία της Κύπρου. Ο Ντενκτάς κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να παρουσιάσει την εκτέλεση του Πουλλή ως έργο της ΕΟΚΑ. Ακόμα στην προσπάθειά του να επιτύχει καταδίκη του Καραολή δεν δίστασε να παρουσιάσει και ψεύτικη ή στημένη μαρτυρία, όπως συνέβη με ένα από τους μάρτυρες του τον οποίο ο Αρχιδικαστής Χάλλιναν που εκδίκαζε την υπόθεση τον χαρακτήρισε αναξιόπιστο.

Ο μάρτυρας αυτός ήταν ο Τούρκος οδηγός ταξί Χουσεϊν Μεχμέτ Τσιγκίς, ο οποίος είχε ισχυρισθεί ότι βρισκόταν στη σκηνή της εκτέλεσης του Πουλλή.

Ο συνήγορος του Καραολή, Στέλιος Παυλίδης υπέβαλε στο Κακουργιοδικείο ότι ο Τσιγκίς, που είχε μεταφερθεί στην Τουρκία για λόγους ασφάλειας μέχρι τη δίκη, είπε ψέματα. Η μαρτυρία του ήταν πραγματικά στημένη. Είπε ότι βρισκόταν στη συγκέντρωση, όπου τον μόνο που γνώριζε ήταν τον Πουλλή για να μη δημιουργήσει προφανώς προβλήματα με άλλες ερωτήσεις που θα του υπέβαλλαν οι δικηγόροι υπεράσπισης. Αλλά το σοβαρότερο ήταν ότι είπε πως ο ένας από τους δυο που του επιτέθηκαν στην αρχή βρισκόταν μπροστά από τον Πουλλή έχοντας τη ράχη του προς αυτόν, ενώ αυτό ποτέ δεν είχε γίνει.

Ο Τσιγκίς έκαμε ακόμα ένα μοιραίο λάθος. Είπε ότι αγόρασε παγωτό από το ζαχαροπλαστείο του Τούρκου Χουσεϊν Τζιαχίντ Μπέτεβη, που βρισκόταν στην οδό Λήδρας, στην περιοχή της σκηνής της εκτέλεσης. Όμως η Αστυνομία κι ο Ντενκτάς δεν είχαν ερευνήσει αν εκείνη τη μέρα το ζαχαροπλαστείο λειτουργούσε.

Ετσι όταν ο Μπέτεβης παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο σαν μάρτυρας υπεράσπισης διέψευσε τον ισχυρισμό του Τσεγκίς, λέγοντας ότι κανένα πελάτη δεν είχε εξυπηρετήσει εκείνη την ημέρα γιατί το ζαχαροπλαστείο του ήταν ουσιαστικά κλειστό.

Ο συνήγορος υπεράσπισης Στέλιος Παυλίδης παρουσίασε στο Δικαστήριο μαρτυρία ότι ο Τσιγκίς την ώρα της δολοφονίας του Πουλλή εργαζόταν κι ότι μετέφερε πελάτες σε κάποιο γάμο.

Ωστόσο το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας Φεβζή Ντιρέκογλου, υπαλλήλου της διοίκησης και ειδικού χωροφύλακα και Μεχμέτ Ισμαήλ, ειδικού αστυνομικού, παρά τα αντιφατικά σημεία των καταθέσεων τους, που έδιναν την εντύπωση ότι κι αυτών η μαρτυρία ήταν στημένη ή καλά κτενισμένη κι ότι στόχος του Ντενκτάς και γενικά της Κατηγορούσης Αρχής ήταν να καταδικάσουν οπωσδήποτε τον Καραολή φορτώνοντας του τη δολοφονία του Πουλλή, χωρίς να νοιάζονται αν από το πιστόλι του είχαν ριφθεί οι σφαίρες ή αν αυτός πράγματι ήταν ο πραγματικός εκτελεστής ή απλός συνεργός στην εκτέλεση.

Άλλου διαμετρήματος τα δύο πιστόλια

Μια άλλη αντίφαση που δείχνει την επιδίωξη του Ντενκτάς και των Δικαστών και γενικά της αποικιοκρατικής Κυβέρνησης να καταδικάσουν πάση θυσία τον Καραολή και να δώσουν την προειδοποίηση στα μέλη της ΕΟΚΑ ότι η δράση τους δεν θα ήταν χωρίς συνέπειες, ήταν το γεγονός ότι εναντίον του Πουλλή ρίφθηκαν σφαίρες από δυο πιστόλια: Το 0,32 που κρατούσε ο Καραολής και το 0,38 που κρατούσε ο Παναγιώτου.

Οι τρεις σφαίρες των 0,38 που ρίφθηκαν από το πιστόλι του Ανδρέα Παναγιώτου καρφώθηκαν στο σώμα του Πουλλή, ενώ οι σφαίρες του Καραολή κτύπησαν στο περίπτερο, στο οποίο στεκόταν ο Πουλλής. Όμως ο Ντενκτάς κι η Εισαγγελία δεν γνοιάστηκαν γι’ αυτή τη λεπτομέρεια. Στο Δικαστήριο έγινε αναφορά μόνο στις σφαίρες που βρέθηκαν στο σώμα του Πουλλή για να μη δημιουργηθούν προφανώς είτε σύγχυση είτε αντίφαση στη μαρτυρία που δυνατόν να κατέληγε υπέρ του Καραολή.

Ο ίδιος ο Καραολής έδωσε μια λεπτομερή κατάθεση στο Δικαστήριο τοποθετώντας τον εαυτό του σε άλλο σημείο από τη σκηνή της εκτέλεσης του Πουλλή, ενώ πολλοί μάρτυρες υπεράσπισης, που παρήλασαν από το Δικαστήριο, επιβεβαίωσαν τα όσα είχε αναφέρει.

Ενας σημαντικός μάρτυρας θεωρείτο από όλους ο Χριστόδουλος Μιχαήλ ο άνθρωπος που είχε καταδιώξει τον Καραολή μετά τους πυροβολισμούς και μάλιστα είχε συγκρουσθεί το ποδήλατό του με εκείνο του Καραολή, με αποτέλεσμα αυτός να το εγκαταλείψει και να φύγει, οπότε η Αστυνομία βρήκε το νήμα για να τον καταδιώξει και να τον θεωρήσει ύποπτο για τη δολοφονία του Πουλλή.

Ο Χριστόδουλος Μιχαήλ, ωστόσο, κατέθεσε αργότερα στο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να πει αν ο κατηγορούμενος Καραολής ήταν αυτός που είχε καταδιώξει προσθέτοντας ότι εκείνος φορούσε άσπρο πουκάμισο κι όχι μπλε.

Οι δικηγόροι του Καραολή έστησαν ένα ισχυρό, όπως πίστευαν, άλλοθι για τον πελάτη τους, που το στήριξαν με μαρτυρίες που παρουσίασαν για το σκοπό αυτό.

Ωστόσο όσα ανέφερε στην απολογία του στο Δικαστήριο δεν έγιναν πιστευτά και το Δικαστήριο χωρίς να λάβει υπ’ όψη τόσο τα όσα ανέφερε ο Καραολής όπως και όλα τα άλλα στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιον του από τους διάφορους μάρτυρες και που δημιουργούσαν, αν όχι ισχυρό άλλοθι για τον Καραολή, τουλάχιστον αμφιβολία για την παρουσία του στη σκηνή της δολοφονίας του Πουλλή, τον βρήκε ένοχο και τον καταδίκασε σε θάνατο.

“Μιχαήλ Σάββα Καραολή”, είπε ο Αρχιδικαστής Σερ Ερικ Χάλλιναν, απευθυνόμενος στον κατηγορούμενο, “βρέθηκες ένοχος φόνου και καταδικάζεσαι σε θάνατο. Η ποινή σου είναι να κρεμασθείς από το λαιμό μέχρις ότου πεθάνεις. Είθε ο Θεός να φανεί ίλεως επί της ψυχής σου”.

Ο Καραολής συνέχιζε να αρνείται ενοχή και δέχθηκε την καταδίκη με μεγάλη ψυχραιμία και χωρίς παράπονα.

Οταν ο Δικαστής τον ρώτησε τι είχε να πει πριν του επιβάλει ποινή απάντησε απλά ότι ήταν αθώος. Ούτε μια λέξη δεν έβγαλε από το στόμα του για τους συντρόφους του, παρ’ όλον ότι γνώριζε ότι βρίσκονταν στις φυλακές, τόσο ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, όσο κι ο Ανδρέας Παναγιώτου κι ο Γιώργος Ιωάννου, κι ετοιμάστηκε να ανέβει στο ικρίωμα της αγχόνης σαν πραγματικό παλικάρι και χωρίς κανένα παράπονο.

Το μπλε πουκάμισο που έγινε… άσπρο

Η αντίφαση στα όσα ανέφεραν οι Ντιρέκογλου και Ισμαήλ ήταν σαφής: Οσοι είδαν τον Καραολή, και θα πρέπει να το είχαν προσέξει κι οι μάρτυρες που τον αναγνώρισαν αργότερα σε αναγνωριστική παράταξη, φορούσε άσπρο πουκάμισο ενώ η μαρτυρία που παρουσιάστηκε μιλούσε για ένα άτομο που φορούσε μπλέ πουκάμισο.

Ιδιαίτερα οι Ντιρέκογλου και Ισμαήλ στη μαρτυρία των οποίων στηρίχθηκε εν πολλοίς το Κακουργιοδικείο είχαν καταθέσει διαφορετικά πράγματα. Ο Ντιρέκογλου ανέφερε στο δικαστήριο ότι αυτός που καταδίωκε μετά την εκτέλεση του Πουλλή φορούσε άσπρο πουκάμισο. Ο Μεχμέτ Ισμαήλ είπε το αντίθετο: Αυτός που καταδίωκε, πρόσθεσε, φορούσε ανοικτό μπλέ πουκάμισο.

Οι διαφορές όμως δεν θεωρήθηκαν σημαντικές για το Κακουργιοδικείο, ενώ ο Ραούφ Ντενκτάς ισχυρίστηκε, και το Κακουργιοδικείο σκόπιμα δεν διαφώνησε μαζί του, ότι το μπλε πουκάμισο μπορεί από μεγάλη απόσταση να θεωρηθεί και ως άσπρο.

“Το πουκάμισο είναι ενώπιον σας κι είναι μπλε” είπε ο δικηγόρος υπεράσπισης Γ. Χρυσαφίνης στο Δικαστήριο “Μόνο ένας ταχυδακτυλουργός θα μπορούσε να αντικαταστήσει το μπλε πουκάμισο με λευκό και το αντίθετο. Αν ένα πρόσωπο ισχυρίζεται ότι το μπλε αυτό πουκάμισο από απόσταση είκοσι μέτρων φαίνεται, μέρα μεσημέρι και ως άσπρο, εν τοιαύτη περιπτώσει αυτό θα σήμαινε ότι το πρόσωπο αυτό θα ήταν ικανό να λέγει ότι του υποβάλουν”.

Σχεδια αποδρασης  από τις φυλακές

Ενώ συνεχιζόταν η δίκη του Μιχαλάκη Καραολή η ΕΟΚΑ κατάρτισε σχέδια για την απόδραση του από τις Φυλακές. Τα σχέδια αποτελούσαν μια πολύ σημαντική προσπάθεια της οργάνωσης να δώσει ένα σημαντικό πλήγμα στους αποικιοκράτες και για ν’ αποδείξει ότι βρισκόταν παντού- από τις πόλεις, το αντάρτικο κι ακόμα και στο κέντρο της διοίκησης τους.

Στα σχέδια αναμίχθηκε μια πλειάδα αγωνιστών της ΕΟΚΑ μεταξύ των οποίων οι Γιαννάκης Δρουσιώτης, Κυριάκος Μάτσης, πατέρας Φώτιος Καλογήρου, Ησύχιος Σοφοκλέους, Πάμπος Τερκουράφης, Δώρος Πουλλής, Παρασκευάς Κύρου, Πέτρος Γιαννουρής, Τάκης Κωνσταντίνου, Ανδρέας Γεωργιάδης και Κώστας Δαμασκηνός.

Το σχέδιο για την απελευθέρωση του Μιχαλάκη Καραολή πήρε την ονομασία ” Αβέρωφ” από το ψευδώνυμο του Γιαννάκη Δρουσιώτη- ενός από τους πιο στενούς συνεργάτες του αρχηγού της ΕΟΚΑ στην επαρχία Λευκωσίας αυτή την περίοδο.

Το σχέδιο τέθηκε σ’ εφαρμογή στις 15 Σεπτεμβρίου 1955. Έκτατε έγιναν τέσσερις συνολικά προσπάθειες που πρόβλεπαν όπως οι άνθρωποι της οργάνωσης που εργάζονταν στις Φυλακές θα βοηθούσαν στην απόδραση του Καραολή.

Το σχέδιο είχε καταρτισθεί με τέτοια λεπτομέρεια που δεν υπήρχε κανένας τρόπος να επισημανθεί από τους Αγγλους, ενώ ήταν εγγυημένη η επιτυχία του. Ο Μιχαλάκης Καραολής θα μπορούσε να βγει απο τις Φυλακές χωρίς κανένα πρόβλημα και να ενωθεί με την Οργάνωση.

Ωστόσο κάποιος ή κάποιοι στις Φυλακές που πληροφορήθηκαν το σχέδιο απόδρασης του τον προειδοποίησαν ότι υπήρχε κίνδυνος να δολοφονηθεί τόσο ο ίδιος όσο κι εκείνοι που θα τον συνόδευαν κι έτσι οι επανειλημμένες προσπάθειες να αποδράσει αναβάλλονταν, με δική του εισήγηση, την τελευταία στιγμή.

Σε μια περίπτωση οι δεσμοφύλακες μέλη της Οργάνωσης είχαν κατορθώσει να μεταφέρουν τον Καραολή λίγα μόλις βήματα από την έξοδο των Φυλακών, αλλά ο ίδιος ακύρωσε την απόδραση του την τελευταία στιγμή.

Σ’ αυτές τις προσπάθειες επιστρατεύθηκε κι ο φίλος και πρώην ομαδάρχης του στις ομάδες κρούσεως Πολύκαρπος Γιωρκάτζης ο οποίος ήταν υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές αυτή την περίοδο.

Ο Γιωρκάτζης διαμήνυσε στον Καραολή να συμφωνήσει να αποδράσει σύμφωνα με το σχέδιο Αβέρωφ “καθότι”, σύμφωνα με το ημερολόγιο ενός από τους ηγήτορες του, του Παρασκευά Κύρου που εργαζόταν στις Κεντρικές Φυλακές και το οποίο παραθέτει ο Πέτρος Στυλιανού στο βιβλίο του ” Η Εποποιϊα των Κεντρικών Φυλακών”, “οι άνδρες που αποτελούσαν μέλη του σχεδίου αυτού ήσαν άνδρες της ΕΟΚΑ τους οποίους όρισε η Οργάνωση και εκτελούσαν καθήκοντα και σχετικές διαταγές”.

Ο Καραολής όμως σε ιδιόχειρη αναφορά του στον αρχηγό της ΕΟΚΑ ανέφερε ότι ανησυχούσε μήπως δολοφονηθεί τόσο ο ίδιος, αλλά ιδιαίτερα ο άνθρωπος που θα τον συνόδευε για να αποδράσει. Είχε ήδη αποφασίσει να θυσιασθεί και θα ανέβαινε σε λίγες μέρες στο ικρίωμα της αγχόνης χωρίς κανένα παράπονο. Όμως δεν ήθελε να χάσει ένας άλλος τη ζωή του, όπως πίστευε, για χάρη του.