«Το δικαίωμα σε φιλικό περιβάλλον εργασίας και ήρεμης άσκησης των καθηκόντων της εργασίας, χωρίς σεξουαλική παρενόχληση, σωματική, λεκτική, οπτική ή άλλης μορφής, είναι κατοχυρωμένο και κάθε οργανισμός υποχρεούται να πάρει προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα που να περιλαμβάνονται σε ένα κώδικα  πρόληψης και αντιμετώπισης της σεξουαλικής παρενόχλησης», τόνισε η εμπειρογνώμονας Φύλου δρ Άννα Πηλαβάκη, πρόεδρος του Ιδρύματος Προώθησης Ισότητας «ΥΠΑΤΙΑ»,  μιλώντας σε δημόσια συζήτηση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου που οργάνωσε η Ανεξάρτητη Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου (ΑΣΔΥΚ) στις 13 Ιουνίου 2023.

Η συζήτηση αφορούσε τη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία και τον εργασιακό εκφοβισμό, ο οποίος δυστυχώς  δεν αντιμετωπίζεται με νομοθετική ρύθμιση στην Κύπρο – και όπως τόνισε σχετικά ο εκ των ομιλητών δρ Παναγιώτης Σταυρινίδης, αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, «πρέπει κάθε οργανισμός να έχει τους μηχανισμούς που να δημιουργούν ένα αίσθημα μηδενικής ανοχής των δραστών».

Εισηγητική παρέμβαση έκανε και ο δικηγόρος Δημοσθένης Στεφανίδης. Χαιρετισμούς στην εκδήλωση απηύθυναν ο δρ Γεώργιος Χωραττάς πρόεδρος της ΑΣΔΥΚ, η Επίτροπος Ισότητας των Φύλων Τζόζη Χριστοδούλου που την έθεσε υπό την αιγίδα του Γραφείου της, η  πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Λουϊζα Ζαννέτου Χριστοδουλίδου και ο βουλευτής Ανδρέας Καυκαλιάς, πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Απολύονται λόγω εγκυμοσύνης – Κενό στη νομοθεσία για τον εργασιακό εκφοβισμό

>Η μια παραιτήθηκε, η άλλη απολύθηκε…

Η δρ Άννα Πηλαβάκη παρουσίασε στην εκδήλωση δύο πρόσφατες υποθέσεις εργαζομένων γυναικών που κατάγγειλαν σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, με αποτέλεσμα… να χάσουν τη δουλειά τους(!) επειδή οι αρμόδιοι φορείς δεν προχώρησαν σε έγκαιρη και σωστή διερεύνηση. Στην πρώτη περίπτωση η καταγγέλλουσα αναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση και στη δεύτερη περίπτωση απολύθηκε από τον εργοδότη της! Είπε τα εξής η κυρία Πηλαβάκη: «Η πρώτη περίπτωση αφορά εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα, η οποία υπέβαλε παραίτηση λόγω σεξουαλικής παρενόχλησης την οποία κατάγγειλε τον Μάιο του 2022 στους εξωδικαστικούς μηχανισμούς. Ο καταγγελλόμενος για σεξουαλική παρενόχληση, ήταν εξωτερικός συνεργάτης της εταιρείας που της έδινε οδηγίες για την εργασία της. Τον Απρίλιο του 2023, πήρε απάντηση ότι αφού μίλησαν τόσο με τον καταγγελλόμενο, όσο και με άλλα άτομα που εργάζονται στην επιχείρηση, ακόμα και με ένα που έχει αποχωρήσει, δεν στοιχειοθετείται, ούτε τεκμηριώνεται η καταγγελία της. Σημειώνεται ότι το παράπονο υποβλήθηκε ηλεκτρονικά και κανένας λειτουργός των εξωδικαστικών μηχανισμών δεν επιδίωξε ποτέ να συναντηθεί με την καταγγέλλουσα. Ούτε και της ζητήθηκαν επιπρόσθετα στοιχεία, ενώ η διερεύνηση διήρκεσε ένα ολόκληρο χρόνο…

Η δεύτερη περίπτωση αφορά εργαζόμενη σε μεγάλη κλινική που κατάγγειλε ότι υψηλόβαθμο στέλεχος παρενοχλούσε σεξουαλικά και έκανε εργασιακό εκφοβισμό  σε άλλες εργαζόμενες. Το αποτέλεσμα ήταν να πάρει επιστολή η ίδια, ότι αυτή ασκεί εργασιακό εκφοβισμό και με συνοπτικές διαδικασίες να απολυθεί(!). Σημειώνεται ότι η απολυθείσα είχε στην κατοχή της επιστολή με υπογραφές των εργαζομένων γυναικών που κατάγγελλαν εργασιακό εκφοβισμό. Αυτή η υπόθεση προχωρεί δικαστικά για δικαίωση, ενώ παρατηρείται γενικότερα ότι  μεγάλοι οργανισμοί δεν ελέγχονται αν έχουν υιοθετήσει Κώδικα ή όχι».

Η δρ Πηλαβάκη σχολίασε ότι «δυστυχώς, σύμφωνα με ευρωπαϊκά στατιστικά. Οι περισσότερες γυναίκες – πρόσθεσε – αποφεύγουν να γνωστοποιήσουν τα περιστατικά αυτά, γιατί θεωρούν ότι η καταγγελία τους θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις εργασιακές τους σχέσεις, ή θα περιορίσει τις προοπτικές τους για επαγγελματική ανέλιξη. Επιπλέον ένας σημαντικός αριθμός γυναικών υποστήριξαν ότι θα ντρεπόντουσαν να μιλήσουν για τη σεξουαλική παρενόχληση που ενδεχομένως να βιώνουν στον εργασιακό χώρο, καθώς πιστεύουν ότι η διαμαρτυρία τους δεν θα λαμβανόταν σοβαρά υπόψη από τον αρμόδιο προϊστάμενο ή από συναδέλφους τους στην εργασία. Δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να χρειαστεί να μεσολαβήσουν χρόνια, ανάμεσα σε ένα περιστατικό παρενόχλησης και την καταγγελία  του, αν αυτή ποτέ συμβεί.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Οδηγός για πρόληψη της παρενόχλησης στον χώρο εργασίας

Όπως καταδεικνύει έρευνα του FRA (Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – European Union Agency for Fundamental Rights), κυριαρχούν τα συναισθήματα της προσβολής, του θυμού, της ντροπής και του φόβου, ενώ σημαντικές είναι οι επιπτώσεις που μπορεί μακροπρόθεσμα να έχει στην ψυχολογία του ατόμου. Ο φόβος είναι ο βασικός παράγοντας για τον οποίο πολύ λίγα περιστατικά παρενόχλησης καταγγέλλονται, καθώς και η απουσία μαρτύρων ή αποδεικτικών στοιχείων και στοιχειοθέτησης. Είναι απαραίτητο λοιπόν για το θύμα να καταγράφει σε ημερολόγιο τα γεγονότα, από τη στιγμή που ξεκινά η σεξουαλική παρενόχληση και όλη τη συνέχεια. Στο Δικαστήριο οι ημερομηνίες είναι ό,τι πιο βασικό και σημαντικό. Σε ό,τι αφορά στο εργασιακό περιβάλλον, ο φόβος παίρνει δύο μορφές: αφενός μήπως το θύμα έχει παρεξηγήσει ως παρενόχληση ένα «αθώο φλερτ» ή μία φιλοφρόνηση και η αντίδρασή του αυτή χαρακτηριστεί ως «υπερβολική» και από την άλλη, ο φόβος της απόλυσης και της ανεργίας, ο οποίος αποτελεί και την κύρια αιτία αποσιώπησης τέτοιων κρουσμάτων, ιδιαίτερα όταν δράστες είναι άτομα με υψηλότερη ιεραρχικά θέση».

«Εμείς ενθαρρύνουμε τις καταγγελίες»

«Εμείς – είπε η Άννα Πηλαβάκη – ενθαρρύνουμε να καταγγέλλονται τέτοια περιστατικά, άμεσα, είτε στον προϊστάμενο, είτε σε συνδικαλιστική οργάνωση, είτε στους αρμόδιους φορείς υποβολής καταγγελιών που είναι οι επιθεωρητές/τριες του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων του υπουργείου Εργασίας, η Επιτροπή Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση, ο Φορέας Ισότητας και Καταπολέμησης των Διακρίσεων στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και η Αστυνομία Κύπρου. Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι τα τελευταία χρόνια διαπιστώνω ότι η Αστυνομία χειρίζεται άμεσα και πιο σωστά τέτοιες υποθέσεις».

Η δρ Πηλαβάκη σημείωσε ότι η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία ποινικοποιήθηκε από το 2003 με την εφαρμογή του Νόμου του 2002 περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση. Πρόσθεσε ότι ο νόμος αυτός βελτιώθηκε με τροποποίηση το 2021 που καθιστά υποχρεωτική για τον εργοδότη, την υιοθέτηση Κώδικα Πρόληψης και Αντιμετώπισης της σεξουαλικής παρενόχλησης. «Ο Νόμος – είπε – καθιστά συνυπεύθυνο τον εργοδότη για σεξουαλική παρενόχληση από προϊστάμενο ή άλλο εργαζόμενο και επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για να μη επισυμβεί σεξουαλική παρενόχληση, αν συμβεί να τη σταματήσει και να το χειριστεί και να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα».

Υπογράμμισε ότι στη Δημόσια Υπηρεσία ισχύει από το 2019 ο Κώδικας Πρακτικής για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Παρενόχλησης και της Σεξουαλικής Παρενόχλησης που ετοίμασε το Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μαζί με την Επιτροπή Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση της οποίας η κυρία Πηλαβάκη ήταν τότε επιστημονική συνεργάτιδα. «Η Κυπριακή Δημοκρατία – επεσήμανε – πλήρωσε υψηλές αποζημιώσεις για μη εισαγωγή Κώδικα. Οι υφιστάμενοι θεσμοί υποβολής και διερεύνησης παραπόνων, δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς. Διαπιστώνονται διαφορές στο σκεπτικό των Δικαστηρίων (Επαρχιακό και Εργατικών Διαφορών). Την ίδια ώρα, η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, που τώρα εναπόκειται  στον καταγγελλόμενο, αποδεικνύεται μια πολύ σημαντική πρόνοια στον νόμο για τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Η δικαστική οδός είναι χρονοβόρα διαδικασία και αυτό δημιουργεί πρόβλημα, αφού αδυνατίζει τις υποθέσεις. Κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης – νομικής, ψυχολογικής, συμβουλευτικής».

«Σύμπλεγμα συναισθημάτων του κακοποιημένου»

«Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα από την πλευρά της επιστήμης της Ψυχολογίας για το ποια είναι η ψυχολογία του εργασιακού εκφοβισμού και της θυματοποίησης και γιατί διαφέρουν από άλλα φαινόμενα στους χώρους εργασίας», είπε ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου δρ Παναγιώτης Σταυρινίδης. «Πρώτον – συνέχισε – έχει παρατηρηθεί ότι σε περιστατικά εκφοβισμού, υπάρχει πάντα ανισορροπία ισχύος, σωματική, ψυχολογική, κοινωνική και οικονομική υπέρ του δράστη και σε βάρος του θύματος. Το ερώτημα είναι, από πού πηγάζει αυτή η εξουσία που συνοδεύει τον δράστη εκφοβιστικών ενεργειών εναντίον άλλων στους χώρους εργασίας; Μπορεί να πηγάζει από μια θέση εξουσίας που διαθέτει ως προϊστάμενος προς υφιστάμενο, που δεν είναι όμως απόλυτο. Κι αυτό γιατί υπάρχουν ψυχολογικές μορφές εξουσίας και αισθήματος ισχύος, που μπορεί να αντιστρέψουν τους ρόλους – από υφιστάμενους προς τα πάνω, αλλά και από εργαζομένους που βρίσκονται στην ίδια ιεραρχική βαθμίδα. Πρέπει να διαφοροποιήσουμε ένα περιστατικό εκφοβισμού, από ένα περιστατικό διαπληκτισμού στον χώρο εργασίας.

Ο διαπληκτισμός μεταξύ δύο ανθρώπων μεταφέρει ενεργητικό ρόλο και στους δύο, ενώ το περιστατικό εκφοβισμού δεν περιλαμβάνει ενεργητικό ρόλο κι από τους δύο. Ο εκφοβισμός περιλαμβάνει πάντα δράστη και θύμα. Και δεν είναι ποτέ ένα μεμονωμένο περιστατικό, είναι ένα συστηματικό φαινόμενο, μια συστηματική παρενόχληση, με διάρκεια, με χρόνο, με κλιμάκωση. Στον εκφοβισμό υπάρχει επίσης πρόθεση και σκοπιμότητα. Υπάρχουν υποομάδες τρωτών εργαζομένων που βιώνουν π. χ. ανασφάλεια, καθώς νιώθουν σαν δαμόκλειο σπάθη το ενδεχόμενο να χάσουν τη δουλειά και τον μισθό τους. Αυτό  καθιστά πολλούς εργαζόμενους ευάλωτους, ώστε να δεχτούν αυτή τη μορφή κακοποίησης, που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα τη δεχόντουσαν. Αναφορά πρέπει να γίνει και για κοινότητες συνανθρώπων μας όπως η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, μέλη της οποίας υποφέρουν εκφοβισμό στους χώρους εργασίας πολύ περισσότερο, συχνότερα και σε μεγαλύτερη έκταση από τους υπόλοιπους εργαζομένους. Υπάρχει στο θέμα και η διάσταση του φύλου, ιδιαίτερα σε κοινωνίες με πατριαρχική παράδοση στους χώρους εργασίας, με ανδροκρατούμενες έως και φαλλοκρατικές αντιλήψεις, όπου μεταφέρονται συχνά υποβόσκουσες αντιλήψεις και στερεότυπα που τοποθετούν τον άνδρα προϊστάμενο και τη γυναίκα υφιστάμενη σε μια μορφή εξουσίας που μπορεί να ασκηθεί με ακατάλληλο τρόπο. Μια ερώτηση που απευθύνεται συχνά σε εμάς τους ψυχολόγους, είναι «γιατί δεν μιλούν τα θύματα;».

Αρκετά περιστατικά εκφοβισμού διαρκούν μήνες ή και χρόνια, μέχρι κάποιος από εμάς να τα διαπιστώσει, ενώ πολλά θύματα υποφέρουν με διαταραχές άγχους συνοδευόμενες με καταθλιπτική συμπτωματολογία και σε πιο σοβαρή μορφή έχουν αυτοκτονικούς ιδεασμούς και κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα και από πηγές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και από επιστημονικά δεδομένα ότι έχουν χαθεί ζωές εργαζομένων, λόγω της κακοποίησης που βίωναν στους χώρους εργασίας. Η απάντηση στην ερώτηση «γιατί δεν μιλούν τα θύματα», έχει να κάνει με αυτό που ονομάζω «το σύμπλεγμα των συναισθημάτων του κακοποιημένου», που το βρήκα παντού σε όλες τις περιπτώσεις. Από την αρχή της σταδιοδρομίας μου δουλεύω με θύματα ενδοοικογενειακής βίας και βλέπω κυρίως νεαρές γυναίκες εγκλωβισμένες μέσα σε γάμους και συντροφικές σχέσεις, που είναι τόσο κακοποιημένες που δεν μπορούν να φύγουν από αυτό το περιβάλλον. Ο φόβος, η ντροπή και η ενοχή, είναι τα τρία συναισθήματα μαζί, που σχεδόν πάντα κυριαρχούν. Η αυτοενοχοποίηση είναι το πιο συγκλονιστικό. Υφίσταται ένας μηχανισμός κακοποίησης, ο οποίος στην πορεία εσωτερικεύει την πεποίθηση ότι γι’ αυτό που συμβαίνει, φταίει το ίδιο το θύμα!».

Αν είναι ανεπιθύμητη, είναι απαγορευτική

Αυτό που διακρίνει τη σεξουαλική παρενόχληση από τη φιλική, ευπρόσδεκτη και αμοιβαία συμπεριφορά, είναι ο ανεπιθύμητος χαρακτήρας της. «Σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας είναι κάθε ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη της, συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης που έχει σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου, ιδίως όταν δημιουργεί ένα εξευτελιστικό, εκφοβιστικό, εχθρικό, ταπεινωτικό ή επιθετικό περιβάλλον στην εργασία και εκφράζεται με λόγια ή πράξεις» είπε η δρ Πηλαβάκη και πρόσθεσε:

«Ανεπιθύμητη είναι  κάθε συμπεριφορά που είναι δυσάρεστη και προσβλητική για τον αποδέκτη, γυναίκα ή άνδρα. Δεν έχει σημασία αν τέτοια συμπεριφορά είναι μεμονωμένη ή επαναλαμβανομένη. Δεν έχει επίσης σημασία, πώς αντιλαμβάνεται ο δράστης τη συμπεριφορά του, έναντι του θύματος, ούτε χρειάζεται ο αποδέκτης της συμπεριφοράς να ενημερώσει τον δράστη ότι η συμπεριφορά του είναι ανεπιθύμητη. Η πρόθεση του δράστη, γυναίκας ή άνδρα, όποια και αν είναι αυτή, είναι απολύτως αδιάφορη, σύμφωνα με τη νομοθεσία. Μπορεί να αποτελεί παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση, ακόμα και μια μεμονωμένη συμπεριφορά. Διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να αντιδράσουν με διαφορετικό τρόπο, έναντι μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

Όμως αυτό δεν αποτελεί υπεράσπιση για τον δράστη της συμπεριφοράς, ή ελαφρυντικό για τον εργοδότη. Σημασία έχει ότι το θύμα την εξέλαβε ως δυσάρεστη ή προσβλητική για το άτομο του. Έχει λεχθεί ότι 9 στα 10 θύματα είναι γυναίκες και 1 στις 3 γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δηλώσει ότι έχει δεχθεί κάποιας μορφής σεξουαλική παρενόχληση.

 Υπάρχουν τρεις τύποι σεξουαλικής παρενόχλησης και θέλω να αναφέρω τον ένα από αυτούς που είναι ουσιαστικά η λεγόμενη «ανταλλακτική» που πηγάζει από τη θέση εξουσίας και δύναμης του δράστη: «Δώσε μου, σκέψου την πρότασή μου κι εγώ θα σε ανταμείψω (με προαγωγή, αύξηση μισθού κλπ)». Αυτή είναι η πιο σοβαρής μορφής και είναι εδώ που τίθεται και το ζήτημα της εξουσιαστικής σχέσης. Μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης είναι η λεκτική συμπεριφορά, η μη λεκτική που περιλαμβάνει και τη σωματική (τα αγγίγματα και στη χειρότερη περίπτωση απόπειρα βιασμού ή βιασμό) και η οπτική συμπεριφορά».

Όταν απουσιάζει η ενσυναίσθηση

Αναφερόμενος στο ψυχολογικό προφίλ των ανθρώπων που είναι πιο πιθανόν να προβούν σε εκφοβιστικές ενέργειες σε εργασιακούς χώρους, ο δρ Σταυρινίδης είπε ότι «τον απασχολεί ιδιαίτερα το θέμα της ενσυναίσθησης και ιδιαίτερα όταν αυτή απουσιάζει» και μίλησε για «τα δύο παρακλάδια της ενσυναίσθησης.

Το ένα – είπε – είναι το γνωστικό, αυτό που μας επιτρέπει να καταλαβαίνουμε πώς νιώθει ο άλλος. Το άλλο παρακλάδι είναι το συναισθηματικό, αυτό που μας επιτρέπει να πούμε ένα «συγνώμη». Στις παρατηρήσεις μου, βρίσκω συχνά ότι αυτός που κάνει συστηματικά κακό σε άλλους, δεν νιώθει το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας για το ότι κάνει κάποιον άλλο να υποφέρει. Κάποιοι είναι πολύ παρορμητικοί… (αλλά μη μπερδεύετε την παρορμητικότητα με τον αυθορμητισμό).

Η παρορμητικότητα, μας «σπρώχνει» στην πιο ανεύθυνη ενέργεια, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε μια πρόσκαιρη συναισθηματική μας ανάγκη: «να σε καταπιέσω», «να σε κάνω υποχείριο μου», «να υποφέρεις γιατί μπορώ να το κάνω».

Ως ερευνητές διαπιστώνουμε ότι ένα μικρό ποσοστό δραστών, ικανό όμως να καταστρέψει ένα οργανισμό, φέρουν ισχυρά ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Οι άνθρωποι αυτοί είναι παρορμητικοί και ανεύθυνοι, έχουν αίσθηση μεγαλείου, τάση χειραγώγησης των άλλων και υψηλό βαθμό πολύ σκληρού εσωτερικού κόσμου».

*Ο βουλευτής Ανδρέας Καυκαλιάς υπέμνησε ότι το θέμα του εργασιακού εκφοβισμού συζητήθηκε πρόσφατα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας και τόνισε ότι θα την απασχολήσει εκ νέου τον Σεπτέμβριο.