*Tης Κατερίνας Πηλακούρη

Αδιαμφισβήτητα, η μητρότητα αποτελεί το πολυτιμότερο δώρο της φύσης στη ζωή της κάθε γυναίκας. Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι δεδομένο για όλα τα ζευγάρια η απόκτηση βιολογικών τέκνων, λόγω του ότι πολλές γυναίκες δυσκολεύονται να κυοφορήσουν. Αυτό οφείλεται σε διάφορα προβλήματα υγείας και άλλα, και έτσι, ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών στρέφεται σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Μερικές αιτίες που ωθούν τις γυναίκες στη χρήση των μεθόδων αυτών είναι η απουσία ή δυσμορφία της μήτρας, οι επανειλημμένες αποβολές, οι αποτυχημένες εμφυτεύσεις μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση και οι σοβαρές καρδιοπάθειες ή νεφροπάθειες.

Προς τούτο, ένας νεωτεριστικός, για τα δεδομένα της Κύπρου, νόμος, τέθηκε ενώπιον της Βουλής και ψηφίσθηκε το 2015. Ο Νόμος αυτός είναι ο περί της Εφαρμογής της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής Νόμος του 2015 (69(I)/2015) (ο “Νόμος”) και είναι σχετικός με την παρένθετη μητρότητα η οποία αποτελεί μια σχετικά καινούργια έννοια και μέθοδο, για τα δεδομένα της Κύπρου.
Οι διαδικασίες για την παρένθετη μητρότητα εφαρμόζονται σε άτομα που είναι 18 ετών και άνω, αλλά δεν υπερβαίνουν την ηλικία των 50 ετών. Τις διαδικασίες αυτές, τις εποπτεύει το Συμβούλιο Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (το “Συμβούλιο”). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Συμβούλιο, έχει την εξουσία να παραχωρεί εξαιρέσεις από το όριο ηλικίας. Οι ενδιαφερόμενοι που επιθυμούν εξαίρεση πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση, στην οποία να αναφέρουν λεπτομερώς τους λόγους που δικαιολογούν την ανάγκη για την εν λόγω εξαίρεση.

Παρένθετη μητρότητα, είναι η διαδικασία στην οποία μια γυναίκα κυοφορεί και γεννά το παιδί ενός ζευγαριού που θέλει να αποκτήσει το δικό του βιολογικό παιδί. Πιο συγκεκριμένα, με βάση το Άρθρο 22(1) του Νόμου, είναι «η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας εμβρύων ξένων προς την ίδια και η κυοφορία από αυτήν, επιτρέπεται με διάταγμα δικαστηρίου που εκδίδεται πριν από την τοποθέτηση των εμβρύων στη μήτρα της παρένθετης μητέρας και εφόσον προηγηθεί η εξασφάλιση σχετικής έγκρισης του Συμβουλίου, καθώς και η σύναψη γραπτής – και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνίας – μεταξύ του ζευγαριού που επιδιώκει να αποκτήσει τέκνο και της γυναίκας που θα το κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, στην περίπτωση που αυτή είναι έγγαμη».

1.Προϋποθέσεις για τη λήψη της άδειας από το Συμβούλιο

Το Άρθρο 23 του Νόμου, προβλέπει ότι, το ζευγάρι που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί με τη μέθοδο της παρένθετης μητρότητας, υποβάλλει αίτηση στο Συμβούλιο για να λάβει γραπτή έγκριση. Ο τύπος της αίτησης καθορίζεται με απόφαση του Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο εκδίδει γραπτή έγκριση, ώστε το ζευγάρι να μπορεί στη συνέχεια να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος παρένθετης μητρότητας, αφού πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις με βάση το Νόμο.

2.Έκδοση δικαστικής απόφασης για παρένθετη μητρότητα

Το Άρθρο 24, του Νόμου, προβλέπει ότι, για την έκδοση διατάγματος παρένθετης μητρότητας (το “Διάταγμα”), η αίτηση του ζευγαριού κατατίθεται στο δικαστήριο, το οποίο εκδίδει το Διάταγμα αφού πρώτα βεβαιωθεί ότι το ζευγάρι έχει εξασφαλίσει τη γραπτή έγκριση του Συμβουλίου.
Το δικαστήριο, κατά την έκδοση του Διατάγματος, μπορεί να θέτει τέτοιους όρους και να δίνει οδηγίες, τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την αποτελεσματική εφαρμογή του Διατάγματος και την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους εκδίδεται.

Προσβολή μητρότητας

Το Άρθρο 25(5) του Νόμου, προβλέπει ότι, η προσβολή της μητρότητας, εάν υπάρξει, ασκείται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τον τοκετό είτε από την τεκμαιρόμενη μητέρα είτε από την έγκυο:
Η έγκυος μπορεί να διεκδικήσει τη μητρότητα, μόνο εάν αποδειχθεί ότι το παιδί κατάγεται βιολογικά από την τελευταία. Η αιτήτρια, ασκεί τη διεκδίκηση αυτοπροσώπως ή μέσω του νόμιμου εκπροσώπου της, αφού πρώτα εξασφαλίσει σχετική άδεια από το δικαστήριο.
Περαιτέρω, ο Νόμος προνοεί ότι η παρένθετη μητέρα δεν είναι ο γονέας του παιδιού, αλλά γονείς του παιδιού που θα γεννηθεί, είναι το ζευγάρι που επιδιώκει την απόκτηση τέκνου μέσω παρένθετης μητρότητας και ως τέτοιοι, έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται. Μετά τον τοκετό, το ζευγάρι υποχρεούται να παραλάβει το τέκνο του και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αρνηθεί να το παραλάβει ούτε μπορεί να το εγκαταλείψει, για οποιοδήποτε λόγο. Σε περίπτωση που αρνείται να το παραλάβει ή το εγκαταλείπει για οποιοδήποτε λόγο, διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια.

Μέχρι πρότινος στην Κύπρο, δεν υπήρχε νομοθεσία που να ρυθμίζει το θέμα της παρένθετης μητέρας και έτσι οι βιολογικοί γονείς του τέκνου, ακολουθούσαν τη διαδικασία υιοθεσίας ή κατέφευγαν στο εξωτερικό κρυφά, σε χώρες όπου η παρένθετη μητρότητα ήταν νόμιμη και επιτρεπτή με βάση τη νομοθεσία. Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις υπήρχε ο κίνδυνος άρνησης της παρένθετης μητέρας να συναινέσει για την υιοθεσία του τέκνου ή να δημιουργηθούν διάφορα προβλήματα με τη μετάβαση του τέκνου στην Κύπρο. Έτσι με τη ψήφιση του Νόμου αυτού, όλα τα προβλήματα έχουν απαλειφθεί.

Αναπαραγωγή με ασφάλεια και υγεία
Εν κατακλείδι, ο Νόμος επιχειρεί να περιορίσει το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης χρήσης του προτερήματος της παρένθετης μητέρας, καθορίζοντας κάποιες γενικές αρχές που διέπουν την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Ο στόχος της Πολιτείας δεν θα πρέπει να είναι η αποστέρηση ζευγαριών από του να αποκτήσουν βιολογικά τέκνα με τη χρήση ιατρικών μέσων. Αντιθέτως, κύριος στόχος, θα πρέπει να είναι η ελεγχόμενη ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με δεδομένη την ασφάλεια και την υγεία των εμπλεκόμενων προσώπων και επίσης η αποφυγή οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευσης των μεθόδων αυτών για επίτευξη αλλότριων σκοπών είτε οικονομικής είτε εμπορικής φύσης.

*Δικηγόρος