Αν σκέφτεσαι τη δουλειά σου με δυσφορία ή και…τρόμο και αν πηγαίνεις κάθε μέρα με…το ζόρι στον χώρο εργασίας σου, έχεις προφανώς πρόβλημα εργασιακού άγχους, όπως ανέφερε στον «Φ» ο νευρολόγος ψυχίατρος δρ Κυριάκος Βερεσιές.

Και όπως επεσήμανε στην εφημερίδα μας  ο δρ Γιώργος Χωραττάς πρόεδρος της Ανεξάρτητης Συντεχνίας Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου (ΑΣΔΥΚ), «δεν υπάρχουν  ασφαλή στατιστικά στοιχεία ως προς την έκταση αυτού του προβλήματος στη χώρα μας, καθώς πρόκειται για ζήτημα ταμπού, αφού οι εργαζόμενοι που το βιώνουν, δεν μιλούν εύκολα, πολύ περισσότερο γιατί απουσιάζει ένα αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο».

Το πρόβλημα του εργασιακού στρες, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, αναγνωρίζουν όλες οι συντεχνίες εργαζομένων, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, με τη  ΣΕΚ να έχει προχωρήσει σε ένα έμπρακτο μέτρο αντιμετώπισης του, αφού όπως μας πληροφόρησε η γραμματέας του Τμήματος Εργαζομένων Γυναικών της ΣΕΚ Δέσποινα Ησαϊα,  η συντεχνία δημιούργησε με τη σύμπραξη ψυχολόγων, την τηλεφωνική γραμμή στήριξης 77-77-55-75. Σε αυτήν μπορούν να αποτείνονται εργαζόμενες/οι για να λάβουν ψυχολογική και εργασιακή υποστήριξη ενάντια στον εργασιακό εκφοβισμό και τη σεξουαλική παρενόχληση, βασικές πηγές εργασιακού άγχους. «Για να φράξουμε τον δρόμο σε όσους δεν έχουν όρια στη συμπεριφορά τους», όπως είπε.

«Burnout», πεσμένη διάθεση, συνεχής κόπωση…

«Μιλώντας για άγχος, πρέπει από την αρχή να ξεχωρίσουμε πως υπάρχει το φυσιολογικό άγχος, αυτό δηλαδή που μας δίνει δύναμη και κουράγιο να σηκωνόμαστε το πρωί, να ετοιμαζόμαστε ψυχικά και σωματικά, να πηγαίνουμε στην εργασία μας, να εργαζόμαστε και να αποδίδουμε και να έχουμε τη διάθεση την άλλη μέρα να συνεχίσουμε το ίδιο», μας είπε ο νευρολόγος ψυχίατρος δρ Κυριάκος Βερεσιές. «Υπάρχει όμως – πρόσθεσε – και το παθολογικό άγχος, το οποίο αντί να μας δίνει κίνητρα, στην ουσία μας παραλύει κυριολεκτικά και τίποτε από τα πιο πάνω δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε. Χρειάζεται περίσκεψη και καλή πληροφόρηση για να αναγνωρίσει κάποιος το εργασιακό του άγχος, τα κυριότερα συμπτώματα του οποίου είναι αισθήματα ανεπάρκειας, φόβου επαγγελματικής αποτυχίας εξαιτίας προαγωγής που αυξάνει τις προσδοκίες για μεγαλύτερες επιτυχίες, άγχος που σχετίζεται με πραγματικό ή φανταστικό κίνδυνο απώλειας εργασίας, άγχος ή θλίψη που σχετίζεται με έλλειψη επαγγελματικής ικανοποίησης ή με υπερβολικές εργασιακές ευθύνες.

Άλλο στοιχείο είναι η εμφάνιση διαφόρων σωματικών προβλημάτων και παρόλες τις εξετάσεις και επισκέψεις σε γιατρούς, δεν ανακαλύπτεται τίποτε. Αυτές είναι οι λεγόμενες ψυχοσωματικές παθήσεις, αφού από την ένταση του άγχους προκαλούνται ανεξήγητοι πόνοι στο σώμα, σωματικές ενοχλήσεις, και σωματική δυσλειτουργία, οι οποίες δεν οφείλονται σε κάποια γνωστή οργανική πάθηση. Η διατήρηση του εργασιακού άγχους σε υψηλά επίπεδα, μπορεί να μειώσει την επαγγελματική αποδοτικότητα, να επηρεάσει την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, τη σεξουαλική επιθυμία, τον ύπνο, την όρεξη και τη φροντίδα του εαυτού. Το άγχος στην εργασία μπορεί να γίνει χρόνιο και να οδηγήσει σε ψυχολογική εξουθένωση, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Το γνωστό και ως «burnout» χαρακτηρίζεται από πεσμένη διάθεση και αίσθημα συνεχούς κόπωσης».

Μια ανδροκρατούμενη δομή και οι συνθήκες καταπίεσης

«Η εργασιακή εμπειρία των γυναικών ήταν πάντα σημαντικά διαφορετική από εκείνη των ανδρών», μας είπε η εμπειρογνώμονας Φύλου και πρόεδρος του ιδρύματος προώθησης ισότητας «Υπατία» δρ Άννα Πηλαβάκη. Πρόσθεσε ότι «οι γυναίκες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο  εργασιακού στρες που προκαλεί ο εκφοβισμός στην επαγγελματική τους ζωή, αφού η εργασία αποτελεί για τις γυναίκες μία ανδροκρατούμενη δομή, όπου αντιμετωπίζουν πολλαπλές καταπιεστικές συνθήκες και μία από αυτές είναι ο εργασιακός εκφοβισμός και κατά συνέπεια το εργασιακό άγχος».

Ανέφερε ως παραδείγματα εργασιακού εκφοβισμού, «τον αποκλεισμό ή κοινωνική απομόνωση κάποιου ατόμου, την υπονόμευση ή σκόπιμη παρεμπόδιση της εργασίας του, την αφαίρεση ευθυνών χωρίς αιτία, τις συνεχώς μεταβαλλόμενες οδηγίες εργασίας, την καθιέρωση αδύνατων προθεσμιών που θα προκαλέσουν την αποτυχία του ατόμου».

Πρόσθεσε ότι εργασιακός εκφοβισμός προκαλείται «αποκλείοντας τις απαραίτητες πληροφορίες ή δίνοντας σκόπιμα τις λανθασμένες πληροφορίες, κάνοντας αστεία που είναι προφανώς προσβλητικά, επηρεάζοντας την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου, κατασκοπεύοντας ή παρακολουθώντας, αναθέτοντας παράλογα καθήκοντα ή φόρτο εργασίας με τρόπο που δημιουργεί περιττή πίεση, δημιουργώντας ένα αίσθημα αναποτελεσματικότητας, επικρίνοντας ένα άτομο συνεχώς, επιβάλλοντας αδικαιολόγητη τιμωρία, αποκλείοντας κάποιον/α από την επιλογή για εκπαίδευση, άδεια ή προαγωγή, παραβιάζοντας προσωπικά αντικείμενα ή εξοπλισμό εργασίας της/του».

Οι καταγγελίες έπεσαν στο κενό…

«Ως ΠΕΟ προσπαθήσαμε μαζί με τη ΣΕΚ και πετύχαμε να περιληφθεί στη συλλογική σύμβαση εργασίας, πρόνοια για προστασία από το εργασιακό άγχος, αλλά είναι θέμα που μένει πάντα στα χαρτιά, γιατί δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί αντιμετώπισης στους χώρους εργασίας και είναι πολύ δύσκολο να το αποδείξει ο εργαζόμενος», μας είπε ο υπεύθυνος του Γραφείου Ασφάλειας και Υγείας της ΠΕΟ  Νίκος Ανδρέου. Πρόσθεσε ότι «δυστυχώς δεν υπάρχει σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία που να υποχρεώνει τον εργοδότη να φροντίζει για τη ψυχική υγεία των εργαζομένων». Στο ίδιο πλαίσιο ήταν και η δήλωση στον «Φ» της Δέσποινας Ησαϊα γραμματέα του Τμήματος Εργαζομένων Γυναικών της ΣΕΚ. «Πρέπει – μας είπε – να εγκύψουμε στον υφιστάμενο νόμο Περί  Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και Επαγγελματική Εκπαίδευση που είναι ο μόνος νόμος στην Κύπρο που καλύπτει τον εργασιακό εκφοβισμό (παρενόχληση) και τη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, δύο μείζονες πηγές εργασιακού άγχους.

Η ΣΕΚ ζητά εδώ και 6 χρόνια από τη Βουλή και από το υπουργείο Εργασίας να εκσυγχρονιστεί ο νόμος αυτός ή να δημιουργηθεί ένας νόμος αποκλειστικά για τον εργασιακό εκφοβισμό, γιατί ο παρών νόμος ενέχει σοβαρά προβλήματα ως προς τη δυνατότητα ενός εργαζόμενου να καταγγείλει εργασιακό εκφοβισμό. Δυστυχώς η προσπάθεια της ΣΕΚ δεν βρήκε ανταπόκριση από το κράτος. Ο νόμος αυτός έγινε με Κοινοτική Οδηγία και καλύπτει τον εργασιακό εκφοβισμό και τη σεξουαλική παρενόχληση όταν γίνεται από άτομα του αντίθετου φύλου. Όμως στον χώρο εργασίας εντοπίζουμε περιπτώσεις εκφοβισμού και σεξουαλικής παρενόχλησης από άτομα του ίδιου φύλου, οπότε οι σχετικές καταγγελίες δεν εξετάζονται από το Τμήμα Εργασίας που ασκεί τον εποπτικό έλεγχο της νομοθεσίας».

Η κυρία Ησαϊα αποκάλυψε στον «Φ» ότι «αρκετές καταγγελίες στη ΣΕΚ  που προέρχονται κυρίως από γυναίκες και αφορούν εργασιακό εκφοβισμό και σεξουαλική παρενόχληση, τις αναφέραμε ως συντεχνία στο Τμήμα Εργασίας, αλλά οι υποθέσεις έπεσαν στο κενό. Στη μια περίπτωση μια κοπέλα δεχόταν εργασιακό εκφοβισμό από προϊστάμενη γυναίκα σε ιδιωτικό νοσοκομείο και τελικά…η καταγγέλλουσα απολύθηκε!

Σε άλλες δύο περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού εκφοβισμού στον  ιδιωτικό τομέα, οι δύο καταγγέλλουσες απέσυραν τις καταγγελίες, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην αποπεράτωση της σχετικής έκθεσης από το Τμήμα Εργασίας. Σε άλλη, πρόσφατη περίπτωση, μας αναφέρθηκε από γυναίκα δημόσια υπάλληλο, σεξουαλική παρενόχληση της από άνδρα συνάδελφο της (επώνυμο πολίτη), ενώ στη συνέχεια η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία και περιμένουμε την εξέλιξη».

Τρεις περιπτώσεις… εμπόλεμης δοκιμασίας

Άλλες τρεις μαρτυρίες έντονου εργασιακού στρες από ισάριθμους εργαζόμενους, αναφέρθηκαν στον υπογράφοντα. «Είμαι δημόσιος υπάλληλος πολύ χαμηλής κλίμακας, απόφοιτος λυκείου», μας είπε ο πρώτος. «Οι προϊστάμενοι μου – συνέχισε – είναι όλοι του πανεπιστημίου, με τίτλους και διπλώματα. Μόλις πήρα μετάθεση, διαπίστωσα ότι  πρώτα τρώγονται μεταξύ τους και εμάς τους χαμηλόμισθους, μας χρησιμοποιούν για να λύσουν τις διαφορές τους.

Μας υποτιμούν και μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε δούλοι τους… Δηλαδή ο προϊστάμενος μου μπορεί να μάλωσε με κάποιο άλλο και έρχεται και τα βγάζει όλα πάνω μου…Ξαπλώνω το βράδυ και φοβούμαι που θα έρθει το πρωί και θα πάω να εργαστώ σ’ αυτό τον τραυματικό χώρο…». Μας είπε ο δεύτερος συνομιλητής μας: «Πήρα προαγωγή στην ημικρατική υπηρεσία που εργάζομαι και από τότε άλλαξε προς το χειρότερο η ζωή μου, αφού φορτώθηκα με άγχος και ένταση. Αυτοί που δεν τα κατάφεραν, μου κήρυξαν τον πόλεμο. Πάω δουλειά και κανένας δεν με χαιρετά, δεν μου μιλούν, με έχουν σε πλήρη απομόνωση. Και το πιο άσχημο είναι που ακούω διάφορα πράγματα που διαδίδουν για μένα, για τις σχέσεις μου, για την προσωπική μου ζωή. Πώς να δουλέψεις, να παράγεις και να έχεις ικανοποίηση σε αυτό το εργασιακό περιβάλλον;».

Η τρίτη περίπτωση αφορά νεαρή κοπέλα. «Είμαι υπάλληλος σε μια κυρία και από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκα πως την πειράζει που είμαι πιο νέα και πιο εμφανίσιμη», μας είπε και πρόσθεσε: «Μου το δείχνει κάθε μέρα. Αν πάω χτενισμένη, θα ακούσω σχόλια αρνητικά, αν φορέσω νέο φόρεμα, θα πει ότι δεν της άρεσε…Δουλεύω σαν τον σκύλο και δεν άκουσα ποτέ καμιά καλή κουβέντα για τη δουλειά μου. Είμαι προσεκτική, αλλά αν αμελήσω κάτι ή κάνω λάθος, αλίμονο μου, θα ακούσω τον εξάψαλμο…».

Οι χαμηλά αμειβόμενοι/ες στη Δημόσια Υπηρεσία

«Ως ΠΑΣΥΔΥ έχουμε εντοπίσει εδώ και καιρό το πρόβλημα, αλλά και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την υφιστάμενη κατάσταση που αφορά τους χαμηλά αμειβόμενους στη Δημόσια Υπηρεσία, που βρίσκονται τοποθετημένοι και καθηλωμένοι στις κλίμακες Α2-Α5-Α7», ανέφερε στον «Φ» ο γενικός γραμματέας της συντεχνίας Στράτης Ματθαίου, σχολιάζοντας τον αντίκτυπο της χαμηλής αμοιβής και την πρόκληση εργασιακού άγχους.

«Η τελευταία μας εισήγηση όπως έχει κατατεθεί στο υπουργείο Οικονομικών – πρόσθεσε – αφορά την «επιταχυνόμενη ανέλιξη». Ευελπιστούμε ότι οι μεθοδικές προσπάθειές μας θα οδηγήσουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα και οι συνάδελφοι θα μπορούν πλέον να εργάζονται νιώθοντας ασφάλεια και αυτοπεποίθηση στον χώρο εργασίας τους». Για  τους χαμηλά αμειβόμενους στη Δημόσια Υπηρεσία, μας είπε τα εξής η εκπρόσωπος της Ανεξάρτητης Ομάδας  Δημοσίων Υπαλλήλων Λίνα Ανδρέου: «Στη δική μας περίπτωση, η έλλειψη προοπτικής ανέλιξης, οι ανύπαρκτες αυξήσεις, καθώς και ο χαμηλός μισθός, δημιουργούν ανασφάλεια για το μέλλον. Η συνεχής επαφή με τα προβλήματα άλλων ανθρώπων (τα πλείστα άτομα εξυπηρετούν κοινό σε διάφορες υπηρεσίες), αλληλοεπιδρούν  αρνητικά, αφού μεταφέρονται τα προβλήματα στο σπίτι.

Η ανάληψη καθηκόντων πέραν των αρμοδιοτήτων μας, είναι ένας ιδιαίτερα στρεσογόνος παράγοντας στον χώρο εργασίας – προσωπικά εγώ δεν έχω θέμα να αναλαμβάνω καθήκοντα με ευθύνη, όμως έχω την απαίτηση να αμείβομαι ανάλογα, εφόσον αναγνωρίζονται οι επαγγελματικές μου ικανότητες με την ανάθεση καθηκόντων ευθύνης.  Όταν λοιπόν νιώθεις πως η ίδια η Υπηρεσία σου σε εκμεταλλεύεται, τότε το στρες αυξάνεται. Οι συνεχόμενες διαβεβαιώσεις των αρμοδίων ότι κατανοούν τις ανάγκες μας και θα επιλύσουν το πρόβλημα, διαψεύδονται καθημερινά και διαπιστώνεται ότι δεν έγινε βήμα προς τα μπρος – κι αυτό σημαίνει επιπρόσθετο άγχος».

Δέκα χρόνια με…σφιγμένο στομάχι – μια συγκλονιστική μαρτυρία

«Έχω συνηθίσει να ακούω «εσείς οι δημόσιοι υπάλληλοι καλά την έχετε», ανέφερε στον «Φ» 50χρονος δημόσιος υπάλληλος. «Όμως εμείς – πρόσθεσε – στη δική μου Υπηρεσία, επί 10 και πλέον χρόνια πηγαίναμε κάθε μέρα στη δουλειά με σφιγμένο στομάχι και παρακαλούσαμε να περάσει η μέρα, χωρίς να μας πιάσει ο προϊστάμενος στο στόμα του. Ήταν δεδομένο ότι  αν έπεφτες στο πεδίο της προσοχής του, θα δεχόσουν προσβολές παντός είδους: για την απόδοση σου, για την εμφάνιση σου, για την οικογενειακή σου κατάσταση, για τον τρόπο που μιλάς και κινείσαι! Όσο μελετημένος και να ήσουν, όσο και να προσπαθούσες, θα έβρισκε τρόπο να σε φέρει στα όρια σου και να σε μειώσει ενώπιον άλλων προσώπων, είτε με προσβολές, είτε γελώντας ειρωνικά, είτε ακόμα πετώντας σου αντικείμενα!

 Ζώντας επί χρόνια σε αυτή την κόλαση, αρκετοί συνάδελφοι ανέπτυξαν ψυχοσωματικά, αυτοάνοσα και άλλα προβλήματα υγείας, όπως καρδιαγγειακά, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού, έλκος στομάχου, σπαστική κολίτιδα, ψωρίαση, θυρεοειδή, ακόμη και καρκίνο. Οι πολιτικοί προϊστάμενοι που διορίζονταν κατά καιρούς στην Υπηρεσία, γνώριζαν την κατάσταση. Φρόντιζαν όμως να τα έχουν καλά μαζί του, αφού τον είχαν ανάγκη.

 Σε παράπονα που δέχονταν τόσο από μέσα, όσο και από εξωτερικούς φορείς, η απάντηση ήταν ότι «δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα». Τα χρόνια πέρασαν και ο άνθρωπος αυτός προήχθη σε ακόμη υψηλότερη θέση και λόγω της προαγωγής, άλλαξε Υπηρεσία. Όταν έφυγε, μας πήρε λίγες μέρες να συνειδητοποιήσουμε ότι ο εφιάλτης τέλειωσε. Ότι δεν θα κλωτσήσει ξανά την πόρτα του γραφείου, ότι δεν θα  μας ξαναβρίσει. Πήρε λίγο χρόνο να ξαναβρούμε την πίστη στον εαυτό μας. Φυσικά κάποια προβλήματα υγείας συναδέλφων μας, ήταν μη αναστρέψιμα. Όμως τουλάχιστον ξανακερδίσαμε την ηρεμία μας, γεγονός που μας έκανε πιο χαρούμενους και πιο παραγωγικούς».