Μόνο το 41,9% των γυναικών που είχαν δικαίωμα για τεστ Πανανικολάου το 2022 υποβλήθηκαν στην προληπτική αυτή εξέταση το 2022 με το ποσοστό αυτό να μην αλλάζει σημαντικά το 2023 αφού, σύμφωνα με το λογισμικό του ΓεΣΥ ανέβηκε μόλις κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, και έφθασε δηλαδή στο 45,7%.

Αναλυτικά και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΥ, τα οποία ο «Φ» εξασφάλισε, το 2019 (έξι μήνες) είχε υποβληθεί σε τεστ Παπανικολάου το 6% των δικαιούχων γυναικών. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες γυναίκες προχώρησαν στην εξέταση εντός του 2020 με το ποσοστό να αγγίζει το 50% (στην πραγματικότητα αφορά δύο έτη). Το 2021 το ποσοστό έπεσε στο 36,6%, ωστόσο, αυτό το στατιστικό δεδομένο δεν αποτυπώνει την πραγματική εικόνα αφού τη συγκεκριμένη χρονιά εφαρμόζονταν αυστηρά μέτρα και περιορισμοί εξαιτίας της πανδημίας, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την προσέλευση των γυναικών στους γυναικολόγους τους.

Πιο αξιόπιστα, θεωρούνται και από τον ΟΑΥ τα δεδομένα που καταγράφηκαν στο λογισμικό του ΓεΣΥ τα έτη 2022 και 2023. Σύμφωνα με αυτά, το 2022 το 58% των δικαιούχων γυναικών (την συγκεκριμένη χρονιά) δεν υποβλήθηκε στην εξέταση (περίπου 42% υποβλήθηκε). Το 2023 το ποσοστό αυτών που δεν υποβλήθηκαν σε τεστ Παπανικολάου και είχαν το δικαίωμα να υποβληθούν, έπεσε στο 54% (περίπου 46% υποβλήθηκε).

Και για τα τέσσερα έτη εφαρμογής του ΓεΣΥ, (2019-2023) από το λογισμικό του ΓεΣΥ προκύπτει ότι μόνο το 42% των γυναικών αξιοποίησαν ανά διετία το δικαίωμα τους για τεστ Παπανικολάου. Σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση του δικαιώματος για τεστ Παπανικολάου ανά διετία, το λογισμικό του ΓεΣΥ κατέδειξε ότι, στις ηλικίες 18-39 ετών, υποβλήθηκαν δύο φορές (σε διάστημα τεσσάρων ετών) το 42,9% και στις ηλικίες 40 -65 ετών, το 42,71%. Αναφέρεται ότι το ΓεΣΥ καλύπτει δωρεάν την εξέταση ανά διετία, για προληπτικούς λόγους, στις γυναίκες μέχρι 65 ετών. Για τις γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας που για ιατρικούς λόγους επιβάλλεται να υποβάλλονται σε τεστ Παπανικολάου συχνότερα, δεν υπάρχει όριο.

Όπως ανέφερε στον «Φ» ο αναπληρωτής διευθυντής του ΟΑΥ, Άθως Τσινωντίδης, «ο Οργανισμός παρακολουθεί από την αρχή της εφαρμογής του ΓεΣΥ την συμπεριφορά των δικαιούχων γυναικών στο συγκεκριμένο ζήτημα. Επειδή ακριβώς διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των γυναικών που δεν αξιοποιούν το δικαίωμα τους για εξέταση ανά διετία είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό αυτών που το αξιοποιούν, προχωρήσαμε σε αποστολή γραπτών μηνυμάτων στα κινητά των γυναικών όταν συμπληρωθούν τρία χρόνια από την ημέρα της τελευταίας υποβολής τους σε τεστ Παπανικολάου». Ως ΟΑΥ, πρόσθεσε, «πρέπει, μάλλον, να εντείνουμε τις προσπάθειες μας ώστε να αυξηθούν τα ποσοστά των γυναικών που υποβάλλονται σε τεστ Παπανικολάου ανά διετία και, ταυτόχρονα, πρέπει, σε συνεργασία με το υπουργείο Υγείας και την αρμόδια επιστημονική ιατρική εταιρεία, να μελετήσουμε το ενδεχόμενο εμπλουτισμού των εξετάσεων στις οποίες μπορούν να υποβάλλονται οι γυναίκες προληπτικά για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας».

Το τεστ Παπανικολάου, όπως διαπιστώνεται όμως, δεν είναι η μοναδική προληπτική εξέταση που προσφέρεται μέσω του ΓεΣΥ αλλά δεν αξιοποιείται από τους δικαιούχους του συστήματος. Πολύ χαμηλό είναι και το ποσοστό εκείνων που αξιοποιούν το δικαίωμα τους για ένα καθαρισμό δοντιών ετησίως. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα δεδομένα από το λογισμικό του ΓεΣΥ, μόνο το 1/3 των δικαιούχων προσέρχεται στα οδοντιατρεία και λαμβάνει την υπηρεσία αυτή.

Το δεδομένο αυτό, επικαλέστηκαν χθες κατά τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Υγείας και εκπρόσωποι του Παγκύπριου Οδοντιατρικού Συλλόγου, αναφέροντας ταυτόχρονα, ότι το ίδιο χαμηλό ποσοστό καταγραφόταν και στην προ ΓεΣΥ εποχή αφού οι Κύπριοι, όπως είπαν, είτε λόγω νοοτροπίας, είτε για οικονομικούς λόγους δεν δίνουν σημασία στη στοματική υγεία, γενικά.

Αυτό, όπως υποστηρίζει ο Παγκύπριος Οδοντιατρικός Σύλλογος έχει ως αποτέλεσμα, να αυξηθούν τα περιστατικά ουλίτιδας και περιοδοντίδας στον πληθυσμό και οι πολίτες να υποχρεώνονται στη συνέχεια να πληρώνουν από την τσέπη τους προκειμένου να εξασφαλίσουν την απαραίτητη θεραπεία.

Σχολιάζοντας το πολύ χαμηλό ποσοστό δικαιούχων που υποβάλλονται σε καθαρισμό δοντιών, ο αναπληρωτής διευθυντής του ΟΑΥ ανέφερε ότι «ενδεχομένως να πρέπει και στην περίπτωση αυτή να εφαρμόσουμε, όπως και για το τεστ Παπανικολάου, την πρακτική της αποστολής γραπτών μηνυμάτων υπενθύμισης στα κινητά των δικαιούχων». Βεβαίως, είπε, «και για τον καθαρισμό δοντιών αλλά και για το τεστ Παπανικολάου πρέπει μάλλον να εντείνουμε τις προσπάθειες μας για σωστή ενημέρωση των πολιτών».