Δεκαπέντε διαφορετικές ενότητες  περιλαμβάνει ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Γιώργος Σαββίδης στην αίτηση του για παύση του Γενικού Ελεγκτή κ. Οδυσσέα Μιχαηλίδη, στο χειρισμό των οποίων επεδείχθη, κατ’ ισχυρισμόν, «ανάρμοστη συμπεριφορά».

Οι 15 ενότητες είναι οι ακόλουθες:

-Αναφορές εναντίον Γενικού Εισαγγελέα και Υπουργείου Άμυνας

-Αναφορές εναντίον Γενικού Εισαγγελέα και Υπουργείου Οικονομικών

-Αναφορές εναντίον Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με το θέμα των Πολιτογραφήσεων

-Αναφορές εναντίον Πανεπιστήμιου Κύπρου, του Πρύτανη και της θυγατέρας του και του δρος Πισσαρίδη

-Προηγουμένη στάση και τοποθετήσεις ως προς τις γνωματεύσεις του πρώην Γενικού Εισαγγελέα – Η μεταβολή της και η σχέση του Γενικού Ελεγκτή με τον πρώην Γενικό Εισαγγελέα

-Προσφυγή Γενικού Ελεγκτή για τίτλους αξιωματούχων

-Χειρισμός καταγγελιών κατά Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στην Αρχή κατά της Διαφθοράς για Κατάχρηση Εξουσίας

-Συμπεριφορά Γενικού Ελεγκτή κατά τη διάρκεια των ερευνών της Αρχής κατά της Διαφθοράς

-Δηλώσεις Γενικού Ελεγκτή μετά την έκδοση του πορίσματος της Αρχής κατά της Διαφθοράς

-Συμπεριφορά Γενικού Ελεγκτή σε σχέση με την ιστοσελίδα «Ομάδα Στήριξης Γενικού Ελεγκτή» στο Facebook

-Συμπεριφορά Γενικού Ελεγκτή στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης “Χ” (πρώην «Twitter»)

-Νομική γνωμάτευση Γενικού Ελεγκτή για κυριότητα Κοινόκτητης Ιδιοκτησίας σε Κοινόκτητες Οικοδομές

-Έλεγχος Αστυνομίας για ανείσπρακτες εξώδικες καταγγελίες

-Πολλαπλές συντάξεις και παράλληλη καταβολή σύνταξης και μισθού

– Απαράδεκτη παραποίηση γεγονότων και παραπληροφόρηση

Πιο αναλυτικά, οι θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

Χειρισμός καταγγελιών για υπουργείο Άμυνας

Ο Γενικός Ελεγκτής στο πλαίσιο ελέγχου καταγγελιών ότι παιδιά επωνύμων τύγχαναν ευνοϊκής μεταχείρισης με διορισμό τους στο ΓΕΕΦ και στο υπουργείο Άμυνας, ζήτησε τα ονόματα των υπηρετούντων αλλά υπήρξε άρνηση από πλευράς του υπουργού Άμυνας. Ο Γενικός Ελεγκτής αποτάθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα καταγγέλλοντας παρακώληση του έργου του και άρνηση παραχώρησης στοιχείων, αλλά ο Γενικός Εισαγγελέας, κατόπιν επαφής με τον υπουργό Άμυνας, έκρινε ότι δεν υπήρχε ποινικό θέμα προς διερεύνηση.

Ο Γενικός Ελεγκτής έκανε αναφορά σε προσκόμματα στην εκπλήρωση της αποστολής του αφήνοντας μπηχτή στον Γενικό Εισαγγελέα ότι παρέχει κάλυψη στο υπουργείο ασκώντας  τον «ανέλεγκτο» ρόλο του.

Ο Γενικός Ελεγκτής υπεστήριξε επίσης, πως τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης αναδεικνύουν για ακόμη μια φορά τη στρέβλωση που δημιουργείται από τη διπλή ιδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα ως νομικού συμβούλου των Υπουργών και της δημόσιας υπηρεσίας και ως δημόσιου κατήγορου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε καταγράφοντας και τα εξής: Περιορίζομαι να σας αναφέρω ότι για ακόμα μια φορά κρίνετε κατά τρόπο απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο, την άσκηση των συνταγματικών μου αρμοδιοτήτων.

Η επιστολή σας αυτή καταγράφεται ως ακόμα μια εκδήλωση της ανάρμοστης συμπεριφοράς που επιδεικνύετε, με αποκορύφωμα τις παντελώς ανυπόστατες κατηγορίες που εξαπολύετε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για συγκάλυψη ποινικών αδικημάτων.»

Ακολούθησε αντιπαράθεση μέσω δηλώσεων ή και επιστολών.

Αναφορές εναντίον Γενικού Εισαγγελέα και υπουργείου Οικονομικών

Ο Γενικός Ελεγκτής απέστειλε επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα η οποία αφορούσε σύναψη δύο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αξίας €80.000 και €191.238 (χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί προηγουμένως οι διαθέσιμες πιστώσεις) σχετικά με την ανάπτυξη και Διαχείριση των αερολιμένων Λάρνακας και Πάφου. Ο Γενικός Ελεγκτής θεωρούσε ότι προκύπτει το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών ή αστικών αδικημάτων.

Το υπουργείο Οικονομικών ενημέρωσε τον Γενικό Εισαγγελέα ότι η κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών  είχε εγκρίνει δύο φορές  την παραχώρηση των πιο πάνω κονδυλίων, οπόταν προχώρησε στην υπογραφή σχετικής σύμβασης.

Ακολούθως, ο Γενικός Ελεγκτής με διάφορες δημόσιες τοποθετήσεις του, αναφερόταν σε «συμφωνία» μεταξύ της Hermes και της Δημοκρατίας για τη χρονική επέκταση της σύμβασης παραχώρησης των αεροδρομίων».

Ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει, πως «ο Γενικός Ελεγκτής διατυμπάνιζε την πλήρη δικαίωση της μετά από καταγγελία του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ότι η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η απευθείας ανάθεση στις 2 πιο πάνω συμβάσεις ήταν νόμιμη είναι εσφαλμένη».

Ο Γενικός Εισαγγελέας αντέδρασε κάνοντας λόγο για άκρως παραπλανητική ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η οποία παραποιεί, κατά τρόπο απαράδεκτο, την απάντηση την οποία αυτή έλαβε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ο Γενικός Εισαγγελέας προσέθετε και τα εξής: «Εν κατακλείδι, θεωρώ το περιστατικό αυτό ως ακόμα μια απαράδεκτη εκτροπή του ρόλου και των εξουσιών του Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος, για ακόμη μία φορά, προφασιζόμενος ανυπόστατες και κατ’ ισχυρισμό παρανομίες, κατήγγειλε τη χώρα μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.»

Ακολούθησε έντονη αντιπαράθεση και ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει στην αίτηση του για παύση του Γενικού Ελεγκτή, και τα ακόλουθα:

«Είναι εισήγηση του Αιτητή ότι η πιο πάνω συμπεριφορά είναι τόσο κακή και/ή τόσο μεμπτή ώστε να καθιστά τον Γενικό Ελεγκτή ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματός του και/ή δημιουργεί, ευλόγως, αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, το οποίον το αξίωμα προορίζεται να εξυπηρετεί».

Αναφορές για τις πολιτογραφήσεις

Ο Γενικός Ελεγκτής διενεργούσε έλεγχο για τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις και ο υπουργός Εσωτερικών ζήτησε γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα ως προς το κατά πόσον θα παραχωρούσε στοιχεία/φακέλους. Ο Γενικός Εισαγγελέας επιβεβαίωσε ότι του ζητήθηκε γνωμάτευση, οπόταν ο Γενικός Ελεγκτής δήλωσε προκαταβολικά ότι δεν θα δεχθεί τη γνωμάτευση και σε περίπτωση που δεν δοθούν τα έγγραφα που ζητούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών θα απευθυνθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 139 του Συντάγματος. Σε διάστημα ενός μήνα καταγράφηκαν δεκάδες δημόσιες τοποθετήσεις του.

Ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται με την αίτησή του, ότι στόχος των αναρτήσεων ήταν η άσκηση πίεσης προς τον Γενικό Εισαγγελέα εκκρεμούσης της νομικής γνωμοδότησής του.

Ο Γενικός Εισαγγελέας συμβούλευσε και το υπουργείο Οικονομικών να μην παραδώσει στον Γενικό Ελεγκτή φακέλους/έγγραφα στην Ελεγκτική Υπηρεσία ώστε να μπορεί ανεπηρέαστα να προχωρήσει με το έργο της η Ερευνητική Επιτροπή, η οποία στο μεταξύ είχε συσταθεί.

Στις 03.11.2020 συναντήθηκε με τον Γενικό Ελεγκτή, ο οποίος δήλωσε ότι κατανοούσε τον λόγο της μη παράδοσης των φακέλων αν και ο ίδιος διαφωνούσε και θα βοηθούσε το έργο, Ακολούθησε όμως νέα αντιπαράθεση και ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται (με την αίτησή του) ότι η όλη στάση και συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο το ερευνητικό και εν γένει έργο της Επιτροπής αφού η δημοσιοποίηση της δικής του έκθεσης δεν εξυπηρετούσε κανένα.

Κατά τον Γενικό Εισαγγελέα, όταν ένας εκ των συνταγματικά προβλεπόμενων θεσμών αυθαιρετεί και λειτουργεί ετσιθελικά, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και δικαστικές διαδικασίες, δεν μπορεί παρά να κρίνεται ότι δρα ανάρμοστα.

Αναφορές κατά του πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου

Στο πλαίσιο έρευνας του Γενικού Ελεγκτή για τηλεργασία  του διοικητικού προσωπικού γινόταν αναφορά και σε προσωπικό το οποίο εκ της φύσεως των καθηκόντων του δεν μπορούσε να «τηλεργαστεί». Θεωρούσε δε ότι προκύπτουν ποινικά αδικήματα. Ο πρύτανης απάντησε ότι η ρύθμιση αφορούσε μόνο στο προσωπικό που η τηλεργασία ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί. Η Νομική Υπηρεσία έκρινε ότι δεν τίθετο ζήτημα, για διάπραξη ποινικού αδικήματος και συνεπώς ενημέρωσε τον Γενικό Ελεγκτή και τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου ότι η υπόθεση δεν θα παραπέμπετο στις αστυνομικές αρχές. Ο Γενικός Ελεγκτής επέμεινε στις θέσεις του με δηλώσεις κοκ.

Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η στάση του Γενικού Ελεγκτή συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά, επειδή, ανάμεσα σε άλλα, είχε προσάψει σοβαρές και αβάσιμες κατηγορίες εναντίον του Πανεπιστημίου Κύπρου και ότι οι θέσεις επιχειρούν να θέσουν σε ανυποληψία ένα οργανισμό που χαίρει βαθύτατης εκτίμησης από την κοινωνία των πολιτών και επομένως πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.

Η στάση του Γενικού Ελεγκτή με τον νυν Εισαγγελέα σε σχέση με τον τέως

Ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται, ότι η μόνη περίπτωση διαφωνίας του Γενικού Ελεγκτή με γνωματεύσεις του τέως Γενικού Εισαγγελέα και δημοσιοποίησης της διαφωνίας, έλαβε χώραν το έτος 2014. Τότε, σύμφωνα με τον κ. Σαββίδη, ο Γενικός Ελεγκτής απάντησε σε απολογητικό ύφος ενώ δεν αμφισβήτησε ξανά τις γνωματεύσεις του τέως Γενικού Εισαγγελέα όπως πράττει σήμερα.

Ο κ. Σαββίδης ισχυρίζεται με την αίτησή του, πως η ριζική μεταβολή της στάσης του και η συμπεριφορά του, η οποία έχει απολήξει σε απανωτές δημόσιες διαφωνίες του, έκδηλα περιφρονώντας και υποσκάπτοντας τις γνωματεύσεις του νυν Γενικού Εισαγγελέα, είναι πρόδηλο ότι οφείλεται σε αλλότρια κίνητρα και συνιστά ως εκ τούτου, ανάρμοστη συμπεριφορά, η οποία αφ’ εαυτής δικαιολογεί την απόλυσή του.

Περαιτέρω θεωρεί πως η σημερινή στάση του έναντι του ιδίου αποβλέπει στο να πλήξει την εντιμότητα, το ήθος, το κύρος και την προσωπική και επαγγελματική αξιοπρέπεια του νυν Γενικού Εισαγγελέα. Αφ’ εαυτής η μετατροπή της στάσης του συνιστά μια ακραία μορφή ανάρμοστης συμπεριφοράς η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Θέμα καταγγελιών κατά Αγγελίδη στην Αρχή Κατά της Διαφθοράς

Η ανάρμοστη συμπεριφορά προκύπτει από δηλώσεις και ανακοινώσεις του Γενικού Ελεγκτή και του εκπροσώπου του μετά την υποβολή της καταγγελίας και την προώθηση των ανώνυμων καταγγελιών και μετά την έκδοση του πορίσματος της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, και όχι από το γεγονός της υποβολής της καταγγελίας.

Οι δηλώσεις αφορούσαν τη συμπεριφορά του βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στο θέμα του μαύρου βαν, η δεύτερη διερεύνηση σοβαρής μορφής φορολογικών θεμάτων εταιρείας συμφερόντων προσώπων που ασκούν δημόσια επιρροή.

Ο Γενικός Εισαγγελέας αναφερόμενος σε δήλωση του εκπροσώπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ισχυρίζεται ότι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά επειδή αποκαλύπτει την ταυτότητα ενός ερευνώμενο κοκ.

Στις δηλώσεις, ο Γενικός Εισαγγελέας περιλαμβάνει και ανάρτηση του γιού του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Προσθέτει δε, πως η εντύπωση που δημιουργείται στο μέσο λογικό πολίτη είναι ότι ο Γενικός Ελεγκτής, όχι μόνο υιοθετεί και συμμερίζεται τις κατηγορίες περί διαφθοράς αλλά και ότι αυτές γίνονται με την ενθάρρυνση, προτροπή και παρότρυνση του. Η παράλειψή του να διαχωρίσει τη θέση του συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.

Έρευνες της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς

Η Ελεγκτική Υπηρεσία διαβίβασε στην Ανεξάρτητη Αρχή Κατά της Διαφθοράς καταγγελία η οποία αφορούσε αναστολή ποινικών διώξεων για δύο υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου από τον βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρεται σε τηλεοπτική εμφάνιση του Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος φέρεται να υπαινίσσεται ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αναστέλλει ποινικές διώξεις χωρίς την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα – λειτουργεί πίσω από την πλάτη του ή ότι ο Γενικός Εισαγγελέας συμφωνεί με τις αποφάσεις του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και ότι και ο ίδιος ο Αιτητής διαπράττει πράξεις διαφθοράς. Γίνεται επίσης αναφορά σε αμφισβήτηση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα στον οποίον φέρεται να αποδίδει ευτελή και αλλότρια κίνητρα.

Συγκρίνοντας τις δηλώσεις του Γενικού Ελεγκτή και του εκπροσώπου της Υπηρεσίας, ο Γενικό Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι χρησιμοποιούν τους ίδιους ισχυρισμούς, με παρόμοιο λεκτικό, και «ως εκ τούτου πρόκειται για μια συντονισμένη, προσχεδιασμένη, προσυνεννοημένη και καλώς ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα με πρόδηλο στόχο τον διασυρμό τους, την υπονόμευσή του έργου τους, την σπίλωσή τους και την επαγγελματική και ηθική εξόντωσή τους».

Δηλώσεις Γενικού Ελεγκτή μετά το πόρισμα της Ανεξάρτητης Αρχής

Η Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς εξέδωσε Ανακοίνωση (πόρισμα) αναφορικά με τις Καταγγελίες που διαβίβασε ο Γενικός Ελεγκτής κατά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα με την οποία ανακοίνωσε ότι σε σχέση με τις πρώτες δύο καταγγελίες «δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιουδήποτε αδικήματος διαφθοράς ήτοι κατάχρηση εξουσίας».

Ο Γενικός Ελεγκτής σχολίασε ότι «η ουσία του Πορίσματος, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος και η άμεση ανάγκη άρσης του ανέλεγκτου του Γενικού Εισαγγελέα».

Ανέφερε επίσης, πως, όπως έχει επιβεβαιωθεί πλέον από την Αρχή, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ήταν στο πρόσφατο παρελθόν προσωπικά δικηγόρος σε πρόσωπο που κατηγορείτο για πολύ σοβαρό κακούργημα. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το όνομα του προσώπου αυτού είναι σπάνιο και καθόλου κοινότυπο. Ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ανέστειλε την ποινική δίωξη του προσώπου αυτού επειδή, όπως ισχυρίστηκε, δεν είχε αντιληφθεί ότι επρόκειτο για τον πρώην πελάτη του.

Ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται, ότι ισχυρίζεται ότι η απαλλαγή ενός κατηγορουμένου λόγω έλλειψης επαρκούς μαρτυρίας αποτελεί την πιο τρανή ή ισχυρή απόδειξη της αθωότητας. Η ερμηνεία του πορίσματος από το Γενικό Ελεγκτή και η εμμονή του στην ενοχή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, συνιστά μια ακραία και επονείδιστη εκδήλωση ανάρμοστης συμπεριφοράς.

Θεωρεί επίσης, πως ο Γενικός Ελεγκτής «εμμονικά θεωρεί το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα ως ένοχο για πράξεις διαφθοράς και ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα».

Η συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή σε σχέση με την ιστοσελίδα «Ομάδα στήριξης του Γενικού Ελεγκτή» στο FACEBOOK

Ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι στα μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχει δημιουργηθεί ομάδα στήριξης του Γενικού Ελεγκτή στην οποία μετέχουν και στενοί συγγενείς του Γενικού Ελεγκτή. Ο υιός του και η αδελφή – πολύ συχνά προβαίνει σε δημοσιεύσεις κατά Γενικού Εισαγγελέα, του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και της Νομικής Υπηρεσίας. Η Ιστοσελίδα στο Facebook φέρει την φωτογραφία και το όνομα του Γενικού Ελεγκτή. Στην πιο πάνω δε σελίδα αναρτούνταν επί καθημερινής βάσεως συνεχώς υβριστικά και ψευδή σχόλια και ανακρίβειες για τον Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν έχει ποτέ διαχωρίσει την θέση του από τα σχετικά δημοσιεύματα. Αυτή η στάση εκπέμπει το μήνυμα στο μέσο λογικό πολίτη της κυπριακής κοινωνίας ότι ο Γενικός Ελεγκτής συμμερίζεται τις απόψεις των υποστηρικτών του και ότι τις ενθαρρύνει ή υποκινεί.

Ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι η παράλειψη του Γενικού Ελεγκτή να διαχωρίσει την θέση του από υβριστικές και απειλητικές αναρτήσεις συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.

Η συμπεριφορά του Οδυσσέα Μιχαηλίδη στο  «Χ», πρώην  «TWITTER»

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Γενικός Ελεγκτής αρέσκεται στο να κάνει χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατά τρόπο που προς τα έξω να δίδεται μία μη αξιοπρεπής εικόνα του ιδίου και του γραφείου του Γενικού Ελεγκτή. Ο ίδιος ασχολείται με αναρτήσεις στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «Χ» (πρώην «Twitter»), εκφράζει απόψεις για θέματα που εκφεύγουν των δικών του αρμοδιοτήτων, τσακώνεται με τρίτους και γενικά συμπεριφέρεται κατά τρόπο υβριστικό και εριστικό χωρίς συναίσθηση της υψηλής του αποστολής και του ειδικού βάρους της θέσης του.

Ο Γενικός Ελεγκτής έχει λογαριασμό στη διαδικτυακή πλατφόρμα «Χ» και σε συχνά διαστήματα έρχεται σε αντιπαράθεση είτε με πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας με τους οποίους διαφωνεί, διαπληκτίζεται δημοσίως καθιστώντας την διαδικτυακή πλατφόρμα «Χ» το προσωπικό του «ρινγκ» όπου επιτίθεται στον οποιοδήποτε διαφωνεί μαζί του και/ή χρησιμοποιεί την πλατφόρμα ώστε να εξευτελίζει τον καθένα τον οποίο ερευνά.

Νομική γνωμάτευση Γενικού Ελεγκτή για κοινόκτητες οικοδομές

Ο Γενικός Ελεγκτής εκφεύγοντας των αρμοδιοτήτων του προβαίνει σε νομικές γνωματεύσεις προκαλώντας σύγχυση, ανασφάλεια και αβεβαιότητα στις κρατικές υπηρεσίες.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση απέστειλε επιστολή στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου αναφέροντας ότι παρατηρήθηκε ότι το Τμήμα σε πολλές περιπτώσεις, εγγράφει μέρος της στέγης στις κοινόκτητες οικοδομές (πολυκατοικίες) ως περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία, δηλαδή για αποκλειστική χρήση από συγκεκριμένες μονάδες κατά παράβαση της Νομοθεσίας.

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Γενικός Ελεγκτής προβαίνει σε νομικές γνωματεύσεις, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, καθώς δεν είναι δικηγόρος και εν γένει ασχολείται με θέματα που εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων του.

Έλεγχος Αστυνομίας για ανείσπραχτες εξώδικες καταγγελίες

Στις 25.02.2023 ο Γενικός Ελεγκτής με ηλεκτρονικό μήνυμα με τίτλο «Έλεγχος Αστυνομίας 2023» προς την Αστυνομία ζητήθηκαν λεπτομέρειες για υποθέσεις εξωδίκων που ταξινομήθηκαν κατά τα έτη 2019-2021 με οδηγίες της Νομικής Υπηρεσίας ή με απόφαση της Αστυνομίας ή του Δικαστηρίου.

Στις 09.06.2023, η Ελεγκτική Υπηρεσία επανήλθε με νέο ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο διαφοροποιήθηκε το αρχικό αίτημα, ζητώντας λεπτομέρειες για υποθέσεις που ταξινομήθηκαν κατά τα έτη 2019-2022 σε τρεις συγκεκριμένες κατηγορίες ταξινόμησης (Αναστολή Ποινικής Δίωξης, Αναστολή Ποινικής Δίωξης με εκκρεμότητα, Υποθέσεις που έκλεισαν από το Δικαστήριο ως Άλλως Διατεθείσες).

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας αφού έλαβε Γνωμάτευση που του δόθηκε από την Νομική Υπηρεσία, έκρινε ότι δεν είναι δυνατή η παραχώρηση των ζητούμενων στοιχείων, ούτε η διευθέτηση για καταρτισμό/εξαγωγή των στοιχείων.

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι θέσεις που προβάλλονται σε επιστολές του Γενικού Ελεγκτή προς τον Αρχηγό Αστυνομίας συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά γιατί αμφισβητούν την αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα να λειτουργεί ως νομικός σύμβουλος των κρατικών αξιωματούχων και γιατί ατεκμηρίωτα και αστήρικτα αποδίδει ευτελή κίνητρα στον Γενικό Εισαγγελέα.

Πολλαπλές συντάξεις και παράλληλη καταβολή σύνταξης και μισθού

Με επιστολή του ημερομηνίας 15.01.2024 προς τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, ο Γενικός Ελεγκτής αφού προχώρησε αυθαίρετα και εκτός αρμοδιότητας σε νομική ερμηνεία – γνωμάτευση του Νόμου και της Νομολογίας κάλεσε τον Γενικό Λογιστή να τερματίσει άμεσα την καταβολή των παράνομων κατ’ εκείνον συντάξεων, οι οποίες καταβάλλονταν από το 2014. Σημειώνεται ότι το 2014 και το 2017 δόθηκαν γνωματεύσεις από τον τέως Γενικό Εισαγγελέα, τις οποίες καθηκόντως ακολουθούσε το Γενικό Λογιστήριο.

Με επιστολή του ημερομηνίας 17.01.2024 ο Γενικός Λογιστής, ως όφειλε, ζήτησε νομική γνωμάτευση επί του θέματος από τον Γενικό Εισαγγελέα.

Στις 30.01.2024 με γνωμάτευση του ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι το Γενικό Λογιστήριο ακολουθώντας την νομική καθοδήγηση του εκ του Συντάγματος νομικού του Συμβούλου, ορθά τερμάτισε την αναστολή καταβολής της σύνταξης των αξιωματούχων.

Με το που έλαβε γνώση ο Γενικός Ελεγκτής της πιο πάνω γνωμάτευσης, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αφενός έδινε άλλο νόημα στην Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, και αφετέρου χρησιμοποίησε τις πιο κάτω αναφορές οι οποίες μιλούν από μόνες τους:

«Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμβουλεύει τον Γενικό Λογιστή να παραβιάζει τον νόμο και να διενεργεί πληρωμές κατά παράβασή του, επειδή ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό.»

«Αν η διοίκηση πίστευε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, όφειλε να προωθήσει τροποποίηση ή κατάργησή του. Το κράτος δικαίου προφανώς απειλείται.»

Ακολούθως παρατίθενται δηλώσεις του εκπροσώπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και ο Γενικός Εισαγγελέας προσθέτει:

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι τα όσα καταγράφονται σε αναφορές του Γενικού Ελεγκτή στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα συνιστούν μια κακή και μεμπτή συμπεριφορά η οποία είναι έκδηλα ανάρμοστη.