Στην Κύπρο απαντώνται οκτώ είδη φιδιών, από τα οποία τα τρία είναι δηλητηριώδη, ωστόσο, μόνο ένα από αυτά θεωρείται επικίνδυνο για τον άνθρωπο, αφού τα υπόλοιπα είδη είναι απολύτως ακίνδυνα.

Τα δύο από τα δηλητηριώδη είδη, ο σαπίτης ή σαιττάρης (Malpolon insignitus) και το αγιόφιδο ή ξυλόδροπης (Telescopus fallax), διαθέτουν ασθενές δηλητήριο, το οποίο χρησιμοποιούν κυρίως για να ακινητοποιούν τη λεία τους και δεν προκαλούν σοβαρές βλάβες στον άνθρωπο.
Αντίθετα, η οχιά ή φίνα (Macrovipera lebetina), διαθέτει ισχυρό δηλητήριο και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου σε περίπτωση δαγκώματος.

Με ανακοίνωσή του το Υπουργείο Γεωργίας, καλεί το κοινό να λάβει τα μέτρα του ενόψει καλοκαιριού, τονίζοντας ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει ασφαλής και αποτελεσματική μέθοδος απώθησης φιδιών, καλύτερα θα ήταν να περιορίσουμε τους παράγοντες που τα προσελκύουν ώστε να μειώσουμε τις πιθανότητες εμφάνισής τους.

Σε περίπτωση που κάποιος συναντήσει φίδι, καλό είναι να μην πανικοβάλλεται και να μην προσπαθεί να το διώξει ή να το θανατώσει, πρέπει να απομακρύνεται ήρεμα, χωρίς απότομες κινήσεις.

«Για την αποφυγή ατυχημάτων, ιδίως τους θερινούς μήνες, όταν κινούμαστε στην ύπαιθρο, φοράμε κλειστά παπούτσια που καλύπτουν το πόδι τουλάχιστον μέχρι τον αστράγαλο, καθώς και μακριά παντελόνια, ώστε να προστατευόμαστε σε περίπτωση που πατήσουμε κάποιο δηλητηριώδες φίδι, χρησιμοποιούμε ραβδί ή βέργα, για να ανακινούμε τα χόρτα και τους θάμνους μπροστά μας. Τα φίδια αντιλαμβάνονται τους κραδασμούς του εδάφους και συνήθως απομακρύνονται από μόνα τους».

Στην περίπτωση δαγκώματος από οχιά, «δεν επιχειρούμε να ρουφήξουμε το δηλητήριο ή να δέσουμε το σημείο, μεταβαίνουμε άμεσα στο πλησιέστερο νοσοκομείο περιορίζοντας τις κινήσεις στο ελάχιστο».

Στον χώρο μας, «περιορίζουμε τις πηγές τροφής και νερού, όπως εκτεθειμένα τρόφιμα, ζωοτροφές ή υγρασία που μπορεί να προσελκύσουν έντομα και τρωκτικά, απομακρύνουμε αντικείμενα όπως πέτρες, ξύλα, παλιά έπιπλα ή άλλα υλικά που δημιουργούν κρυψώνες, κουρεύουμε τα ψηλά χόρτα και απομακρύνουμε τα κομμένα υπολείμματα, κλαδεύουμε τις βάσεις των πυκνών θάμνων σε ύψος έως 60 εκ. από το έδαφος, δημιουργώντας κενό στο κάτω μέρος, φροντίζουμε να μην δημιουργούνται υγρά και δροσερά σημεία (όπως μόνιμα βρεγμένο γρασίδι ή εξωτερικές λιμνούλες) και σφραγίζουμε καλά τις σχισμές σε αποθήκες, υπόγεια ή άλλους χώρους, ώστε να αποτρέψουμε την πρόσβαση σε αυτούς».