Ο Α. Χατζηαντώνης, με αφορμή την πυρκαγιά στο πασίγνωστο παγκόσμιο μνημείο, θυμάται το γνωστό έργο του Βίκτωρος Ουγκώ που έγινε ταινία και τηλεοπτική σειρά.

Κανένας δεν έμεινε ασυγκίνητος από την καταστροφική πυρκαγιά στην, ίσως, πιο γνωστή εκκλησία της Ευρώπης. Ο μητροπολιτικός ρωμαιοκαθολικός ναός της Παναγίας των Παρισίων άρχισε να οικοδομείται περί το 1163 και το κτίσιμο διήρκεσε περίπου έναν αιώνα. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε περί τα μέσα του 13ου αιώνα, από τον Πάπα Αλέξανδρο Γ’ και τον βασιλιά Λουδοβίκο Ζ’ της Γαλλίας.
Αν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τον ιστορικό αυτό ναό, θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζεται από την υπέροχη κεντρική πύλη με τον μεγάλο ρόδακα (κυκλικό σχήμα που προσομοιάζει με ρόδο, τριαντάφυλλο), τα περίφημα γλυπτά και τα δύο κωδωνοστάσια ύψους 68 μέτρων. Στον εσωτερικό διάκοσμο, παρατηρούμε τα εξαιρετικής ομορφιάς, υαλογραφικά γοτθικού ρυθμού, πολύχρωμα παράθυρα, γνωστά και ως βιτρό. Στον χώρο αυτό, στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ναπολέων Βοναπάρτης το 1804. Ο επονομαζόμενος και Μέγας Ναπολέων.
Αλλά εγώ με το που άκουσα τη θλιβερή είδηση, αμέσως η σκέψη πήγε αμέσως στο γνωστό έργο του Βίκτωρος Ουγκώ. Η πρώτη μου επαφή με το διαχρονικό αυτό έργο, ήταν όταν μικρό παιδάκι, 7-8 χρονών, το διάβασα στα γνωστά κλασικά εικονογραφημένα.
Ας δούμε ακροθιγώς, την πλοκή του έργου αυτού, που συγκίνησε γενεές, γενεών. Η τσιγγάνα Εσμεράλντα, χορεύει στο προαύλιο της εκκλησίας, χτυπώντας ρυθμικά ένα ντέφι. Την βλέπει ο αρχιδιάκονος, Κλαύδιος Φρολό. Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, προσπαθεί να την απαγάγει με τη βοήθεια του τερατώδους, κακάσχημου Καζιμόντο, γνωστού ως ο Κουασιμόδος. Ήταν ο κωδωνοκρούστης της Notre Dame, με άσχημη όψη, αλλά με χρυσή καρδιά, ενός αθώου μικρού παιδιού.
Η κοπέλα σώζεται, με την επέμβαση του ωραίου αξιωματικού, Φοίβου Ντε Σατοπέρ. Ο Κουασιμόδος, συλλαμβάνεται από ομάδα τσιγγάνων και υποβάλλεται στο φρικτό βασανιστήριο του τροχού. Η Εσμεράλντα, τον βλέπει να υποφέρει και συγκινημένη τον πλησιάζει και του προσφέρει λίγο νερό για να αντέξει το απίστευτο μαρτύριο.
Εκείνος, χαρούμενος φωνάζει: «Η όμορφη κοπέλα, μου έδωσε νερό». Από τότε που το διάβασα ως παραμύθι, όπως προείπα, αυτό έμεινε στη μνήμη μου! Με συγκίνησε πολύ, η φιλεύσπλαχνη πράξη της κοπέλας.
Αργότερα, ο «κακός», αρχιδιάκονος, βλέπει τον Φοίβο με την τσιγγάνα και τον μαχαιρώνει με ένα στιλέτο. Τον θεωρούσε αντίζηλο. Όμως, εκείνη προτιμά να θανατωθεί παρά να παραδοθεί στις ορέξεις του ιερωμένου. Ο Κουασιμόδος την σώζει αρπάζοντάς την κρεμασμένος σε ένα σχοινί, λίγο πριν την κάψει ο όχλος, κατηγορώντας την ως μάγισσα. Ερωτευμένος και αυτός μαζί της, την κρύβει στο εσωτερικό της εκκλησίας. Αργότερα δυστυχώς, η όμορφη τσιγγάνα, εκτελείται.
Επίλογος; Μετά από χρόνια, σε κάποιο κοντινό νεκροταφείο, ανακαλύπτονται δύο σκελετοί, αγκαλιασμένοι. Εύκολα μαντεύετε, σε ποιους ανήκαν. Στην όμορφη Εσμεράλντα και στον άσχημο, αλλά καλόκαρδο και ευαίσθητο κωδωνοκρούστη της Παναγίας των Παρισίων.
Η αγάπη του γι’ αυτήν, νίκησε τον χρόνο, προχώρησε και διαπέρασε και τον ίδιο τον θάνατο!