Η Νίκη Κονομή Φωκά, χειρουργός οδοντίατρος, αφηγείται μια τυχαία συνάντηση και πόση λύπη της προκάλεσε.

Ήταν απόγευμα καλοκαιριού, καθόμαστε και κυνηγούσαμε τη δροσιά γιατί η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Αφού ήπιαμε κάτι δροσιστικό με μία φίλη μου -που καλά-καλά δεν είχαμε τελειώσει- κτύπησε πολύ επίμονα το τηλέφωνο. Μια γνωστή μου φίλη από τα παλιά ήλθε στην Κύπρο για λίγο όπως μου είπε. Η μοναδική μέρα που θα ’μενε στη Λευκωσία ήταν η επομένη μέρα και αυτή η μέρα μισή, γιατί θα πήγαιναν σε διάφορα μέρη της πρωτεύουσας. Είπα λοιπόν στη φίλη μου παρόλο που δεν ξέρω καλά-καλά την περιοχή του σπιτιού που τη φιλοξενούσε -έστω και δύσκολα- θα προσπαθούσα να τη βρω. 
Μάλιστα, για παρέα μου ήλθε και η φίλη μου που ήταν ήδη στο σπίτι μου. Γυρνούσαμε-γυρνούσαμε αδύνατο να βρούμε πρώτα την περιοχή και μετά την οδό. Πήρα πίσω τηλέφωνο και μας ξανάδωσαν οδηγίες. Ψάχνοντας έπεσα σ’ έναν μικρό κήπο και ένα μικρό σπιτάκι, όπου καθόντουσαν δύο ηλικιωμένοι άνθρωποι μόνοι κάτω από ένα μικρό δένδρο του κήπου. Τους πλησίασα, τους χαιρέτισα και τους ρώτησα πώς είναι. Έβαλαν τα κλάματα και ο παππούς και η γιαγιά. «Μόνοι και αβοήθητοι» μου λένε. Ο καημός μέσα στα μάτια τους, ένας καημός που δεν μετριέται. Ρώτησα αν έχουν παιδιά, μου απάντησαν με μεγάλη πίκρα «όχι». 
Σηκώθηκε ο παππούς και μού ‘δωσε την καρέκλα του. «Όχι, όχι», του λέω, «καθίστε εσείς και μεις καλά είμαστε». «Δυστυχώς, μόνο δύο καρέκλες έχουμε», μου είπε με δάκρυα στα μάτια η γιαγιά. «Από πού είσαστε;», τους ρώτησα και η απάντηση: «Πρόσφυγες». Πόσα κακά η προσφυγιά, πόση δυστυχία, πόση πικρία. Προσφυγιά, μια λέξη που μόνο δάκρυα φέρνει, θύμησες τόσο θλιβερές και αμέτρητη πίκρα. Πόσοι άραγε άλλοι μοναχικοί, φτωχοί, ξεχασμένοι στον χρόνο θα υπάρχουν; Πόση δυστυχία στην Κύπρο, την τωρινή Κύπρο μετά το κακό που έγινε; Οι άνθρωποι αυτοί έδιδαν κουράγιο σε μένα γιατί δεν κατάφερα να κρατηθώ. 
«Να ’χεις τις ευχές μου», μου λέει ο παππούς, «μην λυπάσαι θα πάμε αλλού που ‘ναι καλύτερα». Ό,τι πράγματα είχαμε στο αυτοκίνητο για τους ξένους που μας τηλεφώνησαν τ’ αφήσαμε σ’ αυτούς και δώσαμε την υπόσχεση πως όποτε μπορούμε θα πηγαίνουμε να τους επισκεπτόμαστε. Δεν θα ξεχάσω πόση περηφάνια και πόση αξιοπρέπεια αυτοί οι άνθρωποι είχαν. 
Δεν ήθελαν να πάρουν τίποτα. Χρειάστηκε να μιλήσουμε μαζί τους πολύ και να πούμε πως ο Θεός μας οδήγησε εδώ. Τηλεφωνήσαμε λοιπόν στους ξένους μας και είπαμε πως κάτι απρόοπτο δεν μας άφησε να ‘ρθούμε.
Γύρισα πίσω τόσο λυπημένη, τόσο φορτισμένη και με μια μαύρη καρδιά. Πού να ‘ναι η Κύπρος που ξέραμε; Πού να ‘ναι οι άνθρωποι που ξέραμε που έτρωγαν οι γείτονες μαζί; Πού να ‘ναι εκείνη η ζωή της βοήθειας και της αγάπης στους δίπλα; 
Ο Θεός να μην αφήνει να γίνονται πόλεμοι και να έπονται τόσα κακά. Συνεχίσαμε να τους βλέπουμε και να τηλεφωνούμε στη γειτόνισσα. Τους υποσχέθηκα τις προσεχείς γιορτές θα τους πάω σπίτι μου να φάμε μαζί και να βγουν λίγο έξω. Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε ποτέ γιατί έφυγαν με συγγενείς τους σε άλλη πόλη και μετά από λίγο καιρό για τον άλλο καλύτερο κόσμο. 
Ευτυχώς, πριν να φύγουν μου τηλεφώνησαν και τους συνάντησα και τους αποχαιρέτισα. Η πίκρα αυτών των ανθρώπων θα με συντροφεύει για όλη μου την ζωή.