Ένα πλούσιο αφιέρωμα στην πορεία της εφημερίδας Ο Φιλελεύθερος που γιορτάζει τα 65χρονα της. Η εφημερίδα που πορεύθηκε με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, παρούσα στις σημαντικές αλλά και τις απλές καθημερινές φάσεις του τόπου, κατέγραψε, στηλίτευσε, καθοδήγησε και επιβίωσε μέσα από αντίξοες συνθήκες.

Το περιβάλλον της πρώτης έκδοσης

Όταν πρωτοείδε το φως «Ο Φιλελεύθερος», πριν από 64 Μαΐους, την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 1955, η Κύπρος ήταν, ακόμη, βρετανική αποικία. Είχε ξεκινήσει από την Πρωταπριλιά του ‘55 ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ και από τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο νέος κυβερνήτης, ο στρατάρχης Χάρντινγκ, διαπραγματευόταν με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την εξεύρεση μιας λύσης που να κατοχύρωνε την παροχή αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό. Στην Ελλάδα, η νέα κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, έμπαινε στον τρίτο μήνα ζωής της, προσπαθώντας να ξεπεράσει τις κατηγορίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης για «ευνοιοκρατία» και τις εσωκομματικές αναταράξεις εξαιτίας της απρόσμενης επιλογής από το Παλάτι του διαδόχου του εκλιπόντος Αλέξανδρου Παπάγου. Οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις γίνονταν στον απόηχο των φρικτών «Σεπτεμβριανών», του οργανωμένου από την τουρκική κυβέρνηση πογκρόμ εναντίον της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης και της ποντιοπιλατικής αμερικανικής στάσης. Στον υπόλοιπο κόσμο, το 1955 είχε σηματοδοτήσει για τον Ψυχρό πόλεμο των «δύο κόσμων» μια νέα εποχή: Τον Μάιο η Δυτική Γερμανία είχε γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ και, από την άλλη πλευρά, οκτώ χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν συνυπογράψει την ίδρυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Λίγες βδομάδες πριν, η Συνδιάσκεψη των πρώην αποικιοκρατούμενων αφρικανοασιατικών λαών στο Μπαντούνγκ της Ινδονησίας είχε θέσει τις βάσεις για την ανάδυση του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Στις ΗΠΑ, τον Ιούλιο του 1955 είχε εγκαινιαστεί με λαμπρότητα η Ντίσνεϊλαντ, στην Καλιφόρνια. Στον πραγματικό κόσμο, την 1η Δεκεμβρίου 1955, στην Αλαμπάμα, μια έγχρωμη Αμερικανίδα μοδίστρα, η Ρόζα Παρκς, συνελήφθη από την Αστυνομία επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει σε έναν λευκό άνδρα τη θέση της στο λεωφορείο, όπως πρόσταζαν οι νόμοι του φυλετικού διαχωρισμού και της «υπεροχής» των λευκών.
 
Το ιστορικό πλαίσιο

Ο «Φιλελεύθερος» ως καθημερινός παρατηρητής, σχολιαστής και συν-διαμορφωτής της κοινής γνώμης παρακολούθησε όλα τα συγκλονιστικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Κύπρου από το πρώτο του φύλλο, στις 7 Δεκεμβρίου του1955. Τις δραματικές εξελίξεις του αγώνα της ΕΟΚΑ, την ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας και τα πρώτα αβέβαια βήματα της νεαρής Κυπριακής Δημοκρατίας. Την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων υπουργών και δημοσίων υπαλλήλων από τις κρατικές Αρχές και τις ελληνοτουρκικές συγκρούσεις του 1963-1964, τους τουρκικούς βομβαρδισμούς του Αυγούστου του 1964, τα γεγονότα της Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, το 1967. Την υπονόμευση από την ελληνική στρατιωτική δικτατορία και τα δολοφονικά σχέδια εναντίον του Πρόεδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, από το 1970 και την περίοδο της τρομοκρατικής δράσης των παράνομων οργανώσεων «Εθνικόν Μέτωπον» και ΕΟΚΑ Β’. Την πορεία προς την παραφροσύνη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 και το έγκλημα των δύο φάσεων της τουρκικής εισβολής. Την αγωνιώδη απέλπιδα προσπάθεια, κράτους και πολιτών, για επιβίωση, ανασυγκρότηση και αναδημιουργία στα ερείπια της καταστροφής του 1974, την ίδια ώρα που η ημικατεχόμενη Κύπρος μετρούσε νεκρούς, αγνοούμενους, πρόσφυγες και υλικές καταστροφές. Την αδιαφορία ή την ανικανότητα του «διεθνούς παράγοντα» να βοηθήσει ουσιαστικά στην εξεύρεση και επιβολή μιας δίκαιης λύσης στο Κυπριακό. Τις διάφορες προσπάθειες μεσολάβησης και τους κύκλους των ατέρμονων διαπραγματεύσεων. Την πολιτική εξέλιξη της Δημοκρατίας, την ίδρυση κομμάτων, τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Το «οικονομικό θαύμα» της χώρας, παρά την τουρκική κατοχή, μερικά χρόνια ύστερα από την εισβολή του 1974, αλλά και την οικονομική κατάρρευση, στην παρούσα δεκαετία, που συμπαρέσυρε στην κατρακύλα το τραπεζικό σύστημα, οδηγώντας στην αμφισβήτηση και την απαξίωση δομικών θεσμών του τόπου. Την κρίση της παραδοσιακής δημοσιογραφίας και το αβέβαιο μέλλον της, με την κυριαρχία της ηλεκτρονικής επανάστασης και των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας.

Όλα τα παραπάνω, μαζί με τις τριβές, τις χαρές και τις απογοητεύσεις της καθημερινότητας, το νέο αίμα αλλά και τις πικρές αποχωρήσεις και τους αποχαιρετισμούς πολύτιμων συνεργατών, συσσώρευσαν μια τεράστια εμπειρία σε μια εφημερίδα και έναν εκδοτικό οργανισμό 64 Μαΐων.

Ευχόμαστε στον «Φιλελεύθερο» να τα εκατοστίσει, συμβάλλοντας συνεχώς στον δημοκρατικό διάλογο στον τόπο μας και στην ενημέρωση των πολιτών. Με την προσδοκία, πάντοτε, της επικράτησης του δικαίου και της έλευσης της ελευθερίας στην Κύπρο.
 
Το κυπριακό τοπίο στα ΜΜΕ

Τον Δεκέμβριο του 1955, στη Λευκωσία, κυκλοφορούσαν πολλές εφημερίδες (καθημερινές / εβδομαδιαίες) και περιοδικά, στην ελληνική, τουρκική και αγγλική γλώσσα, σε μια εποχή παρατεταμένης εκδοτικής άνοιξης και της ανοδικής ποιοτικής πορείας από την εμφάνιση της πρώτης εφημερίδας στην Κύπρο, το 1878. Ανάμεσά τους και οι τρεις μεγαλύτερες σε σχήμα, κυκλοφορία και προσωπικό ελληνικές εφημερίδες. Η «αρχαιοτέρα», η «Ελευθερία», της οικογένειας Σταυρινίδη, που κυκλοφορούσε από το 1906, όταν γεννήθηκε ως μετριοπαθές φύλλο της νέας γενιάς στη δίνη της πρώτης σύγχρονης κομματικής αντιπαράθεσης, του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος (1900-1910), παρέμενε η σοβαρότερη και πιο έγκυρη εφημερίδα της εποχής, αρνούμενη επίμονα να υποχωρήσει στην αδυσώπητη ανάγκη του εκσυγχρονισμού της ύλης της για να προσελκύσει νέους αναγνώστες. Οι άλλες δύο μεγάλες εφημερίδες ήταν τέκνα της δεύτερης μεγάλης κυπριακής πολιτικής σύγκρουσης, του 1946 – 1949, στον απόηχο του ελληνικού Εμφυλίου. Ο «Νέος Δημοκράτης» είχε πρωτοεκδοθεί ως «Δημοκράτης» τον Οκτώβριο του 1946 και ήταν «όργανο της Κ.Ε. του Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού (ΑΚΕΛ)». Στις 13 Δεκεμβρίου 1955, μια εβδομάδα μετά την έκδοση του «Φιλελευθέρου», οι βρετανικές αποικιακές Αρχές απαγόρευσαν την κυκλοφορία του «Νέου Δημοκράτη», στο πλαίσιο των αστυνομικών μέτρων που έθεταν εκτός νόμου το κυπριακό κομμουνιστικό κόμμα. Θα τον διαδεχόταν η «Χαραυγή», αρχικά σε μικρότερο σχήμα, τον Φεβρουάριο του 1956. Στον χώρο της κυπριακής Δεξιάς το μεγαλύτερο κυπριακό καθημερινό φύλλο ήταν το «Έθνος», που πρωτοκυκλοφόρησε την Πρωτοχρονιά του 1947, με ιδιοκτήτη τον Θεμιστοκλή Δέρβη, δήμαρχο Λευκωσίας και ηγέτη του «Κυπριακού Εθνικού Κόμματος» (ΚΕΚ). Σε σχέση με τη συντηρητική «Ελευθερία», το «Έθνος» ήταν πιο σύγχρονο φύλλο που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της εποχής, με πιο μαχητική αρθρογραφία και πλουσιότερη ύλη. Μακροπρόθεσμα, όμως, η ιδιοκτησία του Θ. Δέρβη λειτούργησε περιοριστικά ως προς την κυκλοφοριακή επέκταση της εφημερίδας. Το εκδοτικό τοπίο τον Δεκέμβριο του 1955 συμπλήρωναν σημαντικές εφημερίδες, μικρότερης κυκλοφορίας, παλαιότερες ή νεότερες με βραχύ βίο, («Αλήθεια», «Εμπρός», «Κυπριακή», «Κύπρος», «Φακός», «Φως», «Χρόνος – Παρατηρητής» – η μόνη που εκδιδόταν εκτός Λευκωσίας, στη Λεμεσό – κ.ο.κ.). Οι ιστορικές συγκυρίες και οι επιπτώσεις του αγώνα της ΕΟΚΑ θα οδηγούσαν την ίδια περίοδο στο κλείσιμο δύο πολύ σπουδαίων περιοδικών, των «Κυπριακών Γραμμάτων» και της «Ελληνικής Κύπρου».

Παράλληλα, η κυκλοφορία δύο καθημερινών αγγλικών φύλλων, της «Cyprus Mail» και των «Times of Cyprus» για τις ανάγκες του διαρκώς αυξανόμενου αποικιακού στρατιωτικού προσωπικού που έφτανε στο νησί, μπορεί να άφηνε εντελώς αδιάφορο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της Κύπρου, όμως σε δημοσιογραφικό επίπεδο ανανέωνε διαρκώς τον διάλογο και εμπλούτιζε την ύλη με την τεράστια εμπειρία και παράδοση του βρετανικού Τύπου. Σε ένα άλλο επίπεδο, η «Κυπριακή Ραδιοφωνική Υπηρεσία» (C.B.S.) εξέπεμπε από τον Οκτώβριο του 1953 τακτικά ραδιοφωνικές εκπομπές, στο πλαίσιο του «προγράμματος για την ανάπτυξη και ευημερία των αποικιών». Εννοείται, ότι τα προγράμματά της είχαν ξεκάθαρο προπαγανδιστικό χαρακτήρα υπέρ της διαιώνισης της Αποικιοκρατίας στην Κύπρο, ειδικά μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και δεν συμβάδιζαν με τη δημοκρατική αγγλική παράδοση για την πολυφωνία και την ελευθεροτυπία. Θα ακολουθούσε, τον Οκτώβριο του 1957 και η τηλεόραση..

Οι άνθρωποι του «Φιλελευθέρου»

Πρώτος διευθυντής του «Φιλελευθέρου» υπήρξε ο δημοσιογράφος Νίκος Χριστοφόρου Παττίχης (Λάρνακα 1908 – Αθήνα 16 Φεβρουαρίου 1974), πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με σπουδές και προϋπηρεσία στη δημοσιογραφία στην ελληνική πρωτεύουσα. Υπήρξε ανάμεσα στους οραματιστές πρωτοπόρους της κυπριακής δημοσιογραφίας που έφεραν στην Κύπρο τον άνεμο ανανέωσης της αθηναϊκής δημοσιογραφίας της γενιάς του μεσοπολέμου, μέσα στους ασφυκτικούς περιορισμούς της παλμερικής δικτατορίας. Πριν από τον «Φιλελεύθερο» υπήρξε εκδότης, διευθυντής ή αρχισυντάκτης των «Ημερήσιων Νέων» (μαζί με τον Κυριάκο Κακουλλή, 1932), των «Καθημερινών Φύλλων» (1932-1933), του «Ημερήσιου Τηλέγραφου» (1933-1934), της «Εσπερινής» (1937-1951), της πρώτης κυπριακής απογευματινής εφημερίδας και της «Πρωτεύουσας» (1947-1948). Ο «Φιλελεύθερος» υπήρξε η μεγάλη του εκδοτική επιτυχία και η δικαίωση για την επιμονή του να μην απογοητευτεί από τις προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες του. Μετά τον θάνατο του Ν. Χρ. Παττίχη και αφού μεσολάβησε μια περίοδος όπου διεύθυνε την εφημερίδα μαζί με τον Μ. Χατζηευθυμίου ο Λέλλος Θ. Μαρκίδης, γαμπρός του ιδρυτή του «Φ», το 1979 ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας ο γιος του Χριστόφορος Ν. Παττίχης, που απεβίωσε σαν σήμερα, 8/12/1995. Τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του εκδοτικού συγκροτήματος του «Φιλελευθέρου» ο γιος του, Νίκος Χρ. Παττίχης, έχοντας δίπλα του, με τον τίτλο του γενικού διευθυντή και στη συνέχεια του ανώτατου εκτελεστικού διευθυντή τη Μυρτώ Μαρκίδου, εγγονή επίσης του ιδρυτή της εφημερίδας. Ήταν η πρώτη φορά, στην ιστορία της κυπριακής δημοσιογραφίας, που μια εφημερίδα επιβιώνει και συνεχίζει την κυκλοφορία της επί τρεις γενεές της ίδιας οικογένειας εκδοτών, ένα σπάνιο φαινόμενο τόσο στον ευρύτερο ελληνικό χώρο όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Στενός συνεργάτης του Νίκου Χρ. Παττίχη στην έκδοση «Φιλελευθέρου» το 1955 και για σειρά ετών (κατά νόμο υπεύθυνος και οικονομικός διαχειριστής) ήταν ο Μιχαλάκης Χατζηευθυμίου. Η εφημερίδα εκδόθηκε σε μεγάλο σχήμα, είχε δώδεκα ή οκτώ σελίδες και τυπωνόταν σε σύγχρονα τυπογραφεία. Τον Ιανουάριο του 1982 και αφού μεσολάβησε η καταστροφική πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις της εφημερίδας τον Φεβρουάριο του 1981, ο «Φιλελεύθερος» θα υιοθετούσε την τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της φωτοσύνθεσης και την έγχρωμη εκτύπωση, παραμένοντας έτοιμος να αποδέχεται και να ανταποκρίνεται στις εκδοτικές προκλήσεις κάθε νέας εποχής. Στο ίδιο πλαίσιο η εφημερίδα άρχισε πια να εκδίδεται και τη Δευτέρα και προχώρησε με τις εκδόσεις ένθετων και περιοδικών που συνοδεύουν ή συνδέονται με το κεντρικό φύλλο του «Φ».

Την αρχισυνταξία του «Φιλελευθέρου» ο Νίκος Χρ. Παττίχης ανέθεσε τον Δεκέμβριο του 1955 στον Φιφή Ιωάννου, τον διάδοχο του Πλουτή Σέρβα και προκάτοχο του Εζεκία Παπαϊωάννου στην ηγεσία του ΑΚΕΛ. Η παρουσία του Ιωάννου, παρότι είχε απομακρυνθεί από το ΑΚΕΛ προκάλεσε την αντίθεση της ηγεσίας της ΕΟΚΑ, αλλά και τις επιφυλάξεις του κόμματος της Αριστεράς, το οποίο κηρύχθηκε παράνομο από τις αποικιακές Αρχές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, λίγες μέρες αργότερα. Από τον χώρο της οργανωμένης Αριστεράς είχε περάσει και ο κατοπινός αρχισυντάκτης του «Φιλελεύθερου», με σημαντικό ρόλο στην ιστορία και τη διαμόρφωση της πολιτικής θέσης της εφημερίδας στα χρόνια πριν και μετά την καταστροφή του 1974, ο Χριστάκης Κατσαμπάς. Από τους υπόλοιπους αρχισυντάκτες και τους δεκάδες δημοσιογράφους που συνέδεσαν το όνομά τους με τον «Φιλελεύθερο» πριν από όσους εργάστηκαν ή εργάζονται στις μέρες μας, αναφέρουμε εδώ, αλφαβητικά, τους Πάμπη Βάτη, Σπύρο Κέττηρο, Τάκη Κουνναφή, Μάρκο Κωνσταντινίδη, Άνθο Λυκαύγη, Άθω Καραγιάννη, Μιχαλάκη Μίτα, Γιαννάκη Μαμμίδη, Σωτήρη Μιχαήλ, Μιχαλάκη Παντελίδη, Χρίστο Πέτσα, τους αθλητικογράφους Γιώργο Λυσιώτη και Πανίκο Τίτα, τον «Διογένη» (Άνθο Ροδίνη) και τον Παναγιώτη Παπαδημήτρη, την Ήρα Γενακρίτου. Μια ενδεικτική σταχυολόγηση από δεκάδες δημοσιογράφους που εργάστηκαν για να παραμένει, εδώ και 64 χρόνια, σε ένα υψηλό ποιοτικό επίπεδο η ενημέρωση που παρέχεται από τις στήλες του «Φιλελεύθερου».