Δεν υπάρχει κάποιος στην Λάρνακα που να μην γνωρίζει πως μία από τις οικογένειες που σφράγισαν την ιστορία της είναι η οικογένεια Ευρυβιάδη.

Το υπενθυμίζουν άλλωστε το Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο, η οδός Ευρυβιάδου, καθώς και το θρυλικό ξενοδοχείο Τέσσερα Φανάρια, που μπορεί να κατεδαφίστηκε αλλά η επωνυμία του παραμένει στα σύγχρονα διαμερίσματα, που πήραν τη θέση του στο παραλιακό μέτωπο των Φοινικούδων.   

Η πορεία της οικογένειάς του διέγραψε και τη δική του. Ενεπλάκη από παιδί στα κοινά και εδώ και πάρα πολλά χρόνια αποτελεί μια από τις πιο κριτικές φωνές της Λάρνακας, υποδεικνύοντας καυστικά τα κακώς έχοντα στην πόλη. Ο ζωγράφος, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και δημοτικός σύμβουλος Λάρνακας, Εύρος Ευρυβιάδης μίλησε στον «Φ» για την ιστορία της οικογένειάς του, τη δωρεά κειμηλίων από τα Τέσσερα Φανάρια στο Δημοτικό Μουσείο Ιστορικού Αρχείου Λάρνακας, καθώς και τις πληγές της πόλης που παραμένουν ανοικτές.

Συναντηθήκαμε στο σπίτι του που βρίσκεται σε μια κάθετο των Φοινικούδων, που φέρει το όνομα της οικογένειάς του. «Όταν συμπλήρωνα κάποια έγγραφα και ζητούσαν στοιχεία ταυτότητας έγραφα, όνομα: Ευρυβιάδης Ευρυβιάδη, διεύθυνση: Ευρυβιάδου και τόπος εργασίας: Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο. Κάποιοι νόμιζαν πως τους κορόιδευα» λέει όταν του αναφέρω πως είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους στην Κύπρο που μένει σε οδό με το όνομά του.

«Είναι προς τιμή του προπάππου μου το όνομα της οδού, ο οποίος έκτισε το Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο. Ονομαζόταν Ευρυβιάδης Αντωνιάδης (σ.σ ευεργέτης της Λάρνακας και δωρητής του Ευρυβιάδειου Παρθεναγωγείου το 1905). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και ήταν πλούσιος έμπορος. Όλη η οικογένειά μου κινείτο ανάμεσα στην Κύπρο, τη Βηρυτό και τη Σμύρνη και είχε ρίζες από τα Επτάνησα. Ο πατέρας μου έκανε μια έρευνα και βρήκε μέχρι το 1870 ποιος ήταν στην κορυφή του γενεαλογικού μας δέντρου. Ήταν ο Άγγελος Σούντιας, Φιλικός, γιατρός από αριστοκρατική οικογένεια της Λευκάδας. Οι απόγονοί του μας φέρνουν στην δική μου οικογένεια, μέσω του εγγονού του, Άγγελου (σ.σ δημοτικός σύμβουλος Λάρνακας από το 1908-1911), ο οποίος βρέθηκε συμπωματικά στην Κύπρο και παντρεύτηκε την Κορίνα Πιερίδη, που ήταν προγιαγιά μου. Η οικογένεια Πιερίδη και η δική μου είναι από τον ίδιο προπάππου, ο οποίος ήταν ο Πιεράκης Δημητρίου Κορέλας, που αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους το 1821.

Ο Άγγελος και η Κορίνα απέκτησαν τρεις κόρες τη γιαγιά μου Ολίβια, την Κίκα, και τη Φρόσω Σούντια (σ.σ. Η Κίκα και η Φρόσω υπήρξαν από τις σημαντικότερες εκπαιδευτικούς της Κύπρου και τιμήθηκαν από το Γαλλικό κράτος).  Η Ολίβια Σούντια παντρεύτηκε τον Οδυσσέα Ευρυβιάδη (Wideson), γιο του Ευρυβιάδη Αντωνιάδη. Η οικογένεια άλλαξε το επίθετο κι έτσι δημιουργήθηκε το Ευρυβιάδη. Απέκτησαν πέντε παιδιά μεταξύ των οποίων τον πατέρα μου, Ανδρέα Ευρυβιάδη, που κληρονόμησε μαζί με τα τρία από αδέλφια του ένα κτήμα στις Φοινικούδες, το οποίο αποφάσισαν να κάνουν ξενοδοχείο».

Έτσι δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950 το ιστορικό ξενοδοχείο Τέσσερα Φανάρια (The Four Lanterns Hotel), που συνέδεσε την πορεία του με τις αναμνήσεις των Λαρνακέων του περασμένου αιώνα. Στις μεγάλες του αίθουσες διοργανώνονταν θρυλικές εκδηλώσεις, ενώ από αυτές πέρασαν και διάσημοι καλλιτέχνες της εποχής όπως η Μούσχουρη, η Βουγιουκλάκη και ο Ζαμπέτας.

«Το ξενοδοχείο ανοίχθηκε προς την τοπική κοινωνία και ήταν εντευκτήριο όλης της πόλης. Σταδιακά ο πατέρας μου, με τη σύμφωνο γνώμη των αδελφιών του που ζούσαν στο εξωτερικό, έκανε επεκτάσεις στο ξενοδοχείο. Εμείς μεγαλώσαμε στα Τέσσερα Φανάρια. Όταν σχόλανα από το σχολείο πήγαινα κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Είναι πολλές οι αναμνήσεις… Εκεί έκανα τις πρώτες εκθέσεις ζωγραφικής. Από την τετάρτη Γυμνασίου και μετά έκανα σχεδόν κάθε χρόνο εκθέσεις. Μετά ο πατέρας μου έφτασε σε μια ηλικία που δεν μπορούσε, το ξενοδοχείο άρχισε να ενοικιάζεται σε κάποιες εταιρείες που δεν πλήρωναν κι έτσι άρχισαν οι περιπέτειες. Όταν πέθανε το πουλήσαμε, προκειμένου να επεκταθεί. Παρόλα αυτά αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί και δυστυχώς χάθηκε το 2005.

Κάποια από τα αντικείμενα του ξενοδοχείου εκτίθενται σε μια γωνιά στο Δημοτικό Μουσείο Ιστορικού Αρχείου Λάρνακας, που ομόρφυνε με κάτι ξεχωριστό. Η δωρεά αφορά πίνακες από την τραπεζαρία του ξενοδοχείου, βάζα και μια βιτρίνα που έχει μέσα φλυτζάνια και διάφορα άλλα αντικείμενα από διάφορες εποχές».

Κάποιοι δεν βλέπουν τα προβλήματα στην πόλη

Έπειτα από σπουδές στη σχολή Καλών Τεχνών στη Μασσαλία, λίγο μετά την επανάσταση του 1968, ο Εύρος Ευρυβιάδης επέστρεψε στην Κύπρο και διορίστηκε ως καθηγητής τέχνης.

«Δεν μετανιώνω που το έκανα, αλλά παραμελείς την τέχνη σου. Ζωγράφιζα κατά περιόδους. Έμεινα 30 χρόνια στα σχολεία. Διορίστηκα το 1975 και ήταν όλα αλλαγμένα, λόγω του πραξικοπήματος και της εισβολής. Ήταν ένα σχολείο και για μένα. Όσο περνούσαν τα χρόνια μάθαινα, μέχρι που έφτασα προς το τέλος της καριέρας μου και αναμίχθηκα έντονα με το θέατρο. Δημιουργούσαμε με τα παιδιά και οι παραστάσεις μας βραβεύονταν στο Παγκύπριο Λύκειο και στο Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο.  

Αφυπηρέτησα πρόωρα στα 55 μου και τώρα είμαι 74. Τα κοινά πάντα με ενδιέφεραν και αυτό το πήρα από τον πατέρα μου, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Ξενοδόχων, πρόεδρος της Αρχής Λιμένων και μετά έγινε δημοτικός σύμβουλος. Όταν ήταν δημοτικός σύμβουλος του υποδείκνυα λάθη στην πόλη και του έκανα καθημερινό report. Πριν από πολλά χρόνια δημιούργησα μια σελίδα στο Facebook και αναδεικνύω τα προβλήματα και τις κακοτεχνίες της πόλης. Μέχρι και σήμερα κάποιοι δεν παραδέχονται πως υπάρχουν προβλήματα στην πόλη. Λένε, για παράδειγμα, πως η Λάρνακα είναι η πιο καθαρή πόλη. Εγώ νομίζω πως αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας, μαζί με την ακαταστασία. Συνεχίζω ως δημοτικός σύμβουλος, πλέον, να στέλνω φωτογραφίες για να διορθωθούν πράγματα. Η Λάρνακα αλλάζει, γίνονται πολλά έργα και προγραμματίζονται πολλά άλλα, αλλά έχω την εντύπωση πως δυστυχώς κάνουμε έργα και μετά τα παραμελούμε».

Το όραμα του για τη Λάρνακα, όπως λέει, είναι να μετατραπεί σε μια πόλη που προσφέρει ποιότητα ζωής στους κατοίκους.

«Εκείνο που πάντα ονειρεύομαι είναι να είναι η Λάρνακα ένα πολιτισμένο μέρος. Πολιτισμός είναι και η καθαριότητα, η ευγένεια, η καταπολέμηση της ηχορύπανσης και η αρμονία που, δυστυχώς, δεν τα έχουμε. Όλοι, εν τω μεταξύ, μιλούν για τον χαρακτήρα της πόλης. Μα ποιον χαρακτήρα; Χαρακτήρας υπήρχε όταν όλα τα κτήρια ήταν διώροφα με κεραμίδια. Από τη στιγμή που τα γκρεμίσαμε και αρχίσαμε να κτίζουμε πιο ψηλά κτήρια, δεν με φοβίζουν οι 15 και 20 όροφοι. Λέμε να μην γίνουμε Λεμεσός. Στην επίχωση της Λεμεσού, όμως, έγιναν ποδηλατόδρομοι, φυτεύτηκαν χιλιάδες δέντρα, δημιουργήθηκαν υπαίθρια θέατρα κ.λπ. Δεν συμφωνώ με την άποψή που εκφράζεται για τους πύργους. Δεν λέω να είναι πάνω στην θάλασσα, αλλά προτιμώ ένα κομψό πύργο, παρά ένα κτήριο εξάμβλωμα με πέντε ορόφους. Η άποψή μου είναι πως τα κτήρια δεν πρέπει να κρίνονται από το ύψος, αλλά από τον σχεδιασμό και την κομψότητά τους και η Λεμεσός έχει γεμίσει με αριστουργήματα».