Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήματα Παγκύπριας Έρευνας, που σχεδίασε και υλοποίησε το Παρατηρητήριο Ισότητας Κύπρου, για τη στάση των γυναικών και ανδρών εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας  Εκπαίδευσης Κύπρου, απέναντι στο φαινόμενο της έμφυλης βίας και τους τρόπους, με τους οποίους θεωρούν πως μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπισή του.  

Όπως καταδεικνύεται από την έρευνα, οι Κύπριες/οι εκπαιδευτικοί, παρά το γεγονός ότι θεωρούν περιορισμένη τη γνώση τους, γύρω από τα ζητήματα φύλου και ισότητας, φαίνεται να κατανοούν πως «η βία κατά των γυναικών αποτελεί παραβίαση πολλαπλών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στη ζωή, της ελευθερίας, της αυτονομίας, της προσωπικής ασφάλειας, της ισότητας, της μη διάκρισης και κακομεταχείρισης και του σεβασμού της προσωπικότητας (WHO, 2009)» .

Φαίνεται να αντιλαμβάνονται επίσης πως είναι σημαντικός ο ρόλος που καλούνται να επιτελέσουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου, στο πλαίσιο της κοινωνίας ευρύτερα και της εκπαίδευσης ειδικότερα, ενώ μέσω των απαντήσεών τους καταδεικνύεται ακόμη πως ζητούν παραπέρα πληροφόρηση και βοήθεια για να ανταποκριθούν σχετικά στο πλαίσιο του ρόλου τους ως κοινωνικών μεταρρυθμιστριών/ών.

Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη έρευνα κρίθηκε αναγκαία, στο πλαίσιο της ανάγκης αναγνώρισης, του γεγονότος ότι η βία κατά των γυναικών αποτελεί παραβίαση πολλαπλών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και λόγω του ρόλου που μπορούν να επιτελέσουν οι εκπαιδευτικοί στην αντιμετώπιση του φαινομένου, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη πως το σχολείο, ως αντανάκλαση των συγκεκριμένων κοινωνιών εντός των οποίων λειτουργεί αποτελεί πεδίο και βίας, η οποία συνδέεται με το φύλο.

 Παράλληλα, όμως, είναι δυνατό να αποτελέσει εφαλτήριο υπέρβασης και της έμφυλης βίας, με την ενεργητική συμβολή των εκπαιδευτικών, καθώς και με τη δημιουργία πολιτών/ισσών του μέλλοντος, διαπαιδαγωγημένων σε πνεύμα έμφυλης ισότητας και αλληλοαποδοχής. 

Συμπεράσματα  για τις απόψεις των εκπαιδευτικών:

-Ο βαθμός ενημέρωσης/επιμόρφωσης και ευαισθητοποίησης

Αναφορικά με την ευαισθητοποίησή τους σε ζητήματα έμφυλης βίας από επιμορφωτικά προγράμματα, τα δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα πως μόνον ένας/μια στους/στις τρεις εκπαιδευτικούς του δείγματος είναι ικανοποιητικά ευαισθητοποιημένος/η (οι 37 εκπαιδευτικοί ή ποσοστό 30,9 στο σύνολο των 123 εκπαιδευτικών).  Επίσης, από τις/τους εκπαιδευτικούς που δεν επιμορφώθηκαν (ποσοστό 62,6%), συνάγεται ότι η/ο μία/ένας στις/στους τέσσερις είναι ενημερωμένη/ος, κυρίως από το διαδίκτυο (ποσοστό 59,3%).

Κατά συνέπεια, επανέρχεται εμφατικά η ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης κατάλληλων και ποιοτικών επιμορφωτικών προγραμμάτων, υπό την οπτική του φύλου, για τους/τις εκπαιδευτικούς και, μάλιστα, για θέματα έμφυλης βίας.

-Ο βαθμός αναγνώρισης ζητημάτων που συνδέονται με την έμφυλη βία

Από την έρευνα εξάγεται ακόμη το συμπέρασμα πως οι εκπαιδευτικοί δεν εντάσσουν τα θέματα φύλου στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών προβλημάτων που τις/τους απασχολούν. Ωστόσο  γίνεται προφανής μια θετική στάση των εκπαιδευτικών απέναντι σε θέματα φύλου και μάλιστα, οι εκπαιδευτικοί του δείγματος, ανεξάρτητα από το αν έχουν επιμορφωθεί ή όχι, τοποθετούνται θετικά στις περισσότερες ερωτήσεις, που συνδέονται με τη γυναικεία κατωτερότητα και την έμφυλη βία.

Ως ενδιαφέρουσα, ως προς την κατανόηση των αιτιών που παράγουν έμφυλη βία, κρίνεται η άποψη του 43,1% του δείγματος, πως η ενδοοικογενειακή βία είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι γυναίκες θεωρούνται από την κοινωνία ως ιδιοκτησία των συζύγων τους.

Επίσης, οι εκπαιδευτικοί του δείγματος χαρακτηρίζουν σε πολύ μεγάλα ποσοστά (από 92,1% έως 99,3%), ως εγκληματική ενέργεια ή πολύ σοβαρό συμβάν τα περιστατικά που συνδέονται: α) με τον ξυλοδαρμό κοριτσιών από τους πατέρες τους, β) τον ξυλοδαρμό γυναίκας από τον σύντροφό της, λόγω πραγματικής ή υποτιθέμενης σχέσης με άλλον άνδρα, γ) τον εξαναγκασμό γυναίκας από τον σύντροφό της να κάνει σεξ μαζί του δ) την κακοποίηση που υφίσταται μια γυναίκα, εξαιτίας της κριτικής που ασκεί στις πράξεις του συντρόφου της.

Μια τρίτη διαπίστωση, η οποία προκύπτει από τα ερευνητικά δεδομένα, σχετίζεται με την απάντηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών (ποσοστό 69,1%) πως η βία κατά των γυναικών δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, αλλά όλες οι ηλικίες είναι ευάλωτες στη βία και διαπράττονται, κυρίως, από τον σύντροφο/σύζυγο (ποσοστό 54,5%) και από συγγενικό ή γνωστό άτομο (ποσοστό 30,9%).

Ακόμη, από τις απαντήσεις του δείγματος, αναφορικά με τον εντοπισμό της έμφυλης βίας διαπιστώνονται απόψεις, που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς πως, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, φυλή, εθνότητα, θρησκεία, σεξουαλικό προσανατολισμό, αναπηρία κ.ά. οι γυναίκες και τα κορίτσια μπορεί να υποστούν μία ή πολλαπλές μορφές έμφυλης βίας, γεγονός στο οποίο συγκλίνει το σύνολο των ερευνών παγκοσμίως, αλλά και οι εκτιμήσεις Διεθνών Οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, η ΕΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης κ.λπ. (Κουρουτσίδου και Γκασούκα, 2021).

– Οι αιτίες της βίας κατά των γυναικών/κοριτσιών που συνδέονται με το φύλο τους

Ως πέντε πρώτες βασικές αιτίες της έμφυλης βίας αναδεικνύονται, μέσα από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών, οι ακόλουθες: Η «Αναγνώριση της βίας ως μέρους του ανδρισμού», η «Κοινωνική ανοχή απέναντι στην έμφυλη βία», η «Κατάχρηση αλκοόλ/κατανάλωση αλκοόλ», τα«Ζητήματα σχέσης/γάμου», οι «Βίαιοι πατέρες/ενδοοικογενειακή βία στην οικογένεια προέλευσης των ανδρών» και οι «Ισχυρές σχετικές πολιτιστικές παραδόσεις».

Παράλληλα με τα ανωτέρω, συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι η πανδημία και ο περιορισμός της κινητικότητας αναπαράγουν και αυξάνουν φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, επιβεβαιώνοντας έτσι τις πρώτες σχετικές έρευνες και, κυρίως, την έρευνα της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία υπήρξε σημαντική αύξηση των καταγγελιών για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, που καταγράφηκαν τις ημέρες της «καραντίνας» και του υποχρεωτικού εγκλεισμού στο σπίτι, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Αξίζει να σταθούμε στις απαντήσεις των γυναικών εκπαιδευτικών, αποκλειστικά προς τις οποίες τέθηκε η ερώτηση για το «από πού θα ζητούσαν βοήθεια σε περίπτωση που έπεφταν θύματα βίας;». Η πλειοψηφία τους (ποσοστό 40,9% -πίνακας 55) απάντησε πως θα ζητούσε βοήθεια από τις νομικές υπηρεσίες, 20,5%, από τα συμβουλευτικά κέντρα ή τα καταφύγια γυναικών και 20,5% από ψυχολόγο ή σύμβουλο. Εντύπωση προκαλεί η παντελής απουσία της «αστυνομίας» από τις εναλλακτικές πηγές βοήθειας των γυναικών, σε περίπτωση που έπεφταν θύματα βίας.

-Οι υλικές και θεσμικές δομές που μπορούν να λειτουργήσουν προληπτικά και παρεμβατικά στο φαινόμενο της έμφυλης βίας

Σύμφωνα με τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών του δείγματος για τις υλικές και θεσμικές δομές, που μπορούν να λειτουργήσουν προληπτικά και παρεμβατικά απέναντι στο φαινόμενο της έμφυλης βίας, σχεδόν ένας/μια στους/στις δύο εκπαιδευτικούς (ποσοστό 34,1%) αναφέρουν ως απαραίτητη θεσμική διαδικασία την ένταξη της διάστασης του Φύλου σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης.

Το γεγονός συνεπάγεται κατά πρώτον το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών για το ζήτημα της έμφυλης βίας, καθώς αντιλαμβάνονται πως το εκπαιδευτικό σύστημα, παρά τις προθέσεις του, δεν κατορθώνει ουσιαστικά να εκπληρώσει την υπόσχεση της έμφυλης ισότητας που ρητά θεσπίζει και κατά δεύτερον την πεποίθησή τους, πως η τυπική εκπαίδευση μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως σημαντικό μέρος της λύσης του προβλήματος της έμφυλης βίας και πως ύπαρξη κάθε μορφής σεξιστικής και ρατσιστικής ιδεολογίας στον χώρο της εκπαίδευσης αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην επίτευξη βασικών δημοκρατικών/εκσυγχρονιστικών ευρύτερων στόχων του εκπαιδευτικού συστήματος.  Τη συγκεκριμένη άποψη αποδέχεται η διεθνής σχετική έρευνα, η οποία, χάρη στη φεμινιστική σκέψη, υποστηρίζει πως το σχολείο χρειάζεται ριζική αλλαγή στο σύστημα έμφυλων σχέσεων, προϋπόθεση για τη δημιουργία ισότιμων υποκειμένων και για την μετατροπή του σε χώρο συνάντησης και επικοινωνίας.  

-Ο ρόλος των εκπαιδευτικών  στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας στο σχολικό περιβάλλον

 – Ακολούθως παρουσιάζονται οι απόψεις των ερωτώμενων εκπαιδευτικών, αναφορικά με τον ρόλο που πρέπει να αναλάβουν και τις συνακόλουθες συμπεριφορές, που αυτός συνεπάγεται για την επιτυχή αντιμετώπιση εκ μέρους τους φαινομένων έμφυλης βίας στο σχολικό περιβάλλον.

 Η πρώτη σημαντική διαπίστωση είναι ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι εκπαιδευτικοί θεωρούν πως πρέπει να λειτουργούν ως κοινωνικές μεταρρυθμίστριες και κοινωνικοί μεταρρυθμιστές στις τάξεις τους.

Επιβάλλεται να σημειώσουμε πως η ισχυρά διατυπωμένη ήδη άποψή τους ότι είναι αναγκαία «η εισαγωγή της διάστασης του Φύλου σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης ως διδακτικό αντικείμενο», συναντάται με την επίσης πολύ ισχυρή πεποίθησή τους (ποσοστό 95,9) πως τα ζητήματα της ισότητας των φύλων ευρύτερα και της βίας κατά των γυναικών, ειδικότερα, εντάσσονται στον εκπαιδευτικό τους ρόλο και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτόν κι αυτό δεν αποτελεί κυπριακό, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο.

Ταυτόχρονα, σε μία αναστοχαστική/αυτοαξιολογική διαδικασία, χαρακτηριστικό των ανοιχτών ερωτήσεων, οι εκπαιδευτικοί εκτιμούν τη δική τους γνωστική επάρκεια σε θέματα έμφυλης βίας, από περιορισμένη μέχρι ικανοποιητική (ποσοστά 42,3% και 43,9 αντίστοιχα).

Στις περιπτώσεις που υπήρξε σχετική συζήτηση στην τάξη τους, διαπίστωσαν, πάντα σύμφωνα με τις απαντήσεις τους, τη θετική σχετική αντίδραση των μαθητριών/ών (ποσοστό 61,5%-πίνακας 70).

 Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει την άποψή τους για την ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης κατάλληλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σχετικών με την έμφυλη βία. Ωστόσο, διευκρινίζουν πως θέματα έμφυλης βίας δεν συζητιούνται ή συζητιούνται σπάνια μέσα στις σχολικές μονάδες (ποσοστό 65,8%- πίνακας 68). Καταλήγουν δε στο συμπέρασμα πως τα αγόρια δεν έχουν ως εγγενές χαρακτηριστικό τους την επιθετικότητα εναντίον των κοριτσιών (ποσοστό 78,0%- πίνακας 71). Από την άλλη, όμως, από την έρευνα προκύπτει πως ένας μικρός αριθμός εκπαιδευτικών (ποσοστό 4,1%) έχει ασκήσει βία σε γυναίκες συναδέλφους του στη σχολική μονάδα που υπηρετούν. Η βία αυτή εμπεριείχε φραστικές επιθέσεις (λεκτική βία) και σεξουαλική παρενόχληση.

Αναφορικά με τη γνώση των Κυπρίων εκπαιδευτικών γύρω από τις δημόσιες πολιτικές που ισχύουν στη χώρα για την αντιμετώπιση της βίας που συνδέεται με το φύλο, οι ίδιοι/ες απαντούν σε ένα μεγάλο ποσοστό (80,5%) ότι δεν γνωρίζουν αυτές τις πολιτικές, ενώ σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες και άνδρες εκπαιδευτικοί του δείγματος τονίζουν εμφατικά πως επιθυμούν περισσότερη ενημέρωση και επιμόρφωση για ζητήματα ισότητας και βίας κατά των γυναικών, συνεργασία σχολείου και οικογένειας γύρω από τα συγκεκριμένα ζητήματα και την αντιμετώπισή τους και ένταξη θεμάτων φύλου/ έμφυλης βίας ως ξεχωριστού διδακτικού αντικειμένου, γεγονός που, αν υλοποιηθεί, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας σε απόφοιτες/ους Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Φύλου διαφόρων ευρωπαϊκών και κυπριακών πανεπιστημίων.

Καταλήγουμε, με μία παρατήρηση της ερευνητικής ομάδας, η οποία αφορά τον λόγο που αρθρώνουν τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες του δείγματος στη συντριπτική τους πλειοψηφία κατά τις απαντήσεις τους. Πρόκειται, ακούσια-εκούσια, για λόγο σεξιστικό (γλωσσικός σεξισμός), που καθιστά τις γυναίκες αόρατες και, είναι προφανές, ότι οι εκπαιδευτικοί αγνοούν πως η συγκεκριμένη μορφή λόγου αποτελεί είδος έμφυλης βίας. Το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με την έκδοση από το Παρατηρητήριο Ισότητας των Φύλων (ΠΙΚ) και τον Εθνικό Μηχανισμό για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (1η και 2η έκδοση αντίστοιχα) Οδηγού Υπέρβασης του Γλωσσικού Σεξισμού στη Γλώσσα των Εγγράφων της Δημόσιας Διοίκησης της Κυπριακής Δημοκρατίας (Γκασούκα, Γεωργαλίδου και Φουλίδη, 2018 και 2020), ο οποίος έχει γίνει δεκτός σε ειδικές συνεδριάσεις τόσο από την Κυπριακή Κυβέρνηση όσο και από την Κυπριακή Βουλή.

-Προτάσεις  για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών

Όλα τα παραπάνω καθιστούν επιτακτική την ανάγκη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε θέματα φύλου και ισότητας, με έμφαση στο φαινόμενο της έμφυλης βίας, προκειμένου να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του επαχθούς φαινομένου, που υποβιβάζει τόσο τον πολιτισμό όσο και την ουσία της Δημοκρατίας.  Η ενημέρωση, επιμόρφωση και ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας και της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Κύπρου, σε θέματα έμφυλης ισότητας αποτελεί, πέρα από αναγκαιότητα, όπως οι ίδιες/οι υποστηρίζουν και υποχρέωση της πολιτείας.

-Οι προτάσεις που προκύπτουν από το θεωρητικό πλαίσιο, τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών και από την ευρύτερη ερευνητική διαδικασία είναι οι εξής:

-Ανάπτυξη δημόσιων πολιτικών και εργαλείων (λ.χ. κυβερνητικά σχέδια, υπουργικές αποφάσεις, τομεακά προγράμματα, τοπικά σχέδια κ.ά.) σχεδιασμού, υλοποίησης, παρακολούθησης και αξιολόγησης των πολιτικών Φύλου, με την εξασφάλιση των αναγκαίων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων.

-Ανάπτυξη νομοθετικών πρωτοβουλιών, για την ισότιμη και ισόρροπη παρουσία των γυναικών και ανδρών εκπαιδευτικών στις θεσμικές θέσεις της τυπικής εκπαίδευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

-Δημιουργία νέων και εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων Κοινωνικών Θεσμών και Φορέων, που συνδέονται με την περίθαλψη των θυμάτων και την πρόληψη του φαινομένου της έμφυλης βίας.

-Ευρύτερη ένταξη ζητημάτων φύλου, ταυτοτήτων και ισότητας σε όλα τα Προγράμματα Σπουδών των διαφόρων βαθμίδων Εκπαίδευσης (Σπουδές Φύλου) από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σε συνδυασμό με την ευρύτερη ανάπτυξη ευαίσθητων πολιτισμικά και έμφυλα εκπαιδευτικών πρακτικών χωρίς αποκλεισμούς, με ταυτόχρονη αξιολόγηση αντικτύπου.

– Ταχύτερη και ολοκληρωμένη υλοποίηση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και εκλαΐκευση των στόχων, του περιεχομένου και των δράσεων της, ώστε να ενημερωθεί/ευαισθητοποιηθεί σχετικά το σύνολο της κυπριακής κοινωνίας.

-Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης από τους κυπριακούς θεσμικούς φορείς (Υπουργείο Παιδείας, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Εθνικός Μηχανισμός για τα Δικαιώματα της Γυναίκας), για την ενημέρωση/επιμόρφωση/ευαισθητοποίηση των γυναικών και ανδρών εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας (όπως και της Πρωτοβάθμιας, άλλωστε) Εκπαίδευσης σε θέματα Ισότητας των Φύλων και Έμφυλης Βίας

-Σχεδιασμός       από        την         πολιτεία              μαζικών               δράσεων ενημέρωσης/ευαισθητοποίησης της κυπριακής κοινωνίας, γύρω από θέματα βίας κατά των γυναικών και κοριτσιών, με αξιοποίηση των ΜΜΕ, των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και των ΤΠΕ .

-Συμμετοχή στην προαναφερόμενη δημόσια προσπάθεια της Εκπαίδευσης και των φορέων της, ειδικότερα των συνδικαλιστικών οργανώσεων του χώρου, με την ανάληψη ενημερωτικών δράσεων, που θα απευθύνονται στους/στις μαθητές/τριες, στις/στους γονείς τους, αλλά και στην τοπική κοινωνία (Ράπτης και Ψαράς, 2015) και δια των οποίων θα μπορούσαν να ενημερωθούν/ευαισθητοποιηθούν, ενδεικτικά, για θέματα ισότητας και ειδικότερα έμφυλης βίας, να πληροφορηθούν για την ισχύουσα σχετικά νομοθεσία και τα δικαιώματα των γυναικών-θυμάτων, να ενημερωθούν για τις εθνικές και ευρωπαϊκές στρατηγικές και πολιτικές που αφορούν την Ισότητα των Φύλων και τη βία κατά των γυναικών.

-Πρόσβαση γυναικών εκπαιδευτικών θυμάτων έμφυλης βίας σε ασφαλείς μηχανισμούς αναφοράς, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να τους παρέχουν άμεσες, επαρκείς απαντήσεις και να τις υποστηρίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αναφοράς βίας.

-Σχεδιασμός Εκπαιδευτικών/Επιμορφωτικών Προγραμμάτων Φύλου για εκπαιδευτικούς, από gender experts, με αξιοποίηση Τεχνικών Εκπαίδευσης Ενηλίκων και στη βάση της μη-Σεξιστικής Αγωγής και της Φεμινιστικής Παιδαγωγικής, με ταυτόχρονη παραγωγή των αναγκαίων εκπαιδευτικών πακέτων.

-Συγγραφή μη-σεξιστικών Αναλυτικών Προγραμμάτων και Εγχειριδίων.

-Διαμόρφωση σαφών Κωδίκων Συμπεριφοράς Εκπαιδευτικών (ΚΣΕ) και Οδηγιών, ώστε να διασφαλιστεί ότι όλες και όλοι γνωρίζουν τι συνιστά έμφυλη, βίαιη συμπεριφορά και το πως θα την αναφέρουν.

-Αποστολή, με φροντίδα του Εθνικού Μηχανισμού για τα Δικαιώματα της Γυναίκας του Οδηγού Υπέρβασης του Γλωσσικού Σεξισμού στη Γλώσσα των Εγγράφων της Δημόσιας Διοίκησης της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλες τις Σχολικές Μονάδες, παράλληλα με τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση από εμπειρογνώμονες Φύλου (gender experts) σχετικών εκπαιδευτικών σεμιναρίων.

-Παραπέρα δραστηριοποίηση των εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών οργάνων, ώστε να διαδραματίσουν βασικό ρόλο τόσο στην ακρόαση των απόψεων των εκπαιδευτικών όσο και στην έμφυλη συνειδητοποίησή τους.

-Μέριμνα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και οι επιστημονικών ενώσεων των Κυπρίων εκπαιδευτικών για την επιμόρφωση/ευαισθητοποίηση των μελών τους σε θέματα φύλου και, ιδιαίτερα, σε θέματα έμφυλης βίας, και συνδρομή τους στην ενίσχυση της δημιουργίας των Κωδίκων Δεοντολογίας, ταυτόχρονα με την υποστήριξη των σχετικών εθνικών πολιτικών αντιμετώπισης της βίας κατά των κοριτσιών και των γυναικών, αναδεικνύοντάς τες και διαδίδοντάς τες.

– Ανάδειξη της παρούσας έρευνας σε εφαλτήριο υλοποίησης επόμενων ερευνών, που να αφορούν όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, με την συγκέντρωση και αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, παράλληλα με την ανάλυση των διαφόρων συναφών παραγόντων.

– Διαμόρφωση Συστήματος Συλλογής Έμφυλων Δεδομένων, Μηχανισμών κ.λπ. για τον προσδιορισμό και την υπέρβαση του φαινομένου της έμφυλης βίας.

Στοιχεία της Έρευνας

Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν γυναίκες και άνδρες εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα τρία τέταρτα του δείγματος να αποτελούν γυναίκες εκπαιδευτικοί (ποσοστό 62,6%), δηλαδή τρεις στους/στις τέσσερις εκπαιδευτικούς είναι γυναίκες.

Επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας ήταν η Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Μαρία Γκασούκα, ενώ στο δείγμα εμπεριέχονται οι ειδικότητες Θεωρητικών επιστημών (41,5%), Θετικών επιστημών (34,1), Νέων Τεχνολογιών(17,9) και Καλλιτεχνικών(6,5). 

Επίσης, η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών (ποσοστό 61%) έχει εκπαιδευτική προϋπηρεσία μέχρι 10 έτη.

Πάνω από το ένα τρίτο των εκπαιδευτικών του δείγματος έχει ηλικία μέχρι 34 έτη (ποσοστό 45,5%), ενώ οι εκπαιδευτικοί που έχουν ηλικία πάνω από 55 έτη είναι ένας στους/στις δέκα (ποσοστό 6,5%).

Οι μισοί από τους/τις εκπαιδευτικούς του δείγματος (ποσοστό 48,0) είναι παντρεμένοι/ες με την πλειοψηφία αυτών (32,5% του δείγματος) να έχει δύο παιδιά. Η ηλικία των παιδιών διαμοιράζεται σε όλες τις κατηγορίες, με το μεγαλύτερο ποσοστό (28,3%) να είναι πάνω από 20 έτη.