Μια διεισδυτική ματιά στο συλλογικό ψυχικό τραύμα που ο κυπριακός λαός κουβαλά από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή-κατοχή του 1974 και στο μετατραυματικό του αποτύπωμα 48 χρόνια μετά, μας δίνουν με παρεμβάσεις τους στον «Φ» και με αφορμή τις επετείους εκείνου του καλοκαιριού, τέσσερις γνωστοί λειτουργοί της ψυχικής υγείας με μακροχρόνια εμπειρία και προσφορά στον επαγγελματικό τους χώρο και στην κοινωνία μας.

Γιατί, όπως επεσήμανε ο ψυχίατρος δρ Σάββας Νεοκλέους, «η βία εκείνων των ημερών άφησε πίσω της αξεπέραστα ψυχικά τραύματα και οι επιπτώσεις του μετατραυματικού στρες και του ανολοκλήρωτου πένθους εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και σήμερα και βασανίζουν αυτό τον λαό». Ενώ, σύμφωνα με την παιδοψυχίατρο δρα Άννα Παραδεισιώτη, διευθύντρια Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, «παρόλο που η πλειοψηφία του κυπριακού λαού διατηρεί την ψυχική του συγκρότηση και δημιουργικότητα, το ψυχικό τραύμα που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο και συντηρείται από τις μεταπολεμικές  συνέπειες της κατοχής, παραμένει σε αρκετούς ανεπούλωτο ή/και ακατέργαστο, προκαλώντας μια ευθραυστότητα και εσωτερική ρωγμή στο ψυχισμό τους». 

Ο  κλινικός ψυχολόγος, κοινωνικός ανθρωπολόγος και ψυχαναλυτής δρ Μιχάλης Α. Πέτρου επικεντρώθηκε σε αυτό που αποκάλεσε «τρομερό τραύμα» των συγγενών αγνοουμένων και κυρίως των παιδιών τους και στο γεγονός ότι «ποτέ κανείς δεν τους βοήθησε να επεξεργαστούν αυτή την απώλεια». Τέλος, όπως υπέδειξε ο νευρολόγος ψυχίατρος δρ Κυριάκος Βερεσιές, «βιώνουμε στην Κύπρο ένα ατέλειωτο ψυχολογικό τραυματικό στρες και τα μετατραυματικά μας συμπτώματα αλλάζουν και παραδίνουν τη σκυτάλη από μια γενιά σε άλλη…». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Οι προαναφερόμενοι επιστήμονες είναι οι βασικοί συντελεστές του βιβλίου με τίτλο «Πραξικόπημα-τουρκική εισβολή και ψυχικό τραύμα» που εκδόθηκε στη Λευκωσία το 2019 από τη Ψυχιατρική Εταιρεία Κύπρου και την Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Κύπρου και περιλαμβάνει τρία δοκίμια από την Άννα Παραδεισιώτη, τον Κυριάκο Βερεσιέ και τον Μιχάλη Α. Πέτρου. Τα είχαν εκφωνήσει στην επίσημη έναρξη του 2ου συνεδρίου Ακαδημίας Δικανικής Ιατρικής και συναφών Επιστημών τον Νοέμβρη 2014 στην Αθήνα, με θέμα «Ψυχικό τραύμα 40 χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο». Το βιβλίο επιμελήθηκαν οι ψυχίατροι Σάββας Νεοκλέους και Νικόλαος Νικολάου και κυκλοφόρησε μόνο ανάμεσα σε γιατρούς και ψυχολόγους.

 

 

 

 «Ό,τι μπορεί να αφήσει ένα πραξικόπημα και ένας πόλεμος, το άφησε στο λαό της Κύπρου» μας είπε ο ψυχίατρος Σάββας Νεοκλέους και πρόσθεσε: «Το 1974 ήταν μία χρονιά θανάτου, μίσους, αλληλοσπαραγμού, πένθους, βιασμών, προσφυγιάς, φόβου, κατάθλιψης, απόγνωσης, αισθήματος θυμού και εγκατάλειψης. Όλα αυτά συμπληρώθηκαν με την έντονη ανησυχία για τους  εγκλωβισμένους, την αγωνία για τους  αγνοούμενους, τη λύπη στις κηδείες και την απογοήτευση από την έλλειψη βοήθειας. Ένα μεγάλο ερώτημα που μας απασχολεί ακόμη και σήμερα, είναι το τι μπορούσε να γίνει και δεν έγινε και γιατί δεν έγινε. Το οξύ στρες του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής αφέθηκε χωρίς να αντιμετωπισθεί με τον κατάλληλο τρόπο και μετατράπηκε σε χρόνιο. Τα ψυχολογικά εσωτερικά ρήγματα της εποχής εκείνης δεν αντιμετωπίστηκαν ούτε τότε, ούτε μέχρι σήμερα (είτε από άγνοια είτε συνειδητά) από την κυπριακή κοινωνία (πολιτικοί, κοινωνικοί θεσμοί). 

 

 

 

Στον βωμό της «πολιτικής» αποσιωπούν γεγονότα και καταστάσεις και αφήνουν την ευθύνη του ασήκωτου ψυχικού πόνου να την αναλάβει από μόνος του ο λαός. Το στρες άφησε τα  στίγματα του και αλλοίωσε όχι μόνο τη ψυχολογία του λαού μας, αλλά και τα ατομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των ανθρώπων της Κύπρου, ενώ παράλληλα άφησε  πίσω του αξεπέραστα ψυχικά τραύματα, από τα οποία ακόμη υποφέρουν άνθρωποι. Οι τραυματικές σκηνές που έζησαν οι δεινοπαθούντες συμπολίτες μας, στοίχειωσαν μέσα τους επιστρέφοντας διαρκώς μέσα από τον καταναγκασμό της επανάληψης. Ο ψυχικός τους κόσμος «πέτρωσε», τα συναισθήματα πάγωσαν, μέσα τους κυριαρχούσε το αίσθημα της ψυχικής εκμηδένισης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

Η μοναξιά έγινε ο σύντροφος της ζωής τους μονίμως. Μέσα στον ψυχικό τους κόσμο, τίποτε δεν έχει ξεχασθεί, τα σημάδια παραμένουν. Τίθεται τι ερώτημα πώς αυτοί οι άνθρωποι συνέχισαν και πώς ζουν σήμερα; Κάποιοι τα κατάφεραν, ανάπτυξαν ισχυρές άμυνες, κινητοποίησαν μηχανισμούς άρνησης της επώδυνης και ανυπόφορης πλευράς της πραγματικότητας που έχουν βιώσει. Άλλοι παρέμειναν καθηλωμένοι στα συμβάντα τραυματισμού χωρίς να ξεφύγουν. Άλλοι  εμφάνισαν αλλαγή των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας τους, έγιναν εχθρικοί, απέκτησαν δύσπιστη στάση απέναντι στον κόσμο, αποσύρθηκαν κοινωνικά, απέκτησαν αισθήματα απελπισίας ή κενού, εμφάνισαν ένα χρόνιο αίσθημα ότι βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού σαν να υπάρχει διαρκής απειλή.

Σε άλλους τα τραύματα αυτά πήραν τη μορφή ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, ανασφάλειας, διαλυμένων  οικογενειών, διαζυγίων, ψυχικών ασθενειών, μετανάστευσης, επιφανειακής ψυχαγωγίας, χρήσης ναρκωτικών, ανωριμότητας, έλλειψης κρίσεως και πνευματικής στασιμότητας. Όλα αυτά δυστυχώς μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου αν δεν αντιμετωπισθούν κατάλληλα. Οι καταστάσεις αυτές σήμερα αντιμετωπίζονται, με τις επιστήμες της Ψυχοτραυματολογίας και της Τραυματοθεραπείας οι οποίες ασχολούνται με την αντιμετώπιση και εξάλειψη των τραυματικών βιωμάτων στους ανθρώπους». 

 

 

 

Διαχωριστική γραμμή και εσωτερική ρωγμή

«Ιστορικά σε αυτό τον τόπο έχουν κατ’ επανάληψη συμβεί κατακτητικοί πόλεμοι και μακραίωνοι περίοδοι κατοχής από ξένους κατακτητές και κατά συνέπεια συσσωρευμένες τραυματικές εμπειρίες έχουν ανακυκλωθεί και διαχυθεί από γενεά σε γενεά», ανέφερε στον «Φ» η παιδοψυχίατρος Άννα Παραδεισιώτη (MD, MSc, PhD). «Το ψυχικό τραύμα – πρόσθεσε – αποκτά διαχρονικό ιστορικό χαρακτήρα, αλλά και συσσωρευτική αθροιστική μορφή και εγγράφεται στην ιστορία και τη ψυχοσύνθεση του λαού. 

Η διαχωριστική γραμμή στην Κύπρο αποτελεί μια από τις μεταπολεμικές μακρόχρονες συνέπειες της τουρκικής εισβολής του 1974, αλλά και των γεγονότων του 1963. Η παρουσία της διαχωριστικής γραμμής ενθάρρυνε την ανάδυση πρωτόγονων μηχανισμών παρανοειδούς θέσης όπως σχάσης, προβολής, εξιδανίκευσης στον ψυχισμό των κατοίκων της, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Σε συνδυασμό με το συσσωρευμένο τραύμα του πολέμου, την απώλεια και τον διωγμό σε πραγματικό αλλά και φαντασιακό επίπεδο, η διαχωριστική γραμμή δεν επέτρεψε να προχωρήσουν οι διαδικασίες επανόρθωσης και το πέρασμα στην καταθλιπτική θέση και ωριμότητα, καθώς και στην κατάλληλη διαχείριση των συναισθημάτων αγάπης και μίσους. 

Στις 26 Απριλίου 2003 η αναπάντεχη πολιτική απόφαση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για άνοιγμα κάποιων οδοφραγμάτων κατά μήκος της διαχωριστικής γραμμής, δημιούργησε  μια πρωτόγνωρη δυναμική. Τα αρχικά συναισθήματα ευφορίας και αγωνίας, διαδέχονταν συναισθήματα πόνου, θλίψης και πίκρας διότι η πραγματικότητα της κατοχής και η αλλοίωση της φυσιογνωμίας των χωριών, των πόλεων και του τοπίου γενικά, ήταν πολύ εμφανής και διέλυσε τη ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος σταμάτησε να κυλά στην κατεχόμενη γη αφήνοντας την ανέγγιχτη.

Η παρουσία του τουρκικού στρατού και των νέων ένοικων των σπιτιών, όσο και αν αρκετοί από αυτούς, τους υποδέχτηκαν με φιλικό τρόπο, τα αμέτρητα τζαμιά και σύγχρονα κτίσματα που ξεφύτρωσαν στις άλλοτε ελληνοκυπριακές κοινότητες, τα μισογκρεμισμένα θρησκευτικά και ιστορικά μνημεία μας, πιστοποιούσαν την πικρή πραγματικότητα ότι ο μόνιμος επαναπατρισμός παρέμεινε ένας στόχος που δύσκολα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Παρ’ όλα αυτά, η δυνατότητα επαφής με την πραγματικότητα του σήμερα στην αντίπερα όχθη, με σχετικά ασφαλή τρόπο, χωρίς να καταφεύγει κάποιος στο χώρο της φαντασίωσης ή της διάσπασης της διαχωριστικής γραμμής εκδραματίζοντας με επικίνδυνο οριακό τρόπο, βοήθησε κατά την άποψη μου να υποχωρήσουν πρωτόγονοι μηχανισμοί άμυνας, να μειωθεί το διωκτικό άγχος και να υποχωρήσει η προβολή όλων των αρνητικών στοιχείων στους κατοίκους της «αντίπερα όχθης». 

Μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων, διάφορες κοινωνιολογικές έρευνες  που έχουν γίνει με τη συμμετοχή σε αυτές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, έχουν καταδείξει ότι οι μηχανισμοί που ενεργοποιούνται, οδηγούν στη μείωση των προκαταλήψεων, του δι-ομαδικού άγχους, των αρνητικών στερεοτύπων και στην αύξηση της ικανότητας της κατανόησης της οπτικής της άλλης κοινότητας. Εν κατακλείδι, παρόλο που η πλειοψηφία του κυπριακού λαού διατηρεί τη ψυχική του συγκρότηση και δημιουργικότητα, το ψυχικό τραύμα που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο και  συντηρείται από τις μεταπολεμικές  συνέπειες της κατοχής, παραμένει σε αρκετούς ανεπούλωτο η/και ακατέργαστο, προκαλώντας μια ευθραυστότητα και εσωτερική ρωγμή στο ψυχισμό τους. Η δυνατότητα ψυχοθεραπευτικής επεξεργασίας σε ατομικό επίπεδο, σαφώς συνδράμει στην επούλωσή του, όπως βεβαίως και σε συλλογικό επίπεδο, με επανορθωτικές εμπειρίες διαδικασιών ειρηνικής επανένωσης του νησιού».

Burnout ή το… κοινωνικό ξεστράγγισμα ενός λαού

«Γνωρίζουμε την εργασιακή εξουθένωση (burnout), αλλά υπάρχει και η πολιτική εξουθένωση που είναι μια συνέχεια του μετατραυματικού στρες», ανέφερε στην εφημερίδα μας ο ψυχίατρος Κυριάκος Βερεσιές και πρόσθεσε: «Σαν κυπριακός λαός βιώνουμε τα τελευταία 60-70 χρόνια ένα ατέλειωτο ψυχολογικό τραυματικό στρες και τα μετατραυματικά μας συμπτώματα αλλάζουν και παραδίνουν την σκυτάλη από μια γενιά σε άλλη… 

Στην Κύπρο εντείνεται η πολιτική μας σύγχυση και εξουθένωση, γιατί εκτός από την «ταξική» μας τοποθέτηση, έχουμε τοποθέτηση και στο εθνικό θέμα το οποίο περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Η μείωση της αυτοεκτίμησης αναγκάζει πολλούς ανθρώπους να επιστρέψουν στη μοναξιά της αποτυχίας. Τα αρνητικά τους συναισθήματα για όλους αυτούς που θεωρούν ότι ευθύνονται για την κατάσταση τους, μεγαλώνουν και διευρύνονται – και αφορούν βέβαια τους πολιτικούς, τα κόμματα, την κυβέρνηση και την εξουσία. 

Είναι γι’ αυτό που η απογοήτευση, η αμφισβήτηση  στην κυβερνητική εξουσία, στην πολιτειακή δημοσιοϋπαλληλική  γραφειοκρατία, στα πολιτικά κόμματα και στους ηγέτες τους επικράτησαν τα τελευταία χρόνια και αυτό εκδηλώνεται με την απομάκρυνση μιας μεγάλης μερίδας του κυπριακού πληθυσμού από την ενεργό κομματική ζωή των κομμάτων τους και με την αποχή από τις εκλογές. Αυτό εννοούμε πολιτική ή εθνική εξουθένωση… Μια στάση που εξυπακούει να παραμείνεις μακριά από κόμματα, από ειδήσεις, από συζητήσεις που δεν οδηγούν σε κάτι δημιουργικό… να μην έχεις καμιά έγνοια πλέον για τα κοινά, να απορρίπτεις τους πάντες και να μην πιστεύεις σε κανένα, ακόμη και στον ίδιο σου τον εαυτό… Κοινωνικό ξεστράγγισμα – το τελευταίο σύμπτωμα του μετατραυματικού στρες…».

 

 

 

Το πένθος, η λήθη και η μνήμη

«Μόνο τα τελευταία λίγα χρόνια υπήρξε ουσιαστική πρόοδος στο θέμα των αγνοουμένων μέσα από το έργο των εκταφών και των ταυτοποιήσεων της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο και την εδραίωση τελικά της ιδέας ότι οι αγνοούμενοι είναι νεκροί» μας είπε ο καταγόμενος από τη Λεμεσό, ψυχολόγος Μιχάλης Α. Πέτρου που από το 1991 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. «Είχε προηγηθεί μια θετική στροφή στο θέμα αυτό – συνέχισε – μετά τη διακυβέρνηση Κληρίδη. Μπορεί – πρόσθεσε – να υπάρχουν κάποιοι συγγενείς που θέλουν να πιστεύουν ότι ο δικός τους άνθρωπος είναι ζωντανός, αυτό όμως σιγά σιγά υποχωρεί. Αυτό που δεν υποχωρεί, είναι ο πόνος των συγγενών, τους οποίους αφήσαμε για 40 χρόνια να πιστεύουν ότι οι άνθρωποί τους είναι ζωντανοί, αντί να τους βοηθήσουμε εξ αρχής, λέγοντας τους ότι είναι νεκροί. Αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, όχι μόνο οι γονείς των αγνοουμένων που δεν είναι πια στη ζωή, αλλά οι σύζυγοι και κυρίως τα παιδιά τους, βρίσκονται με ένα τρομερό τραύμα μέσα τους, γιατί ποτέ κανείς δεν τους βοήθησε να επεξεργαστούν αυτή την απώλεια. 

Έναντι του ψυχικού πόνου αυτών των ανθρώπων, προτάξαμε το πολιτικό και το διαπραγματευτικό όφελος που θα είχαμε αν συνεχίζαμε να καταγγέλλουμε το θέμα της άρνησης της Τουρκίας να δώσει πληροφορίες για αγνοούμενους. Μέσα σε αυτό τον πόνο εγκλωβίστηκαν και οι ίδιοι και τα παιδιά τους που προσπαθούν να βρουν δικαίωση. Και πού να τη βρουν; 

Ένας ολόκληρος λαός οργανώθηκε πίσω από την ιστορία των αγνοουμένων ώστε να πιστεύει ότι με κάποιο τρόπο θα ανοίξει μια πόρτα και οι αγνοούμενοι θα εμφανιστούν, όπως ακριβώς πιστεύουν ότι θα καταργηθεί μια μέρα η διαχωριστική γραμμή και θα μπορούν να πάνε στα σπίτια τους. Αν η κυπριακή κοινωνία αναλάμβανε τη διερεύνηση των δικών της τραυμάτων, των αιτιών τους, εξωτερικών και εσωτερικών, των επιθυμιών που τη διατρέχουν, των μηχανισμών άμυνας που κινητοποιεί, αν αναλάμβανε δηλαδή την ευθύνη της γραφής της ψυχικής Ιστορίας, τότε θα είχε λιγότερο ανάγκη τους συγγενείς των αγνοουμένων για να φέρουν και να επιδεικνύουν το δικό της σταυρό …

Η προσωπική δύναμη του να σκεφτεί κανείς κάτω από τέτοιες συνθήκες, προϋποθέτει τη δημόσια και την πολιτική αναγνώριση πως το πένθος πρέπει επιτέλους να ολοκληρωθεί, πως οι πληγές οφείλουν να κλείσουν, πως τα τραύματα πρέπει να επουλωθούν, όχι προς όφελος της λήθης ή της ακύρωσης της εμπειρίας … αλλά στο όνομα της αλήθειας, της μνήμης και της Ιστορίας, καθώς μόνο αυτές εγγυώνται την αποκατάσταση της συμβολικής τάξης που διασαλεύθηκε. Η ολοκλήρωση ενός πένθους δεν σημαίνει λήθη, σημαίνει αντίθετα μνήμη».