Αφετηρία του εν λόγω άρθρου αποτελούν δύο παραδοχές. Η πρώτη παραδοχή αφορά τη σημαντικότητα της αξιολόγησης ως αναπόσπαστο μέρος της διδασκαλίας, αλλά και ως ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει όλους όσοι εμπλέκονται στη μαθησιακή διαδικασία: μαθητές/ μαθήτριες, εκπαιδευτικούς και γονείς. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό αλλά και ερευνητικά τεκμηριωμένο ότι η αξιολόγηση του/της μαθητή/μαθήτριας αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο αποτελεσματικής διδασκαλίας. 
Διάφοροι ερευνητές στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στο ερώτημα «για ποιο σκοπό πρέπει να γίνεται η αξιολόγηση», κατέληξαν να ορίζουν διάφορους τύπους αξιολόγησης. Από τους διάφορους αυτούς τύπους σημαίνοντα ρόλο φαίνεται να έχει η διαμορφωτική αξιολόγηση. Η συγκεκριμένη μορφή αξιολόγησης επιδιώκει να ελέγξει την πορεία των μαθητών προς την επίτευξη συγκεκριμένων μαθησιακών στόχων. Από τον έλεγχο αυτό εξάγονται πληροφορίες και άλλα στοιχεία που είναι αναγκαία για την τροποποίηση/διαφοροποίηση της διδασκαλίας, προκειμένου να επιτευχθεί η επίτευξη των επιθυμητών στόχων, αν φυσικά αυτό δεν γίνεται σε ικανοποιητικό βαθμό με τη διαδικασία που ακολουθείται. Πολλές απόψεις συγκλίνουν στο ότι η διαμορφωτική αξιολόγηση αποτελεί ουσιαστικό συστατικό της εργασίας στην τάξη και ότι η ανάπτυξή της μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων (ενδεικτικά Black & Wiliam, 1998˙2009). 
Η δεύτερη παραδοχή αφορά τη μέχρι πρόσφατα απουσία μιας ενιαίας και ξεκάθαρης πολιτικής ως προς το θέμα της αξιολόγησης στην Προδημοτική και Δημοτική εκπαίδευση της Κύπρου. Βεβαίως εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απουσία επίσημης πολιτικής σε θέματα αξιολόγησης μαθητή/μαθήτριας στην Προδημοτική και Δημοτική εκπαίδευση δεν σημαίνει ότι η αξιολόγηση δεν πραγματοποιείται στις σχολικές μονάδες της Κύπρου από τους εκπαιδευτικούς. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών εφαρμόζει και χρησιμοποιεί πληθώρα πρακτικών και μορφών αξιολόγησης. Παρόλα αυτά, απουσίαζε η επίσημη πολιτική από το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου. Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτό επισημάνθηκε ήδη από το 1997 στην έκθεση της Ουνέσκο που σκοπό είχε την αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Συστήματος της Κύπρου. Η εγκύκλιος της 29ης Νοεμβρίου 2019 φαίνεται να είναι και η πρώτη προσπάθεια –μετά το 1997– ώστε να υιοθετηθεί μια ενιαία πολιτική αξιολόγησης μαθητή/μαθήτριας σε επίπεδο Προδημοτικής και Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω εγκύκλιο και η οποία διαμορφώθηκε μετά από γόνιμο διάλογο ανάμεσα σε ΠΟΕΔ και την αρμόδια επιτροπή του ΥΠΠΑΝ, συμβάλλουν στο να προσπεραστούν υπερβολικά γραφειοκρατικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στην αρχική πρόταση (Δεκέμβριος 2018) και δημιουργούν έναν πρακτικό τρόπο συνοπτικής παρουσίασης της «εικόνας» του κάθε παιδιού, για την οποία θα ενημερώνονται και οι γονείς.
Από την άλλη, το σημείο το οποίο θα πρέπει να προβληματίσει περισσότερο είναι «η επόμενη μέρα» ή αν θέλετε ο τρόπος με τον οποίο η αξιολόγηση του/της μαθητή/μαθήτριας θα αξιοποιηθεί έτσι ώστε στο τέλος να συνδράμει ουσιαστικά στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια θα πρέπει να υπάρξουν εκείνες οι δομές που να αξιοποιούν τα αποτελέσματα/ συμπεράσματα που προκύπτουν από τη διαδικασία αξιολόγησης ώστε το κάθε παιδί, χαρισματικό ή αδύναμο, να τυγχάνει της ενίσχυσης/στήριξης/παρότρυνσης, που θα του επιτρέπει να φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Για να μπορέσει να γίνει αυτό θα πρέπει, ανάμεσα σε άλλα, να δοθεί χρόνος για ενισχυτική διδασκαλία, ευκαιρίες ουσιαστικής και πρακτικής μορφής ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε θέματα θεραπευτικών παρεμβάσεων και διαφοροποίησης διδασκαλίας, ενώ θα πρέπει να γίνει και συντεταγμένη προσπάθεια για δημιουργία τράπεζας υλικού που θα αφορά τόσο γραπτά δοκίμια όσο και θεραπευτικές παρεμβάσεις. Το ΥΠΠΑΝ θα πρέπει να είναι έτοιμο να στηρίξει εκπαιδευτικούς και παιδιά, σε όλα τα επίπεδα, ώστε η Σχολική Έκθεση Προόδου να μην καταλήξει ένα ακόμη έντυπο στο ράφι του σχολείου. 
Ως γνωστό η όποια αλλαγή χρειάζεται χρόνο να εφαρμοστεί και κατά την εφαρμογή της να διαφανούν ελλείψεις ή σημεία που χρήζουν τροποποίησης. Γι’ αυτό και επιβάλλεται να υπάρξει ένας σωστός μηχανισμός παρακολούθησης της εν λόγω πολιτικής, που σκοπό θα έχει τόσο την καταγραφή εισηγήσεων από τους εκπαιδευτικούς που θα την εφαρμόσουν, ώστε να γίνουν στη συνέχεια οι κατάλληλες ενέργειες αλλαγής και βελτίωσης. Όπως άλλωστε είπε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Το να βελτιώνεσαι σημαίνει να αλλάζεις. Το να είσαι τέλειος σημαίνει να αλλάζεις συχνά». 
 
Διδάκτορας Εκπαιδευτικής Πολιτικής, εκπαιδευτικός Δημοτικής Εκπαίδευσης, μέλος Γραμματείας ΠΑΔΕΔ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ.