Η θέση που επαναλαμβάνουν οι εργοδότες όποτε συζητείται η αδειοδότηση περισσότερων εργατών από τρίτες χώρες (με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερα ωφελήματα από αυτά των Κυπρίων) είναι πως το μειωμένο έως ανύπαρκτο ενδιαφέρον Κυπρίων ή κοινοτικών να εργαστούν στην ξενοδοχειακή βιομηχανία ή στις επιχειρήσεις εστίασης και ψυχαγωγίας δεν οφείλεται στους χαμηλούς μισθούς και τους κακούς όρους εργοδότησης. «Δεν βγαίνουν οι αριθμοί», λένε. Δεν υπάρχει ημεδαπό προσωπικό να καλύψει τις ανάγκες.

Το ίδιο, σε γενικές γραμμές, λέει τώρα τελευταία και ο υπουργός Εργασίας, αν και επιμένει πως πρέπει να εξαντληθούν τα περιθώρια να αξιοποιηθεί και ο τελευταίος διαθέσιμος Κύπριος ή κοινοτικός διαθέσιμος εργαζόμενος ή άνεργος.

Παρόλο που οι εργοδότες επιμένουν πως μια χαρά είναι οι μισθοί, απλά δεν υπάρχουν διαθέσιμα χέρια, όταν τους ρωτάς «πού πήγαν όλοι εκείνοι οι κοινοτικοί εργαζόμενοι από Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία;», σου απαντούν «στις χώρες τους». Και γιατί πήγαν στις χώρες τους; Επειδή βελτιώθηκε εκεί η οικονομική κατάσταση και παίρνουν καλύτερους μισθούς, απαντούν.

Αν όμως μένουν στις χώρες τους οι κοινοτικοί που κατέφευγαν πριν την πανδημία στη δική μας χώρα για το μεροκάματο, σημαίνει πως οι μισθοί στην Κύπρο δεν είναι πλέον ελκυστικοί ούτε γι’ αυτούς. Δεδομένων και των πολύ υψηλών ενοικίων, των πολύ ακριβών τροφίμων και υπηρεσιών, της ακριβής ενέργειας κοκ.

Και για τον ίδιο λόγο -και μερικούς άλλους που σχετίζονται με την απουσία δυνατοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης- αποστρέφονται τους τομείς των ξενοδοχείων και ευρύτερα του τουρισμού χιλιάδες Κύπριοι, που προτιμούν να απασχολούνται, με παρόμοιο μισθό ίσως, σε άλλα επαγγέλματα, αλλά με καλύτερα ωράρια αν μη τι άλλο.

Φαίνεται ότι σταδιακά το ίδιο πρόβλημα -απροθυμία ημεδαπού εργατικού δυναμικού να εργαστεί στον τουρισμό- εντοπίζεται και στην Ελλάδα. Η οποία στρέφεται με τη σειρά της σε προσωπικό από τρίτες χώρες.

Και διαβάζουμε χθες στο capital.gr, ένα άρθρο του Γιώργου Κράλογλου, η πίστη του οποίου στις δυνάμεις της αγοράς δεν νομίζω να αμφισβητείται, με τίτλο «Ούτε γκαρσόνια της Ευρώπης θα γίνουμε».

Γράφει ο κ. Κράλογλου: «Τα λεφτά που παίρνουν τα γκαρσόνια της Ευρώπης, εμείς (στην Ελλάδα) θα τα δίνουμε (αν τα δίνουμε…) μετά το 2035. Και τότε, τα γκαρσόνια της Ελλάδας θα είναι Ινδοί…».
Αργείτε αγαπητέ. Είμαστε μπροστά μερικά χρόνια, ως προς την καταγωγή των γκαρσονιών.

Ο αρθρογράφος επικρίνει την Κυβέρνηση Μητσοτάκη: «Η κυβέρνηση λέει τα δικά της. Ότι πριν λήξει η θητεία της, το καλοκαίρι του 2027, θα έχει πάει τον κατώτατο μισθό στα 900 ευρώ και τον μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ. Πρόκειται για τα γνωστά που ακούμε (μια 10ετία), αλλά η αγορά γελάει… Και ας βλέπει ότι σύντομα θα ψάχνεται με τις εισαγωγές αλλοδαπών από την Ινδία και την Αφρική…».

Και αμέσως μετά, βγαίνει στην επίθεση: «Εμείς, δηλαδή, ζούμε σε άλλο πλανήτη και συναντούμε τους κάπου 300.000 εργαζόμενους να αρνούνται την εργασία με αυτά που αποκαλούνται σήμερα αμοιβές και εργοδοτικές εισφορές (από τις υψηλότερες στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ) και η κυβέρνηση ζει στον δικό της αστεροειδή;».

Συνεχίζει ο κ. Κράλογλου: «Να πάμε και στον τουρισμό. Και να ρωτήσουμε, πώς είναι δυνατόν πολιτικοί και κυβέρνηση να τον θεωρούν ατμομηχανή της ανάπτυξης του 2% και το 2025, αλλά να μην το αισθάνονται αυτό 100.000 εργαζόμενοι και να μη δίνουν σημασία στις αντίστοιχες θέσεις εργασίας;». Με άλλα λόγια, «είναι αδύνατον να μιλάμε για επιχειρηματικό περιβάλλον που να είναι σε θέση να καλύψει εργασιακές απαιτήσεις, με τα σημερινά δεδομένα των αμοιβών».

Και καταλήγει: «Να γίνουμε και γκαρσόνια της Ευρώπης (όπως «οραματίσθηκαν” πολιτικοί των κυβερνήσεων της ελληνικής σοβιετίας) με τις σημερινές αμοιβές (έστω και με τις άλλες -που είναι ακόμη στα λόγια-) δεν θα το καταφέρουμε ούτε με τους εισαγόμενους από την Ασία και την Αφρική. Μην ξεχνάμε ότι και οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι και οι Σκοπιανοί μάς εγκατέλειψαν εδώ και μια διετία».