Η ακρίβεια ήρθε για να μείνει, παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού. Σε αυτήν προστίθενται τα αυξημένα ενοίκια αλλά και η άνοδος των δανειστικών επιτοκίων, τα οποία συρρικνώνουν τα εισοδήματα των καταναλωτών.

Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, τον περασμένο μήνα ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 1,2% από 5,8% τον αντίστοιχο μήνα του του 2023. Οι αριθμοί μπορεί να δείχνουν μεγάλη πτώση, ωστόσο, στην πραγματική αγορά αυτό δεν ισχύει. Και αυτό, γιατί, όταν πάνε οι καταναλωτές να ψωνίσουν, είναι αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα, καθώς διαπιστώνουν πως, παρά τη μείωση των αριθμών, οι τιμές των προϊόντων παραμένουν στα ύψη. Όπως ανέβηκαν οι τιμές των πλείστων βασικών αγαθών τα τελευταία τέσσερα χρόνια, δεν έχουν μειωθεί ούτε σεντ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του ελαιολάδου, η τιμή του οποίου τα τελευταία τέσσερα χρόνια αυξήθηκε κατά 96,4%. Επίσης, την ίδια περίοδο η τιμή της ζάχαρης ανέβηκε κατά 59,2%, του αρνίσιου κρέατος αυξήθηκε κατά 42%, του χοιρινού κρέατος κατά 32%. Και να ήταν μόνο αυτές οι αυξήσεις θα ήταν… καλά, ωστόσο, από την 1η Απριλίου οι τιμές των καυσίμων αυξήθηκαν λόγω της κατάργησης του μέτρου της μείωσης του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα.

Επιπρόσθετα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκε κατά 35,8%. Όλα αυτά, παρά τα κυβερνητικά μέτρα που λήφθηκαν, τόσο από την προηγούμενη Κυβέρνηση όσο και από τη νυν.

Μάλιστα, στο τελευταίο πακέτο μέτρων της Κυβέρνησης, ύψους €35 εκατ., παρατάθηκαν το μέτρο του μηδενικού ΦΠΑ σε βασικά είδη, καθώς και η κλιμακωτή επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Ωστόσο, τερματίστηκε το οριζόντιο μέτρο της μείωσης του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα και αντικαταστάθηκε με την παραχώρηση εφάπαξ επιδομάτων ύψους €100 στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, για τρεις μήνες.

Τον τερματισμό του συγκεκριμένου μέτρου είχε υποδείξει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο κάλεσε τις κυπριακές Αρχές να αντισταθούν σε περαιτέρω επέκταση των μη στοχευμένων μέτρων, όπως είναι η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ, καθώς και στην περαιτέρω τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών των υπαλλήλων του Δημοσίου.

Σε παρόμοιες συστάσεις προχώρησε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και άλλοι διεθνείς οργανισμοί.
Παρά τους περιορισμούς που έχει το κράτος, θα ήταν καλό να εξετάσει άλλους στοχευμένους τρόπους για να ενισχύσουν και τη μεσαία τάξη του πληθυσμού, η οποία αποτελεί και τη μεγάλη μάζα της κοινωνίας. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δώσει στη συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού κλιμακωτές φορολογικές ελαφρύνσεις, αφού τα έσοδα που θα χάσει από αυτές θα αντικατασταθούν από την επαναφορά των καυσίμων στα κανονικά επίπεδα φορολογίας.

Επιπρόσθετα, θα μπορούσε να φορολογήσει επιτέλους -εκτάκτως- και τον πλούτο.

Σε σχέση με την τρίμηνη εφάπαξ χορηγία στα ευάλωτα νοικοκυριά, τα €100 το μήνα, κατά την άποψη μου δεν είναι αρκετά για να αντιμετωπιστεί η ακρίβεια. Επιπρόσθετα, θα ήταν καλό να δοθούν και κάποιες περαιτέρω φορολογικές ελαφρύνσεις στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, για να μπορούν να προσφέρουν καλύτερες τιμές στους καταναλωτές.

Σε σχέση την ΑΤΑ, παρόλο που έχουν επωφεληθεί από αυτήν περίπου 140 χιλ. εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, ωστόσο θα έπρεπε η Κυβέρνηση να εξεύρει τρόπους να παραχωρείται σε όλους τους εργαζόμενους αλλά κλιμακωτά και ανάλογα με τα εισοδήματα τους. Για παράδειγμα, οι χαμηλά αμειβόμενοι θα μπορούσαν να λαμβάνουν μεγαλύτερο ποσοστό ΑΤΑ και οι υψηλόμισθοι μικρότερο ποσοστό. Με αυτό τον τρόπο, το συγκεκριμένο μέτρο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως στοχευμένο.