Τη δημόσια συζήτηση για την ενδεχόμενη απλοποίηση ή όποια άλλη τροποποίηση των κανόνων εποπτείας των δημόσιων οικονομικών των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης, εγκαινίασε σήμερα η Κομισιόν, μετά από εισήγηση του Αντιπροέδρου Ντομπρόβσκις και του Επιτρόπου Τζεντιλόνι στο Κολέγιο των Επιτρόπων.
 
Η εισήγηση του Αντιπρόεδρου και του αρμόδιου Επιτρόπου, η οποία προετοιμάστηκε από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών της Κομισιόν σε πολλά επίπεδα και για τα τελευταία δυόμισι χρόνια, περιλαμβάνει μια “ανασκόπηση” της αποτελεσματικότητας του πλαισίου οικονομικής εποπτείας και αναγνωρίζει ότι με τους μέχρι στιγμής κανόνες τα Κράτη Μέλη στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής και δημοσιονομικής τους πολιτικής.
 
Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ανασκόπηση και ο δημόσιος διάλογος δεν συνεπάγονται τη “χαλάρωση” των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ούτε απαραίτητα “νέα ευελιξία”, ή εξαιρέσεις για “πράσινες επενδύσεις”. Όλα αυτά τα στοιχεία θα αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και διαβούλευσης, διαλόγου και διαπραγμάτευσης μεταξύ των Κρατών Μελών.
 
Αναλυτικά, η ανασκόπηση που ενέκρινε το Κολέγιο περιλαμβάνει το γενικό συμπέρασμα ότι το σημερινό πλαίσιο κανόνων και εποπτείας “συνέβαλε στην επίτευξη στενότερου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, στην αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, στη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και των επιπέδων του χρέους, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και για την επίτευξη της στρατηγικής της Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση”, αλλά “παραμένουν ορισμένα τρωτά σημεία και το δημοσιονομικό πλαίσιο γίνεται όλο και πιο περίπλοκο”.
 
Αναγνωρίζεται ακόμη ότι “η ΕΕ αντιμετωπίζει ένα οικονομικό πλαίσιο που έχει αλλάξει σημαντικά από τότε που θεσπίστηκαν οι κανόνες”.
 
Σημειώνεται ότι “η έναρξη ενός νέου πολιτικού κύκλου στην Ένωση αποτελεί κατάλληλη και κατάλληλη στιγμή για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του ισχύοντος πλαισίου οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας”.
 
Η Κομισιόν αναγνωρίζει ότι το παρόν πλαίσιο “βοήθησε να επικεντρωθούν οι εθνικές συζητήσεις σχετικά με τη δράση πολιτικής”, έχει επίσης συμβάλει “στην εμβάθυνση του διαλόγου μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των εθνικών αρχών σχετικά με βασικές οικονομικές προκλήσεις και προτεραιότητες”, αλλά διαπιστώνει ότι “η εφαρμογή των ανά Κράτος Συστάσεων έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια”.
 
Οι εκθέσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το τρέχον πλαίσιο εποπτείας έχει συμπληρώσει άλλα μέσα επιτήρησης και συγκεκριμένα, παρείχε τη βάση για την ιεράρχηση των πολιτικών που δεν καλύπτονται από το ΣΣΑ, αλλά αφορούν τα δημόσια οικονομικά. Αυτό ισχύει για τις πολιτικές που συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα και το αναπτυξιακό δυναμικό στις χώρες υψηλού χρέους.
 
Το επόμενο βήμα είναι να ξεκινήσει ανοιχτά με τα ενδιαφερόμενα μέρη να αναζητήσουν τις απόψεις τους σχετικά με τον τρόπο ενίσχυσης του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης.
 
Η Κομισιόν θα εξετάσει όλες αυτές τις απόψεις και, σε αυτή τη βάση, θα ολοκληρώσει τις εσωτερικές της σκέψεις σχετικά με το πεδίο πιθανών μελλοντικών ενεργειών έως το τέλος του 2020.
 
Σε σχέση με τη διαβούλευση που θα ξεκινήσει η Κομισιόν σημειώνει ότι “οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ αποσκοπούν στη διασφάλιση της αξιοπιστίας και της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, εξασφαλίζοντας έτσι τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ομαλή πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές με χαμηλά επιτόκια. Αυτοί είναι οι απαραίτητοι παράγοντες για την εξασφάλιση βιώσιμων δημόσιων επενδύσεων μεσοπρόθεσμα”.
 
Τονίζεται ότι “κατ `αρχήν, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) είναι ουδέτερο όσον αφορά τη σύνθεση των δημόσιων εσόδων και δαπανών, με επίκεντρο το έλλειμμα και το χρέος. Επομένως, τα Κράτη Μέλη είναι ελεύθερα να δώσουν προτεραιότητα στις δημόσιες δαπάνες τους υπέρ των επενδύσεων. Οι κανόνες αναγνωρίζουν σε πολλές περιπτώσεις τη σημασία της προστασίας των επενδύσεων. Παρέχουν επίσης στήριξη για επενδύσεις μέσω της λεγόμενης “επενδυτικής ρήτρας” και άλλων διατάξεων ευελιξίας που προβλέπονται στην Κοινά συμφωνημένη θέση για την ευελιξία που περιέχεται στο ΣΣΑ”.
 
Τονίζεται τέλος σε γενικές γραμμές ότι “η επανεξέταση δεν περιλαμβάνει συστάσεις, καθώς πρόκειται για αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο οι κανόνες έχουν λειτουργήσει μέχρι στιγμής”.
 
Τέλος η αναθεώρηση αναγνωρίζει ότι το σημερινό πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ έχει καταστεί υπερβολικά περίπλοκο. “Η πολυπλοκότητα αυτή απορρέει από το πλαίσιο που επιδιώκει πολλαπλούς στόχους και από την ανάγκη αντιμετώπισης ευρείας ποικιλίας εξελισσόμενων περιστάσεων, μεταξύ άλλων με τη χρήση ευελιξίας, σε ένα πλαίσιο αποκλίσεων απόψεων μεταξύ των Κρατών Μελών”, σημειώνεται. “Αντικατοπτρίζεται σε μια πολύ λεπτομερή κωδικοποίηση, η οποία περιλαμβάνει διάφορους λειτουργικούς δείκτες, εκ των οποίων ένας αριθμός δεν είναι παρατηρήσιμος και συχνά αναθεωρείται, καθώς και μια σειρά ρητρών διαφυγής”, καταγράφεται. “Ως αποτέλεσμα, οι δημοσιονομικοί κανόνες έχουν γίνει λιγότερο διαφανείς, εμποδίζοντας την προβλεψιμότητα, την επικοινωνία και την πολιτική ιδιοκτησία”, καταλήγει η Κομισιόν.
 
Philenews/ΚΥΠΕ – Aθανάσιος Αθανασίου