Από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, τον Μάρτιο του 2023, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν επικεντρωθεί κυρίως στην αύξηση του απαιτούμενου κεφαλαίου απορρόφησης ζημιών για κάθε ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ. Πολύ λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στο πρόβλημα που επιτάχυνε την τραπεζική κρίση της περασμένης άνοιξης: την ευπάθεια των τραπεζών σε ξαφνικές αναλήψεις από πλευράς καταθετών.

Αδυναμίες

Η καταστροφή της SVB αποκάλυψε τρεις αδυναμίες. Πρώτον, οι καταθέτες απέσυραν τα χρήματά τους πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι υποτίθεται ότι συμβαίνει στα μοντέλα απαιτήσεων όπως ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες έχουν αρκετά μετρητά και εύχρηστα περιουσιακά στοιχεία για να επιβιώσουν έως και μετά από 30 ημέρες συνεχών αναλήψεων.

Δεύτερον, η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν μπορούσε να παράσχει επαρκή επείγοντα δάνεια μέσω του λεγόμενου “παραθύρου έκπτωσης”, επειδή οι τράπεζες δεν είχαν δεσμεύσει αρκετά εχέγγυα στη Fed. Τρίτον, οι καταθέτες με μη εγγυημένο ύψος καταθέσεων είχαν πολλούς λόγους να σηκώσουν τα χρήματά τους, γιατί δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι η κυβέρνηση θα τους αποζημίωνε: τέτοια προγράμματα διάσωσης μπορούν να λάβουν χώρα μόνο μετά την πτώχευση μιας τράπεζας και αφού οι ρυθμιστικές αρχές κρίνουν ότι η κατάσταση είναι αρκετά κακή ώστε να μπορούν να επικαλεστούν “εξαίρεση συστημικού κινδύνου”.

Η αύξηση κεφαλαιακών απαιτήσεων δεν είναι λύση

Τι μπορεί λοιπόν να γίνει; Βεβαίως, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αναγνωρίσουν ότι οι τραπεζικοί πανικοί θα είναι πολύ πιο γρήγοροι και τα ποσοστά εκροών πολύ υψηλότερα σε μια εποχή κοινωνικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τραπεζικής που λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο. Ωστόσο, η απαίτηση από τις τράπεζες να κατέχουν πολύ περισσότερα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας ως απάντηση θα ήταν αντιπαραγωγική. Οι αυστηρότερες απαιτήσεις ρευστότητας θα ανάγκαζαν τις τράπεζες να εκτρέψουν κεφάλαια μακριά από τον δανεισμό.

Υπάρχει καλύτερη λύση. Η Fed μπορεί να απαιτήσει από τις τράπεζες να προ-δεσμεύουν αρκετές εξασφαλίσεις (όπως τίτλους, καθώς και καταναλωτικά και εμπορικά δάνεια) για να καλύπτουν όλες τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους (τα πάντα εκτός από ίδια κεφάλαια, μακροπρόθεσμο χρέος και εγγυημένες καταθέσεις) σε καθημερινή βάση. Η κεντρική τράπεζα θα ήταν πρόθυμη να τις δανείζει έναντι αυτής της εξασφάλισης, διασφαλίζοντας ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν πάντα να αποκτούν τα μετρητά τα οποία θα χρειάζονταν προκειμένου να καλύψουν τις αναλήψεις των καταθετών. Εάν ένα μέρος των ενεχυριασμένων εξασφαλίσεων συνυπολογιζόταν για την επίτευξη του δείκτη κάλυψης ρευστότητας, οι τράπεζες δεν θα χρειαζόταν να συσσωρεύσουν κι άλλα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία και να μειώσουν τον δανεισμό.

Κάτι τέτοιο θα είχε πολλά πλεονεκτήματα. Με ένα ρητό backstop (δικλείδα ασφαλείας) από τη Fed, οι καταθέτες με μη εγγυημένες καταθέσεις θα είχαν ελάχιστα κίνητρα να τρέξουν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Οι περισσότερες τράπεζες θα μπορούσαν εύκολα να συμμορφωθούν: κι αυτό επειδή οι μικρότερες τράπεζες, οι οποίες χρηματοδοτούνται κυρίως με εγγυημένου ύψους καταθέσεις, δεν θα χρειαζόταν να βρουν πολλές εξασφαλίσεις για να δεσμεύσουν. Οι υπόλοιπες θα μπορούσαν να προσαρμοστούν αυξάνοντας τα ίδια κεφάλαιά τους, εκδίδοντας περισσότερο μακροπρόθεσμο χρέος, αυξάνοντας τις εγγυημένες καταθέσεις τους ή διατηρώντας περισσότερα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας. Η λειτουργία δανειστή έσχατης ανάγκης από πλευράς Fed θα βελτιωνόταν πολύ: δεν θα απαιτείτο κανένας “αγώνας” της τελευταίας στιγμής για τον εντοπισμό και την κινητοποίηση εξασφαλίσεων για δέσμευση ώστε να γίνει χρήση του “παραθύρου έκπτωσης”.

Ένας δρόμος προς τα εμπρός

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να προχωρήσουμε; Πρώτον, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι θα πρέπει να προχωρήσουν σε μια λεπτομερή μελέτη για να εξακριβώσουν ποιες τράπεζες θα δυσκολεύονταν να ικανοποιήσουν τις ρυθμιστικές απαιτήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Fed ενδέχεται να χρειαστεί να προβεί σε προσαρμογές ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες συνέπειες. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι σκόπιμο να χορηγηθεί κάποια ελάφρυνση για τις μεγάλες τράπεζες εκκαθάρισης (clearing), οι οποίες επεξεργάζονται μεγάλους όγκους πληρωμών και συναλλαγών τίτλων για τους πελάτες τους. Αυτές οι δραστηριότητες απαιτούν συχνά σημαντικές λειτουργικές καταθέσεις, πολύ πέρα από το εγγυημένο όριο. Επειδή αυτές οι καταθέσεις απαιτούνται για τη διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών, είναι απίθανο να υποστούν εκροές.

Δεύτερον, η Fed θα πρέπει να αναθεωρήσει τη λειτουργία του “παραθύρου έκπτωσης”. Οι τράπεζες συχνά διστάζουν να το χρησιμοποιήσουν όταν το χρειάζονται, από φόβο μήπως θεωρηθούν προβληματικές. Αυτό το στίγμα θα μπορούσε να μειωθεί, περιορίζοντας τη χρήση του παραθύρου έκπτωσης σε υγιείς τράπεζες και εκτρέποντας τα πραγματικά προβληματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε μια νέα, διαφορετική διευκόλυνση έκτακτης δανειοδότησης. Πέρα από αυτό, η Fed πρέπει να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία της ως δανειστή τελευταίας καταφυγής, ώστε να μπορεί να εκτιμά και να επιτρέπει άμεσα την ταχεία αντικατάσταση των εξασφαλίσεων. Επίσης, πρέπει να εναρμονίσει τις πρακτικές του “παραθύρου έκπτωσης” στα 12 περιφερειακά παραρτήματά της ανά τις ΗΠΑ σε μια τυποποιημένη και αυτοματοποιημένη προσέγγιση, “χωρίς ερωτήσεις”.

Τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα απαιτήσουν σημαντικό χρόνο και προσπάθεια, αλλά θα άξιζαν τον κόπο. Αν γίνουν σωστά, θα μειώσουν τον κίνδυνο τραπεζικού πανικού και, ταυτόχρονα, θα κάνουν τις τράπεζες ισχυρότερες και πιο ικανές να ανταγωνιστούν με λιγότερο ρυθμισμένους, μη τραπεζικούς ανταγωνιστές στον χώρο του δανεισμού. Είναι ώρα να προχωρήσουμε μπροστά.

Απόδοση – Επιμέλεια – Επιλογή Κειμένων (2019-2024): Γ.Δ. Παυλόπουλος

BloombergOpinion