Στο στόχαστρο φορολογικών αρχών και κυβερνήσεων βρίσκονται πλέον τα υπερκέρδη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που κατέγραψαν πρωτοφανή κερδοφορία την τελευταία διετία λόγω της ενεργειακής κρίσης, του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού, αλλά και της «απληστίας» των επιχειρήσεων, όπως έχει χαρακτηρίσει τις ιλιγγιώδεις αυξήσεις των τιμών ο ΟΟΣΑ, και μαζί του διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις καταναλωτών.

Η φορολόγηση των «απρόσμενων» κερδών ξεκίνησε με την ενεργειακή κρίση στην ΕΕ και πλέον όλο και περισσότερες κυβερνήσεις αξιοποιούν το συγκεκριμένο εργαλείο για να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους.

Παράλληλα, θεωρούν πως έχουν και πολιτικό όφελος, καθώς περιορίζουν τη λαϊκή κατακραυγή για τα υψηλά κέρδη που βγάζουν εταιρείες, την ώρα που οι πολίτες υποφέρουν από την ακρίβεια. Η συζήτηση επανήλθε στο προσκήνιο την περασμένη εβδομάδα από την εισφορά-έκπληξη της ιταλικής κυβέρνησης στις τράπεζες, η οποία προκάλεσε αναστάτωση στις διεθνείς αγορές. Αν και η ιταλική κυβέρνηση τελικά υπαναχώρησε μειώνοντας σημαντικά το φόρο, το θέμα είναι ξανά επίκαιρο.

Στην Κύπρο τακτικές είναι οι πολιτικές παραινέσεις προς τις τράπεζες να συγκρατήσουν μέρος της αύξησης των επιτοκίων που έρχονται από την ΕΚΤ για να ανακουφίσουν τους δανειολήπτες που πλήττονται από την ακρίβεια και τις αυξημένες δόσεις.

Μεγάλη μερίδα της Βουλής ακονίζει τα ξίφη εφόσον γίνεται λόγος για νομοθεσία που θα φορολογεί τα υπερκέρδη.

Ο Υπουργός Οικονομικών, Μάκης Κεραυνός, αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα του θέματος και με τρίτη επιστολή προς τις τράπεζες κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την πρόκληση επιπτώσεων, όπως είναι η αύξηση του κόστους διαβίωσης των νοικοκυριών, η αύξηση των δανειστικών επιτοκίων στα οικιστικά δάνεια, καθώς και οι ανάλογες πιέσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Πέραν των συγκεκριμένων επιπτώσεων, σύμφωνα με τον Υπουργό, δημιουργούνται και σοβαρές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή πορεία της κυπριακής οικονομίας. Φυσικά υπάρχουν τράπεζες που ανακοίνωσαν και εφαρμόζουν σχέδια συγκράτησης της αύξησης των επιτοκίων σε μια προσπάθεια να ανακουφίσουν τους πελάτες τους.

Την ίδια ώρα έχουν αυξηθεί τα επιτόκια καταθέσεων αλλά ακόμη παραμένει πολύ μεγάλη η «ψαλίδα» με τα δανειστικά επιτόκια με αποτέλεσμα να αυξάνονται και τα κέρδη των τραπεζών. Tο θέμα θ’ απασχολήσει και τη Βουλή στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Εμπορίου στις 29 Αυγούστου, στην παρουσία του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

Τα κόμματα ΑΚΕΛ, ΕΔΕΚ, ΕΛΑΜ και Οικολόγοι, εισηγούνται φορολόγηση των τραπεζών από τα υπερκέρδη τους, αλλά και στοχευμένη επιδότηση σε στεγαστικά δάνεια που κινδυνεύουν μην εξυπηρετεθούν.

‘Έκτακτοι φόροι στην ΕΕ

Συνολικά 24 χώρες της ΕΕ έχουν ανακοινώσει, προτείνει ή εφαρμόσει έναν έκτακτο φόρο για τα απρόσμενα κέρδη στις ενεργειακές εταιρείες, τον οποίο πρότειναν αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας στις αρχές του 2022.

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επίσης επιβάλει φόρο στα κέρδη που προέρχονται από την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Βόρεια Θάλασσα.

Η Ουγγαρία έχει επιβάλει εισφορές σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και στους φαρμακευτικούς ομίλους. Η Πορτογαλία εισήγαγε εισφορά 33% στους διανομείς τροφίμων με υπερκέρδη που θα προκύψουν το 2022 και το 2023.

Η Κροατία προχώρησε ακόμα περισσότερο, εισάγοντας έναν έκτακτο φόρο που δυνητικά ισχύει για όλες τις εταιρείες που ανακοινώνουν έσοδα άνω των 300 εκατ. κορώνων (40 εκατ. ευρώ) για το 2022.

Η Βουλγαρία σχεδιάζει επίσης έναν έκτακτο φόρο σε ολόκληρη την οικονομία. Σε άλλες χώρες, οι τομείς που καλύπτονται από έκτακτους φόρους έχουν διευρυνθεί ακόμα περισσότερο.

Στο στόχαστρο τα έσοδα από τόκους

Αλλά οι τράπεζες έχουν γίνει όλο και περισσότερο στόχος, με την Τσεχία, τη Λιθουανία, την Ισπανία και τώρα την Ιταλία να επιβάλλουν επιβαρύνσεις στον τομέα. Η Λετονία θα μπορούσε να ακολουθήσει.

Η ιταλική κυβέρνηση υπαναχώρησε εν μέρει στον νέο φόρο στα απροσδόκητα κέρδη των τραπεζών, λέγοντας ότι θα εισαγάγει ανώτατο όριο που θα περιορίζει τον αντίκτυπο σε πολλές από αυτές, έπειτα από το κύμα ρευστοποιήσεων στις αγορές που εξάλειψε περίπου 10 δισ. δολάρια από την κεφαλαιοποίησή τους μέσα σε μία μόνο ημέρα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τα αλλάζει η Ρώμη για τον φόρο στις τράπεζες, μετά το πλήγμα στις αγορές

Συγκεκριμένα, όπως μεταδίδει το Bloomberg, ο έκτακτος φόρος δεν θα υπερβαίνει το 0,1% του ενεργητικού μίας τράπεζας και όσες έχουν αυξήσει ήδη τα επιτόκια που δίνουν στους καταθέτες τους δεν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο δήλωσε το υπουργείο Οικονομικών της χώρας.

Τα κεφάλαια που θα προκύψουν από την εισφορά θα διατεθούν σε ειδικό ταμείο για να βοηθήσουν στην προστασία των οικογενειών και των καταναλωτών από τις επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει και τα εύθραυστα οικονομικά της Ιταλίας εάν δεν επιτευχθούν οι στόχοι για τα κρατικά έσοδα.

Σε επίπεδα-ρεκόρ ανέρχονται τα έσοδα από τόκους των ευρωπαϊκών τραπεζών το τελευταίο έτος, βάζοντας σε «πειρασμό» ορισμένες κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε φορολόγησή τους λίγο πριν από το τέλος –όπως φαίνεται– αυτού του κύκλου υψηλής κερδοφορίας.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Bloomberg, οι αναλυτές προβλέπουν πως μόλις δύο από τις 20 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης θα συνεχίσουν και το τρίτο τρίμηνο να βλέπουν αύξηση στους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης των NII (Net Interest Income), δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους.

Από αυτές τις 20 τράπεζες, πέντε αναμένεται να καταγράψουν ακόμη και πτώση το τέταρτο τρίμηνο, με τη μεγαλύτερη (της τάξης του 19,5%) να προεξοφλείται για τη Raiffeisen Bank της Αυστρίας, σύμφωνα με τους αναλυτές. 

«Οι έκτακτοι φόροι είναι ελκυστικοί επειδή είναι διαισθητικά δίκαιοι», σχολιάζει ο Christian Hallum, επικεφαλής πολιτικής φορολογικής δικαιοσύνης στην Oxfam. «Έχουμε μια κατάσταση όπου εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν δυσκολίες και πολλές εταιρείες πραγματοποιούν κέρδη ρεκόρ. Είναι απλά άδικο».

Η Ελλάδα δεν ακολουθεί το ιταλικό μοντέλο

«Φρένο» στη συζήτηση περί έκτακτου φόρου στις τράπεζες που πυροδότησε εκ νέου η απόφαση της Τζόρτζια Μελόνι να επιβάλλει εισφορά στα υπερκέρδη των ιταλικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βάζει η ελληνική κυβέρνηση, ξεκαθαρίζοντας πως το επίμαχο μοντέλο δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα.

Η χώρα βρίσκεται ένα «σκαλοπάτι» πριν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Επομένως, μία τέτοια κίνηση θα έστελνε λάθος μήνυμα προς τους διεθνείς οίκους, αφού η «υγεία» του τραπεζικού συστήματος είναι ένα από τα κριτήρια που εξετάζουν πριν λάβουν τις όποιες αποφάσεις.

Η χαμηλή κερδοφορία των εγχώριων τραπεζών δε, αποτελούσε ανέκαθεν ‘αγκάθι’ στις αξιολογήσεις.

Αξίζει να αναφερθεί πως μετά τους R&I και Scope που προχώρησαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου, τη «σκυτάλη» παίρνουν οι DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, Moody’s στα μέσα του ίδιου μήνα, Standard&Poor’s στις 20 Οκτωβρίου και Fitch στα τέλη του 2023.