Επιχειρηματίες που δανειστήκαν πριν από περίπου επτά χρονιά με χαμηλό επιτόκιο, όταν το χρήμα ήταν φθηνό, καλούνται από τον Ιούλιο του 2022 να πληρώνουν όλο και μεγαλύτερες δόσεις. Μέχρι που θα τραβήξει αυτό; Παραμένει άγνωστο, ακόμα και για τους κεντρικούς τραπεζίτες που λαμβάνουν τις αποφάσεις εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Υπάρχουν τρόποι να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις και να μην παγώσουν άλλες επενδύσεις;

Η σημερινή πραγματικότητα υποβάλλει πως η περίοδος φθηνού δανεισμού για τις επιχειρήσεις αποτελεί για την ώρα παρελθόν και αυτό αναπόφευκτα δυσχεραίνει ή εμποδίζει μια πιο δυναμική πιστωτική επέκταση, που θα στήριζε την αναπτυξιακή προοπτική. Σοβαρότερο και πιεστικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων, που αποτελούν και τους πιο αδύναμους κρίκους της οικονομικής δραστηριότητας.

Πέρα από τα ψηλά επιτόκια, τα τραπεζικά κριτήρια χορήγησης δανείων προς τις επιχειρήσεις έγιναν αυστηρότερα, καθώς αυξάνεται η αντίληψη των τραπεζών για αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο, που συνδέεται με την κατάσταση αβεβαιότητας και τις προοπτικές τόσο της οικονομίας ευρύτερα, εντός και εκτός Κύπρου, όσο και συγκεκριμένων κλάδων ή εταιρειών. Για τις περισσότερες επιχειρήσεις τα υψηλότερα επιτόκια είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν σε μείωση των κεφαλαιουχικών δαπανών, η οποία με τη σειρά της θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη.

Οι τράπεζες στο σημερινό περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και υψηλότερο κόστος, εκδηλώνουν ακόμη μεγαλύτερη προσοχή κατά τη χορήγηση επιχειρηματικών δανείων, με στόχο να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των νέων χορηγήσεων.

Εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, με αναφορές τους στο Insider προτρέπουν τις τράπεζες να ακολουθήσουν συγκεκριμένα βήματα για να δώσουν ανάσα στο επιχειρείν, όπως είναι η παραχώρηση κινήτρων στους συνεπείς δανειολήπτες με μείωση του τελικού επιτοκίου, να δημιουργήσουν πιο ευέλικτα δανειοδοτικά προϊόντα, να συζητήσουν διάφορες λύσεις και πάνω από όλα καλούν Κυβέρνηση και πιστωτικά ιδρύματα να βρουν τη χρυσή τομή, ώστε να δοθούν προωθητικά κίνητρα για ανάπτυξη, με έμπρακτη στήριξη των κυπριακών επιχειρήσεων.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε η Κεντρική Τράπεζα δείχνουν αύξηση του δανεισμού στις επιχειρήσεις, αλλά με ιδιαίτερα ψηλά επιτόκια. Τα νέα δάνεια προς μη χρηματοδοτικές εταιρείες τον Ιούλιο 2023, για ποσά μέχρι €1 εκατ., σημείωσαν αύξηση στα €70,5 εκατ., σε σύγκριση με €60,2 εκατ. τον προηγούμενο μήνα. Τα νέα δάνεια προς μη χρηματοδοτικές εταιρείες τον Ιούλιο, για ποσά άνω του €1 εκατ., κατέγραψαν αύξηση στα €370,8 εκατ., σε σύγκριση με €293,8 εκατ. τον προηγούμενο μήνα.

Όπως επεσήμανε στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο η Κεντρική Τράπεζα, η διατήρηση του νέου δανεισμού προς τις επιχειρήσεις σε υψηλά επίπεδα φαίνεται να αντανακλά τις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης για κάλυψη τρεχουσών αναγκών που προκύπτουν από το υψηλό κόστος παραγωγής αλλά και από την ανάγκη δημιουργίας αποθεμάτων. Από την άλλη, όμως, εν μέσω της μακροοικονομικής αβεβαιότητας, η ζήτηση για δάνεια για χρηματοδότηση νέων επενδύσεων συνέχισε να μειώνεται.

Το επιτόκιο που αφορά δάνεια προς μη χρηματοδοτικές εταιρείες για ποσά μέχρι €1 εκατ. παρουσίασε αύξηση στο 5,65% τον Ιούλιο, σε σύγκριση με 5,17% τον προηγούμενο μήνα. Το επιτόκιο που αφορά δάνεια προς μη χρηματοδοτικές εταιρείες για ποσά άνω του €1 εκατ. κατέγραψε αύξηση στο 6,33% τον Ιούλιο, σε σύγκριση με 5,87% τον προηγούμενο μήνα.

ΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΚΑΚΕΣ ΧΡΟΝΙΕΣ

Το κόστος που δανείζονται σήμερα οι επιχειρήσεις παραπέμπει δέκα χρόνια πίσω, όταν τα επιτόκια ήταν ιδιαίτερα ψηλά και το τραπεζικό σύστημα πέρασε από διάφορες διακυμάνσεις. Μια αναδρομή στο παρελθόν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας, δείχνει ότι το σημερινό κόστος δεν απέχει πολύ από τα επίπεδα του 2010 και του 2011. Για παράδειγμα, τέλος του 2010, το μέσο επιτόκιο για δάνεια άνω του €1 εκατ. ήταν 6,18% και το 2011 στο 6,53%.

Η επιχειρηματική κοινότητα απολάμβανε χαμηλά επιτόκια δανεισμού από το 2016 ως και τον Ιούνιο του 2022, μια χρυσή περίοδο για τις επιχειρήσεις, αν εξαιρέσουμε τα πολλαπλά προβλήματα άλλης υφής που προκάλεσαν η πανδημία και οι περιορισμοί στην οικονομική δραστηριότητα, με τον μέσο όρο επιτοκίων να είναι στο 3,5% και σταδιακά να μειώνεται ως και το 2,5%.

Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που δανείστηκαν πριν από περίπου επτά χρόνια με χαμηλό επιτόκιο, όταν το χρήμα ήταν φθηνό, από τον Ιούλιο του 2022 καλούνται να πληρώνουν όλο και μεγαλύτερες μεγαλύτερες δόσεις, κάτι που ενδεχομένως να ανατρέπει την οικονομική τους κατάσταση και τις προοπτικές τους.

Τα επιτόκια ήταν λίγο ψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα το 2012, χρονιά με έντονες προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα και ακολούθησε ένα χρόνο μετά η μνημονιακή προσαρμογή της Κύπρου. Το μέσο επιτόκιο για ποσό δανεισμού άνω του €1 εκατ. ήταν 6,70% και μέχρι €1 εκατ. έφθασε και 7,29%. Το 2013 έπεσε στο 5,42% και 6,01% αντίστοιχα, ποσοστά χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα που δανείζεται ο επιχειρηματικός κόσμος.

ΠΛΗΘΟΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΝ

Το ψηλό λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τα ψηλά επιτόκια, έχουν οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις στις τράπεζες για επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών τους συμβάσεων, ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας, η συντριπτική πλειοψηφία των επαναδιαπραγματεύσεων προήλθε από τα εταιρικά δάνεια πάνω του €1 εκατ., με το υπόλοιπο των δανείων που έτυχαν επαναδιαπραγμάτευσης το επτάμηνο του 2023 να ανέρχεται σε €1,82 δισ., ενώ για το αντίστοιχο περσινό διάστημα ήταν €533 εκατ.

Σημαντικά αυξημένες ήταν και οι επαναδιαπραγματεύσεις δανείων, τόσο της κατηγορίας «άλλα δάνεια» όσο και των καταναλωτικών, οι οποίες ανήλθαν σε €48,2 εκατ. και €26,2 εκατ. αντίστοιχα, έναντι €12,1 εκατ. και €11,3 εκατ. την αντίστοιχη περσινή περίοδο. 

ΣΕ ΔΥΣΜΕΝΗ ΘΕΣΗ ΚΥΠΡΙΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ

Με χαμηλό μέσο επιτόκιο 2,75% δανείζονται οι επιχειρηματίες στη Μάλτα, στη Γαλλία με 4,42%, στο Λουξεμβούργο με 4,40% και στην Ισπανία με 4,79%. Ακριβό κόστος για επιχειρηματικά δάνεια μέχρι €1 εκατ. έχει η Εσθονία 6,94%, η Γερμανία 6,39%, η Λετονία 6,37%, η Πορτογαλία 5,84%. Όπως προαναφέραμε, στην Κύπρο τον Ιούλιο ήταν 5,65% σε αυτή την κατηγορία.

Το επιτόκιο που αφορά δάνεια προς μη χρηματοδοτικές εταιρείες για ποσά άνω του €1 εκατ. αυξήθηκε στην Κύπρο στο 6,33%, από 5,87% τον Ιούνιο και είναι το ψηλότερο επιτόκιο στην Ευρωζώνη. Σ’ αυτή την κατηγορία, η διαφορά με το μέσο επιτόκιο στην Ευρωζώνη είναι αρκετά μεγάλη και βρίσκεται στο 4,82%.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το Λουξεμβούργο έχει το χαμηλότερο επιτόκιο (2,90%) για δάνεια άνω του ενός εκατ. ευρώ και ακολουθούν η Ολλανδία με 4,70% και η Φιλανδία 4,80%. Το δεύτερο ψηλότερο επιτόκιο μετά την Κύπρο έχει η Ελλάδα με 6,15%, για επιχειρηματικά δάνεια άνω του €1 εκατ.

Το επιτόκιο που αφορά καταναλωτικά δάνεια σημείωσε αύξηση στο 5,51% τον Ιούλιο, από 5,23% τον Ιούνιο και 4,97% τον Μάιο. Σ’ αυτή την κατηγορία, η Κύπρος έχει πιο χαμηλό επιτόκιο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που είναι στο 8,41%. Το πιο ακριβό επιτόκιο καταναλωτικών δανείων (12,88%) έχει η Εσθονία και το πιο φθηνό (3,81%) έχει η Μάλτα.

ΖΗΤΟΥΝ ΕΥΕΛΙΚΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, με επισημάνσεις τους στο Insider δίνουν το στίγμα τους για το τι μπορεί να γίνει βραχυπρόθεσμα και ποιες είναι οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Ο Λουκιανός Ράφτης, διευθύνων σύμβουλος της NEDECO Electronics, αναφέρει ότι «σε μια περίοδο κατά την οποία το λειτουργικό κόστος έχει ανέβει κατακόρυφα, λόγω της αύξησης της τιμής των καυσίμων, του ηλεκτρικού ρεύματος και των πρώτων υλών, πρωταρχικό μέλημα για κάθε επιχείρηση είναι η ορθολογική διαχείριση των οικονομικών της υποχρεώσεων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η διαχρονική βιωσιμότητά της. Πόσο μάλλον όταν η περίοδος αυτή διαδέχεται μια μακρά περίοδο πανδημίας, η οποία διαμόρφωσε πρωτόγνωρες συνθήκες σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας και ανάγκασε κυβερνήσεις και ιδιωτικό τομέα, διεθνώς, να λάβουν πρωτοφανή μέτρα για να ανταπεξέλθουν στις νέες ανάγκες».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προσθέτει ο κ. Ράφτης, «η αύξηση των δανειστικών επιτοκίων επιφέρει αλυσιδωτές προκλήσεις για κάθε επιχείρηση. Στην παρούσα χρονική συγκυρία, αυτό που χρειάζονται οι επιχειρήσεις είναι ώθηση για να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες και σε τομείς που μπορούν να δώσουν πνοή στην οικονομία, ωστόσο, με τα υφιστάμενα δεδομένα, δεν δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες που να ευνοούν κάτι τέτοιο. Αντίθετα, πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναγκάζονται να αποφύγουν  την οποιαδήποτε νέα δανειοδότηση, καθώς ήδη το οικονομικό βάρος από τις υφιστάμενες υποχρεώσεις καθιστά απαγορευτική μια τέτοια προοπτική. Κυβέρνηση και τράπεζες, επισημαίνει, καλούνται να βρουν τη χρυσή τομή, έτσι ώστε να δοθούν τα απαραίτητα κίνητρα που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και ταυτόχρονα θα στηρίξουν έμπρακτα τις κυπριακές επιχειρήσεις».

ΝΑ ΜΕΙΩΘΕΙ ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΑΚΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

O Γιώργος Μούντης, διευθύνων σύμβουλος της Delphi Partners, ανέφερε ότι «παρόλο που οι κυπριακές τράπεζες διαθέτουν δυσανάλογα μεγάλο όγκο καταθέσεων, εντούτοις, μετά τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για αύξηση των επιτοκίων, έχουν πλέον τη δυνατότητα να περιορίσουν το επιτοκιακό τους περιθώριο, όπως καταδεικνύεται και από τα αποτελέσματά τους. Δεν παραβλέπουμε τις μεγάλες ζημιές που κατέγραψαν την τελευταία δεκαετία, εντούτοις, σε μία περίοδο με τόσο υψηλό πληθωρισμό, θα πρέπει και οι τράπεζες να συμβάλουν στην στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Το επιτοκιακό περιθώριο μπορεί να μειωθεί, είτε με αύξηση των καταθετικών επιτοκίων, είτε με συγκράτηση των δανειστικών. Στην περίπτωση της Κύπρου, που το ιδιωτικό χρέος είναι ιδιαίτερα υψηλό και τα επίπεδα των ΜΕΔ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, σοφότερο θα ήταν να μειώσουν τα επιτόκια τους για οικιστικά και επιχειρηματικά δάνεια. Παράλληλα, θα πρέπει να εξετάσουν τη δυνατότητα παραχώρησης κινήτρων στους συνεπείς δανειολήπτες τους, ενδεχομένως μέσω μεγαλύτερης μείωσης του τελικού επιτοκίου. Γενικότερα, οι κυπριακές τράπεζες θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα τραπεζών του εξωτερικού και να δημιουργήσουν πιο ευέλικτα δανειοδοτικά προϊόντα, τα οποία και πιο ανταγωνιστικά θα είναι αλλά και πιο ελκυστικά για νοικοκυριά και επιχειρήσεις».

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΧΡΥΣΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Η Νικόλ K.Φινοπούλου, δικηγόρος, Banking, & Financial Services, Sustainability Compliance & ESG Expert, υποδεικνύει ότι «η αύξηση των δανειστικών επιτοκίων, ήδη από το 2022, κρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) αλλά και από την αμερικανική Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) ως η ταχύτερη θεραπεία για συγκράτηση του πληθωρισμού, ο οποίος έπληξε σε μεγάλο βαθμό τη διεθνή ανάκαμψη που επιχειρήθηκε μετά την πανδημία του κορωνοϊού. Αναπόφευκτα οι κυπριακές τράπεζες πρέπει να ακολουθούν τις αποφάσεις της ΕΚΤ, είτε αυτές αφορούν την αύξηση των επιτοκίων, είτε την επιβολή αρνητικών επιτοκίων επί των καταθέσεων, όπως ίσχυε μέχρι πριν μερικά χρόνια. Σίγουρα οι διαρκείς αυξήσεις των δανειστικών επιτοκίων από το περασμένο καλοκαίρι ασκούν πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ωστόσο, από την άλλη έχει αρχίσει να παρατηρείται συγκράτηση του πληθωρισμού, ειδικά στην Κύπρο».

Ωστόσο, προσθέτει η κ. Φινοπούλου, «επειδή στην υπόλοιπη Ευρωζώνη ο πληθωρισμός συνεχίζει να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα (σ.σ. στην Κύπρο είναι γύρω στο 3% αυτή την περίοδο), δεν αναμένεται μείωση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Αντίθετα, κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούσαν πως ήταν επιβαλλόμενο να επιβληθεί νέα αύξηση στη συνεδρία της 14ης Σεπτεμβρίου. Οι κυπριακές τράπεζες είδαν τα επιτοκιακά τους έσοδα να αυξάνονται λόγω των αποφάσεων της ΕΚΤ και να καταγράφουν κέρδη μετά από μία πολύ δύσκολη δεκαετία. Αυτό που απαιτείται είναι να βρουν τη χρυσή συνταγή, ώστε από τη μία ο πληθωρισμός να συνεχίσει να μειώνεται και τελικά να σταθεροποιείται και από την άλλη να αποφευχθεί η πρόκληση άλλων ειδών προβλήματα, σε μία ευάλωτη οικονομία όπως η κυπριακή. Την ίδια ώρα, οι ίδιοι οι καταναλωτές θα πρέπει να εξετάσουν τα δεδομένα τους στο νέο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί και να συζητήσουν πρόσφορες λύσεις με την τράπεζά τους».

ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ INSIDER