Πέρασαν σχεδόν 10 χρόνια από τότε που η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε και πέρασε πλειοψηφικά το νομοθετικό πλαίσιο που άνοιξε τον δρόμο για τους ιδιωτικούς πλειστηριασμούς.

Στην ουσία η συγκεκριμένη νομοθεσία που ήταν και ένα από τα βασικά προ απαιτούμενα του μνημονίου με την Τρόικα, κρίθηκε αναγκαία ώστε αφενός να μπει ένα τέλος στις χρονοβόρες διαδικασίες εκποιήσεων μέσω του Κτηματολογίου που ξεπερνούσε τα 10 χρόνια και αφετέρου στο να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια καθώς με την προηγούμενη πρακτική αυξανόταν σε μεγάλο βαθμό ο αριθμός των στρατηγικών κακοπληρωτών.

Το θέμα αυτό λόγω του ότι στην Κύπρο έχουμε πολύ συχνά εκλογές δυστυχώς έγινε αντικείμενο συζήτησης και παρεμβάσεων από συγκεκριμένα κοινοβουλευτικά κόμματα, τα οποία προσπάθησαν να αποδυναμώσουν το νόμο καθώς έκριναν πως με αυτό τον τρόπο θα κέρδιζαν την εύνοια της κοινής γνώμης.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από την άλλη προσπάθησαν σε αυτό το διάστημα να επιλύσουν σημαντικά το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν με τις εξυπηρετούμενες χορηγήσεις, τόσο μέσω βιώσιμων αναδιαρθρώσεων, όσο και μέσω της πώλησης πακέτου δανείων σε ξένα επενδυτικά ταμεία με αποτέλεσμα πλέον να υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω του 5% του χαρτοφυλακίου τους, από το 55% που ήταν προ δεκαετίας. Αυτό ήταν κάτι το οποίο ζητούσαν επιτακτικά και οι μέτοχοι των τραπεζών που επένδυσαν από την αρχή της κρίσης δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, καθώς πλέον μπήκαν στέρεες βάσεις για σταθερή μερισματική πολιτική.

Ωστόσο, παρά τη βελτίωση, οι προκλήσεις παραμένουν και οι κίνδυνοι για εκτροχιασμό παραμονεύουν καθώς σε σχέση με τις τράπεζες της ευρωζώνης, το ποσοστό των ΜΕΔ παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και δημιουργεί σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τους ξένους οίκους αξιολόγησης, ακόμη μία βασική αδυναμία του τραπεζικού τομέα και της κυπριακής οικονομίας.

Κοκτέιλ κινδύνων για την κυπριακή οικονομία και το τραπεζικό σύστημα

Δυστυχώς παρά τις προκλήσεις και τις προειδοποιήσεις από τις εποπτικές αρχές, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και τον Ενιαίο Μηχανισμό, σημαντική μερίδα μελών του Κοινοβουλίου αδυνατούν να αντιληφθούν ή καλύτερα αντιλαμβάνονται και συνειδητά λαϊκίζουν, προσπαθώντας με τροποποιήσεις να αλλάξουν τα «φώτα» στο νομοθετικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, επιδιώκουν να αλλάξουν τα χρονοδιαγράμματα που αφορούν τις διαδικασίες ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων για να «χαϊδέψουν» τα αυτιά των ψηφοφόρων τους, κάτι το οποίο αναπόφευκτα αυξάνει τον πιστωτικό κίνδυνο και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αυξημένες κεφαλαιακές ανάγκες και προβλέψεις τις τράπεζες.

Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί ένα ντόμινο κινδύνων το οποίο μπορεί να οδηγήσει στην υποβάθμιση του αξιόχρεου της κυπριακής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης, εξέλιξη η οποία θα επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά και την υλοποίηση αναπτυξιακών έργων, αλλά και στην υποβάθμιση του αξιόχρεου των τραπεζών, εξέλιξη η οποία θα καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ενίσχυση των κεφαλαίων τους με ακριβότερο δανεισμό.

Παράλληλα θα γίνει και αποτρεπτικός παράγοντας για τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι ενδιαφέρονται για τον τραπεζικό τομέα της Κύπρου αλλά και για τη δευτερογενή αγορά των ΜΕΔ και θα οδηγήσει ταυτόχρονα στη μείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων των δανείων, το οποίο θα εκμεταλλευτούν οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων.

Δύσκολος ο εντοπισμός των στρατηγικών κακοπληρωτών

Κατά την ταπεινή μου άποψη η μεγαλύτερη δυσκολία για τις τράπεζες είναι ο εντοπισμός των λεγομένων στρατηγικών κακοπληρωτών, καθώς σημαντική μερίδα που σήμερα ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων αποκρύβει εισοδήματα. Απόδειξη για αυτό που γράφω είναι ο χαμηλός αριθμός αιτήσεων για το Σχέδιο Εστία, καθώς αποτρεπτικός παράγοντας ήταν το ότι ο αιτητής υποχρεωτικά υπέγραφε εξουσιοδότηση προς τον Αρμόδιο Φορέα να εξακριβώσει τις τραπεζικές καταθέσεις που διατηρεί με πιστωτικά ιδρύματα, την ακίνητη περιουσία και οποιαδήποτε κινητή περιουσία. Αυτό δείχνει το ότι μεγάλος αριθμός δανειοληπτών δεν έχει ουσιαστικά διάθεση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ενώ πιθανότατα έχει την οικονομική ευχέρεια να το πράξει.

Οι τράπεζες από την άλλη έδειξαν ετοιμότητα στο κομμάτι που αφορά τη στήριξη τόσο των ευάλωτων δανειοληπτών, όσο και αυτών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, τονίζοντας σε δημόσιες παρεμβάσεις στελεχών τους πως είναι έτοιμοι να βρουν τις κατάλληλες λύσεις για κάθε περίπτωση. Την ίδια ώρα, ωστόσο, τονίζουν πως για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, αυτούς δηλαδή που έχουν την οικονομική ευχέρεια και εκμεταλλευόμενοι το σύστημα δεν έχουν διάθεση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, θα επιδείξουν μηδενική ανοχή.

Την πληρώνουν οι συνεπείς δανειολήπτες

Σίγουρα έγιναν λανθασμένοι χειρισμοί κυρίως στο παρελθόν από πλευράς τραπεζών, οι οποίοι εκτόξευσαν το ύψος των «κόκκινων» δανείων, όμως θα πρέπει να τους πιστώσουμε για το ότι τα τελευταία χρόνια έκαναν ενέργειες για άμβλυνση του προβλήματος. Αυτοί ωστόσο, που έχουν πληρώσει το μεγαλύτερο τίμημα, είναι οι δανειολήπτες που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Με λίγα λόγια, οι συνεχείς αλλαγές των νομοθετικών ρυθμίσεων προάγουν την κουλτούρα αθέτησης των δανειακών υποχρεώσεων και ενισχύουν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές εις βάρος των δανειοληπτών που με συνέπεια τιμούν τις υποχρεώσεις τους.

Τραπεζικά στελέχη πάντως με τα οποία συνομίλησα, θεωρούν πως το Σχέδιο Ενοίκιο έναντι Δόσης θα τους βοηθήσει να στηρίξουν τις ευάλωτες ομάδες και να κάνουν ένα σωστό διαχωρισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών, κάτι το οποίο δεν πέτυχαν τα προηγούμενα Σχέδια Εστία και Οικία.

Η κουλτούρα των Κυπρίων

Γενικά οι Κύπριοι έχουν αυτή την κουλτούρα εκμετάλλευσης των συνθηκών, και αυτό διαφάνηκε και από το σχέδιο αναστολής δόσεων κατά την περίοδο του Covid, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία της EBA η Κύπρος είχε ένα από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος (πέραν του 40% των δανείων) και διάρκεια σχέδια αναστολής δόσεων.

Μία άλλη σημαντική παράμετρος, την οποία αγνοούν επιδεικτικά οι λαϊκιστές βουλευτές μας, είναι ο αντίκτυπος που θα έχει για τα νεαρά κυρίως ζευγάρια, αλλά και για τους νέους επιχειρηματίες ο νέος δανεισμός. Με λίγα λόγια, κάθε αύξηση του χρόνου ανάκτησης χρέους θα καταστήσει δυσκολότερη και ακριβότερη την πρόσβαση σε δανεισμό.

Δηλαδή θα υποχρεώσουν τις τράπεζες να υιοθετήσουν μία πιο συντηρητική προσέγγιση κατά τη διάρκεια εξέτασης νέων χορηγήσεων, κάτι το οποίο θα επηρεάσει τόσο το ποσό που μπορεί να εξασφαλίσει κάποιος μέσω δανεισμού, το ποσοστό της ίδιας συνεισφοράς, αλλά και το επιτόκιο που θα λάβει.

Πλήγμα και στην οικοδομική βιομηχανία

Στην Κύπρο αποτρεπτικός παράγοντας συνεχίζει να είναι και η μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρείται σε σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με τον μεγάλο χρόνο ανάκτησης χρέους και τις παρεμβάσεις, που πολύ συχνά γίνονται στις νομοθεσίες οι οποίες αφορούν την ανάκτηση χρεών. Αυτό που πρέπει όλοι να αντιληφθούν είναι ότι πρώτα και κύρια επηρεάζονται οι υφιστάμενοι και δυνητικά οι νέοι δανειολήπτες. Αυτό αναπόφευκτα θα πλήξει και θα επηρεάσει και την οικοδομική βιομηχανία η οποία διαχρονικά αποτελεί ένα βασικό μοχλό ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας. 

Η σύγκρουση συμφέροντος και η κοινή λογική

Κλείνοντας θα ήθελα να αναδείξω και το πρόβλημα σε σχέση με τη σύγκρουση συμφέροντος. Κατά την άποψη μου είναι αδιανόητο όλοι όσοι ασχολούνται με την ετοιμασία προτάσεων νόμων και τη ψήφιση τους σε σχέση με τις εκποιήσεις να έχουν σύγκρουση συμφέροντος. Πώς γίνεται να νομοθετεί κάποιος για το θέμα όταν έχει μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ή όταν συγγενικά του πρόσωπα εργάζονται στον τομέα, είτε ως σύμβουλοι αφερεγγυότητας, είτε έχουν σχέση με συνδέσμους κατά των εκποιήσεων.

Θα πρέπει η Βουλή πριν καλέσει κάποιον να μιλήσει σε Επιτροπή για το θέμα, να διερευνά το κατά πόσον έχει οποιοδήποτε συμφέρον και δεν είναι εμπλεκόμενος με εταιρείες που ασχολούνται με τον διακανονισμό δανείων. Το θέμα δεν προσφέρεται για λαϊκισμό και πρέπει όλοι, νομοθέτες ή μη να το αντιμετωπίσουν με σύνεση και με κοινή λογική. Οψόμεθα!