Οι μειωμένοι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023, ήταν από τα ελάχιστα θέματα που διατάραξαν έστω και λίγο τη καλοκαιρινή ραστώνη των οικονομικών φορέων.

Το Υπουργείο Οικονομικών απέδωσε τη συγκράτηση της ανάπτυξης σε εξωγενείς παράγοντες όπως οι επιπτώσεις από τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ, οι υψηλές τιμές σε καταναλωτικά αγαθά αλλά και οι επιπτώσεις στον τομέα των υπηρεσιών από την εφαρμογή των κυρώσεων κατά οντοτήτων της Ρωσίας. Βέβαια, οι περισσότεροι από τους παραπάνω παράγοντες συνδέονται με ένα βαθύτερο πρόβλημα της κυπριακής οικονομίας το οποίο σχεδόν όλοι τείνουν να αγνοούν, εσκεμμένα ή άθελα τους.

Πρόκειται για το πολύ υψηλό επίπεδο ιδιωτικού χρέους το οποίο υπό τις σημερινές συνθήκες δείχνει τα δόντια του και τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει σε μια οικονομία, ειδικά όταν αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση για να αναπτυχθεί, όπως η κυπριακή.

Όπως το είχε θέσει ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κωνσταντίνος Ηροδότου σε ανύποπτο χρόνο στις αρχές του έτους, «το υψηλό χρέος θα μπορούσε να στερήσει μια οικονομία από την επίτευξη της δυνητικής ανάπτυξής της, καθώς μια υψηλή και αυξανόμενη επιβάρυνση του χρέους θα μπορούσε να βλάψει την οικονομική ανάπτυξη.

Πιο συγκεκριμένα, εξήγησε, πως όταν το ιδιωτικό χρέος είναι υψηλό, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις πρέπει να εκτρέψουν ένα αυξημένο μέρος του εισοδήματός τους στην πληρωμή τόκων και κεφαλαίου αυτού του χρέους. (…) είναι, επομένως, σημαντικό για μια οικονομία να αναπτύσσεται ταχύτερα από το χρέος της, ώστε να αποφευχθεί η πτώση σε μια κατάσταση που η χαμηλή ανάπτυξη συνυπάρχει με τις αυξανόμενες πληρωμές χρέους που αναπόφευκτα οδηγούν σε πτώση της εμπιστοσύνης και αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».

Η δήλωση του Διοικητή συνδύαζε την ύπαρξη υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Το χρέος του δημοσίου στην Κύπρο μειώνεται σταδιακά τα τελευταία χρόνια, όπως και το ιδιωτικό χρέος το οποίο αφορά σε νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις). Πιο δύσκολη αποδεικνύεται  η προσπάθεια μείωσης του χρέους των νοικοκυριών.

Αν και μεγάλο μέρος των δανείων πέρασαν τα τελευταία χρόνια από τις τράπεζες στις εταιρείες εξαγοράς και διαχείρισης δανείων, εντούτοις, παραμένουν ένα σημαντικό βαρίδι στην οικονομία. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το χρέος των νοικοκυριών στην Κύπρο το 2018 πλησίαζε το 118% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου το χρέος των νοικοκυριών στο τέλος του περασμένου Μαρτίου ήταν €20,2 δισ. και αντιστοιχούσε στο 73% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος ΑΕΠ.

Δεδομένου ότι η μεγάλη πλειοψηφία των δανείων που χορηγήθηκαν μετά την κρίση του 2013, παραμένουν εξυπηρετούμενα, τα περισσότερα ΜΕΔ, χρονολογούνται.

Πράγματι, σύμφωνα με στοιχεία που κατέθεσε στη Βουλή η Κεντρική Τράπεζα, από τα €21 δισ. ευρώ ΜΕΔ, που βρίσκονται στις εταιρείες διαχείρισης δανείων, η συντριπτική πλειοψηφία έχουν καθυστερήσεις πέραν των πέντε ετών με το 84% των συγκεκριμένων χορηγήσεων να είναι τερματισμένα.

Ξανά για εκποιήσεις

 Η εκεχειρία στο ζήτημα των εκποιήσεων που συμφωνήθηκε πριν από τις διακοπές του καλοκαιριού, έθεσε το ζήτημα στον πάγο για λίγο μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις, ωστόσο, ποτέ δεν άγγιξε την ουσία του.

Ότι δηλαδή για να μειωθεί το χρέος των νοικοκυριών θα πρέπει η νομοθεσία των εκποιήσεων να αφεθεί να δουλέψει. Κάτι που δεν έγινε μέχρι σήμερα από τη μέρα ψήφισής της για διάφορους λόγους πρόφασης.

Επί της ουσίας όμως, οι εκποιήσεις πάντα αντιμετωπίζονταν ως πηγή προβλήματος παρά ως ένα εργαλείο για μείωση του υψηλού ιδιωτικού χρέους

Σύμφωνα με το έγγραφο εργασίας του ΔΝΤ, “The right toll for the job?” το οποίο δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάιο, ένα ισχυρό πλαίσιο αφερεγγυότητας, ικανές διαδικασίες διαχείρισης χρέους των νοικοκυριών και επαρκές δικαστικό σύστημα μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του ιδιωτικού χρέους και ειδικά του χρέους το οποίο αφορά ενυπόθηκα ακίνητα.

Ωστόσο, γίνεται παραδοχή πως για να φανούν τα αποτελέσματα χρειάζεται χρόνος. Στην περίπτωση της Κύπρου, παρόλο που η διαδικασία για εισαγωγή του πλαισίου αφερεγγυότητας κράτησε μήνες και αποτέλεσε τεράστιο θέμα συζήτησης, εντούτοις, στην πράξη τα αποτελέσματα της ήταν πενιχρά.

Αντίστοιχα, το δικαστικό σύστημα εξακολουθεί να μαστίζεται από τεράστιες καθυστερήσεις, τις μεγαλύτερες στην ΕΕ.

Όσον αφορά τη διαδικασία ανάκτησης χρέους, όπως προαναφέρθηκε, τα τελευταία χρόνια οδεύει από αναβολή σε αναβολή, παρόλο που στο ενδιάμεσο υιοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν στοχευμένα σχέδια στήριξης των πραγματικά ευάλωτων με πενιχρή ανταπόκριση.

«Σε ένα οικονομικό περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, υψηλών επιτοκίων και αποδυναμωμένων προοπτικών ανάπτυξης, οι κίνδυνοι για επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού που οδηγεί σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικού χρέους και υψηλότερο crowding out effect θεωρούνται ανοδικοί.

Μάλιστα, το υψηλό ιδιωτικό χρέος, 236% στην Κύπρο σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης 140% και το όριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο 133%, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό δανείων στην Κύπρο με κυμαινόμενο επιτόκιο, τα καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εποχή των υψηλότερων επιτοκίων στην οποία εισερχόμαστε», είχε αναφέρει σε εκείνη την ομιλία ο Διοικητής της ΚΤΚ, και σήμερα για πρώτη φορά οι αριθμοί αρχίζουν να τον επιβεβαιώνουν.