Πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι η ΑΗΚ προτίθεται να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο εναντίον της απόφασης που έλαβε στις 15 Σεπτεμβρίου 2023 η ΡΑΕΚ για απόρριψη του αιτήματος της Αρχής Ηλεκτρισμού για αύξηση των βασικών διατιμήσεων ηλεκτρικής ενέργειας κατά περίπου 25%, ώστε να εισπράξει ανακτήσιμα έξοδα που της είχε εγκρίνει προηγουμένως η Ρυθμιστική Αρχή.

Η προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο θα γίνει στη βάση του άρθρου 20 του νόμου περί της σύστασης και λειτουργίας της ΡΑΕΚ. Το άρθρο 20 προβλέπει ότι «οι αποφάσεις, οι ρυθμιστικές αποφάσεις και τα διατάγματα που εκδίδονται από τη ΡΑΕΚ υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, κατόπιν προσφυγής που δύναται να ασκηθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Η ΑΗΚ είχε ζητήσει τον Μάρτιο του 2023 από τη ΡΑΕΚ την αύξηση των βασικών διατιμήσεων κατά περίπου 25% (από την ΑΗΚ υποστηρίζουν ότι η αύξηση ήταν μικρότερου ποσοστού), προκειμένου να ανακτήσει τα λειτουργικά και άλλα έξοδα στα οποία προέβη -με προηγούμενη έγκριση της ΡΑΕΚ- για τη λειτουργία της αλλά και έξοδα στα οποία θα προβεί το επόμενο διάστημα, στο πλαίσιο υλοποίησης αναπτυξιακών προγραμμάτων της που επίσης εγκρίθηκαν από τον Ρυθμιστή Ενέργειας.

Η απόρριψη του αιτήματος της ΑΗΚ έγινε μετά παρέλευση περίπου επτά μηνών από την υποβολή του, καθώς προηγήθηκε έντονος προβληματισμός της Ρυθμιστικής Αρχής αλλά και έντονο παρασκήνιο, με την εμπλοκή και του Υπουργείου Ενέργειας, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες του Φιλελευθέρου ευνοούσε την απόσυρση του αιτήματος της ΑΗΚ, λόγω της προηγηθείσας μεγάλης αύξησης στο κόστος ηλεκτρισμού και των αντιδράσεων που θα προκαλούνταν στους καταναλωτές από ενδεχόμενη νέα αύξηση 25% στην τιμή των βασικών διατιμήσεων.

Το αιτιολογικό

Είναι σημαντικό να αναφερθεί -και μάλλον θα τύχει χρήσης και από τους νομικούς της ΑΗΚ ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου- ότι στην αρνητική της απόφαση η ΡΑΕΚ δεν επικαλείται λανθασμένους υπολογισμούς ή αβάσιμες αξιώσεις από πλευράς της ΑΗΚ, αλλά τις έκτακτες οικονομικές συνθήκες που επικαρατούν και το δημόσιο συμφέρον.

Συγκεκριμένα, η απόφαση της ΡΑΕΚ αναφέρει πως «οι σταθερά υψηλές τιμές της ενέργειας έχουν όλο και πιο αρνητικό αντίκτυπο στους πολίτες και τις επιχειρήσεις (και) μέριμνα και καθήκον της ΡΑΕΚ είναι η προστασία των καταναλωτών ενάντια σε μονοπωλιακές τιμές, (και) δεδομένων των έκτακτων συνθηκών και των οικονομικών επιπτώσεων της τρέχουσας κρίσης στην παγκόσμια οικονομία, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τους Κύπριους καταναλωτές, κρίνεται ότι είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος να παραμείνουν σε ισχύ για το έτος 2023 οι διατιμήσεις του έτους 2022 (σ.σ. οι οποίες είχαν αυξηθεί κατά 14% σε σχέση με εκείνες του 2021)».

Η αντίδραση της ΑΗΚ

Στις 21 Σεπτεμβρίου, με δήλωσή της στον Φιλελεύθερο, η πρόεδρος της ΑΗΚ Δέσποινα Θεοδοσίου είχε αναφέρει ότι «η συνέχιση της στέρησης κεφαλαίων από την ΑΗΚ, που με την απόφαση της ΡΑΕΚ υπολογίζονται απολεσθέντα εισοδήματα συνολικού ποσού €107 εκατ., οδηγεί σε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους, όπως για παράδειγμα την υλοποίηση του εγκεκριμένου αναπτυξιακού της προγράμματος».

Η κ. Θεοδοσίου είχε προσθέσει ότι «η απόφαση της ΡΑΕΚ είναι σεβαστή αλλά στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του ΔΣ και έχοντας ως γνώμονα τους στόχους του οργανισμού, το ΔΣ αποφάσισε όπως διενεργηθεί τεχνική και οικονομική ανάλυση των επιπτώσεων της απόφασης, έτσι ώστε να καθοριστούν οι επόμενες ενέργειες του οργανισμού, προς όφελος των καταναλωτών και διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα της ΑΗΚ».

Προφανώς, μέσα από την ανάλυση που έγινε από τεχνοκράτες της ΑΗΚ και τους νομικούς της συμβούλους αποφασίστηκε να κατατεθεί προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο για ακύρωση της απόφασης της ΡΑΕΚ, κάτι που στην ΑΗΚ θεωρούν σημαντικό, ώστε μεταξύ άλλων να μη δημιουργηθεί προηγούμενο ως προς την απόρριψη αιτημάτων για ανάκτηση εγκεκριμένων εξόδων της μέσω των βασικών διατιμήσεων.

Προσέφυγε και το ’14 για διατιμήσεις

Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου είχε προσφύγει και τον Μάρτιο του 2014 εναντίον απόφασης της ΡΑΕΚ που αφορούσε τα έσοδά της. Ειδικότερα, ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης του Ρυθμιστή να επιβάλει «μόνιμη μείωση 8% σε όλες τις βασικές διατιμήσεις». Η ΑΗΚ είχε υποστηρίξει τότε πως η απόφαση οδηγούσε σε μείωση των πλεονασμάτων της και της αξίας του οργανισμού.

Αξιοσημείωτο είναι πως οι συντεχνίες της ΑΗΚ είχαν διαφωνήσει με την απόφαση του δ.σ. και με ανακοίνωσή τους είχαν καλέσει τη διοίκηση να αποσύρει την προσφυγή «και οι οποιεσδήποτε αποφάσεις να λαμβάνονται με γνώμονα το συμφέρον του καταναλωτή».

Εκείνη η προσφυγή απεσύρθη μετά παρέλευση μεγάλου διαστήματος.