Χωρίς ιδιαίτερες ενστάσεις και εντάσεις έκλεισε χθες και τυπικά ο κύκλος της διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και του υπουργού Εργασίας για την αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού, ωστόσο δύο σημαντικές παράμετροι που συνθέτουν τον θεσμό παραμένουν εκκρεμείς και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν ήδη ζητήσει να ξεκινήσει το ταχύτερο νέος γύρος επαφών για τη ρύθμισή τους.

Η πρώτη εκκρεμότητα αφορά το αίτημα των συντεχνιών να συνδεθεί ο εθνικός κατώτατος μισθός με συγκεκριμένο αριθμό ωρών εργασίας (ωριαία απόδοση μισθού), ώστε να μην υπάρχει δυσμενής μεταχείριση εις βάρος εργαζομένων που καλούνται να εργαστούν, σε εβδομαδιαία και μηνιαία βάση, περισσότερους ώρες από άλλους εργαζόμενους που επίσης λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό.

Ο υπουργός Γιάννης Παναγιώτου άφησε ξεκάθαρα να φανεί η θέση του ότι το θέμα της ωριαίας απόδοσης του μισθού πρέπει να συζητηθεί και να ρυθμιστεί και διαβεβαίωσε ότι θα καλέσει σε διάλογο σε μεταγενέστερο στάδιο.

Οι εργοδοτικοί σύνδεσμοι εξακολουθούν να διαφωνούν με την ωριαία απόδοση του κατώτατου.

Από πλευράς συντεχνιών, ήδη χθες η ΠΕΟ χαρακτήρισε «βασικό πρόβλημα» τον μη καθορισμό ωριαίας απόδοσης του κατώτατου μισθού, κάτι που, σύμφωνα με ανακοίνωση της συντεχνίας «ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε εντοπίσει προεκλογικά ως σοβαρή αδυναμία στο διάταγμα που είχε εκδώσει η προηγούμενη Κυβέρνηση. Η παρούσα κυβέρνηση δεν τόλμησε να προχωρήσει σε ρύθμιση αυτού του ζητήματος. Επαναλαμβάνουμε ότι όσο δεν υπάρχει ωριαία απόδοση του κατώτατου μισθού, διαβρώνεται η ίδια η στόχευση και η αποτελεσματικότητα του».

Υπέρ της θέσπισης ωριαίας καταβολής κατώτατου μισθού, για δικαιότερη αντιμετώπιση όλων των εργαζομένων, τάσσεται και η ΣΕΚ, ενώ η ΔΕΟΚ, σε δική της ανακοίνωση, τόνισε ότι «θεωρεί μείζονος σημασίας το θέμα της ωριαίας απόδοσης του εθνικού κατώτατου μισθού και αναμένει ότι σύντομα ο υπουργός Εργασίας θα συγκαλέσει σύσκεψη για διεξαγωγή κοινωνικού διαλόγου».

Δεύτερη εκκρεμότητα αναφορικά με τον κατώτατο μισθό είναι η διεκδίκηση από τις συντεχνίες της ενίσχυσής του μέσω βελτίωσης των όρων απασχόλησης όσων αμείβονται σε αυτά τα επίπεδα, ώστε να λαμβάνουν και Αυτόματη Τιμαριθμική Προσαρμογή, για να μην διαβρώνεται το εισόδημά τους από τον πληθωρισμό. Επί τούτου, η ΠΕΟ αναφέρει στην ανακοίνωσή της ότι «θα συνεχίσουμε τον αγώνα για βελτίωση του πλαισίου που διέπει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, για συμπλήρωσή του με τις αναγκαίες ρυθμίσεις όπως η ΑΤΑ, και για εξάλειψη των εξαιρέσεων από τον κατώτατο μισθό (σ.Φιλ. γεωργοκτηνοτροφικός τομέας, οικιακοί βοηθοί) με στόχο να καταστεί ένα αποτελεσματικό δίχτυ αξιοπρεπούς εργασίας για τους πιο χαμηλόμισθους εργαζόμενους».

Δεν άρεσε ο κατώτατος μισθός πρόσληψης

Όπως ανακοίνωσε χθες ο υπουργός Εργασίας μετά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, ο κατώτατος μισθός για όσους εργάζονται για τουλάχιστο έξι μήνες στον ίδιο εργοδότη αυξάνεται από 1/1/2024 στα 1,000 ευρώ μεικτά, από 940 που είναι σήμερα.

Ο κατώτατος μισθός πρόσληψης αυξάνεται από 885 ευρώ μεικτά σε 900 ευρώ.

Η ΠΕΟ έκρινε μη ικανοποιητικές και τις δύο πτυχές της κυβερνητικής απόφασης, ενώ η ΔΕΟΚ θεωρεί ικανοποιητική την απόφαση για τον κατώτατο μισθό μετά από εξάμηνη εργασία στον ίδιο εργοδότη και μη ικανοποιητικό το σκέλος της απόφασης για τους νεοπροσληφθέντες. Οι πληροφορίες φέρουν τη ΣΕΚ να θεωρεί σχετικά ικανοποιητική την απόφαση για τα χίλια ευρώ, ανκαι έως αργά το απόγευμα δεν είχε εκδοθεί ανακοίνωση.

Ερωτηθείς για το πόσοι εργαζόμενοι θα επηρεαστούν από την αλλαγή στον εθνικό κατώτατο μισθό, ο υπουργός Εργασίας είπε ότι εκτιμάται ότι θα επωφεληθούν περίπου 25.000 εργαζόμενοι. Είπε ακόμα ότι πρέπει να προωθηθεί και η ενίσχυση των τεχνολογικών υποδομών που θα επιτρέψουν την παρακολούθηση της εφαρμογής των ρυθμίσεων που διέπουν τον κατώτατο μισθό.

Πάρτε Κύπριους, φέρτε κοινοτικούς, υποδεικνύει ο Παναγιώτου

Ερωτηθείς χθες για το «σήμα κινδύνου» που εκπέμπουν επιχειρήσεις για πρόσληψη προσωπικού και για τους σχεδιασμούς που γίνονται, ο κ. Παναγιώτου είπε ότι είναι σαφές ότι η ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας έχει ήδη υπερβεί τις δημογραφικές δυνατότητες της Κύπρου, εξηγώντας ότι «ακόμη και εάν όλοι οι ντόπιοι εργαζόμενοι εργάζονται, θα εξακολουθούμε να έχουμε επιπρόσθετες ανάγκες για στελέχωση».

Σημείωσε ότι οι διαδικασίες έχουν ήδη απλοποιηθεί και οι χρόνοι εξέτασης έχουν συντμηθεί.

Προγραμματίζονται, υπενθύμισε, συναντήσεις με τις ηγεσίες των εργοδοτικών οργανώσεων, τονίζοντας ότι υπάρχουν και άνεργοι Κύπριοι πολίτες στους οποίους οι επιχειρήσεις θα πρέπει να απευθύνονται κατά προτεραιότητα.

Πρόσθεσε ακόμη ότι υπάρχει και η δυνατότητα αξιοποίησης εργαζομένων από την ΕΕ, χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε αδειοδότησης.