Τα νοικοκυριά είναι περισσότερο ευάλωτα στο να δημιουργούν μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις σε σχέση με τις επιχειρήσεις ενώ ο μεγαλύτερος όγκος αναδιαρθρώσεων γίνεται κυρίως στα επιχειρηματικά δάνεια, ένα από τα βασικότερα εργαλεία διευκόλυνσης των δανειοληπτών που πλήττονται από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων, την ακρίβεια και το λειτουργικό κόστος.

Τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Κεντρική Τράπεζα, δείχνουν ότι τέλος Οκτωβρίου 2023 οι συνολικές μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις των επιχειρήσεων ήταν €853 εκατ. εκ των οποίων τα €749 εκατ. ανήκουν στην κατηγορία των μικρομεσαίων ενώ στα νοικοκυριά τα προβληματικά δάνεια είναι €1,13 δισ.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα δάνεια των επιχειρήσεων με καθυστέρηση πληρωμής άνω των 90 ημερών είναι €615 εκατ. και των νοικοκυριών στα €930 εκατ. Οι μεγάλες επιχειρήσεις συνήθως σπεύδουν να προχωρήσουν σε επαναδιαπραγμάτευση ή αναδιάρθρωση των δανείων τους, σε μια προσπάθεια είτε να «κλειδώσουν» το επιτόκιο προτού ανέβει ακόμη περισσότερο ή να επιμηκύνουν την περίοδο αποπληρωμής, σε μια προληπτική κίνηση προκειμένου να αποτραπούν προβλήματα στην εξυπηρέτηση των δανείων τους.

Σημειώνεται ότι οι επαναδιαπραγματεύσεις αφορούν κυρίως σε δάνεια που δεν παρουσιάζουν καθυστερήσεις ή πιστωτική επιδείνωση και ως εκ τούτου δεν συγκαταλέγονται στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως ορίζει η οδηγία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών. Μια ματιά στα στοιχεία δείχνουν ότι τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν αναδιαρθρώσει μέχρι τέλος Οκτωβρίου €1,11 δισ. και στα νοικοκυριά το ύψος των δανείων που άλλαξαν πλαίσιο σύμβασης στους όρους της αναδιάρθρωσης ανήλθαν στα €642 εκατ.

Ως προς την συνολική εικόνα με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Κεντρική Τράπεζα, οι συνολικές μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις τέλος Οκτωβρίου ήταν €2,01 δισ. χωρίς να παρουσιάζουν μεταβολή σε σχέση με τον Σεπτέμβριο που ήταν €2,01 δισ. ενώ οι αναδιαρθρώσεις δανείων ήταν €1,82 δισ. στα ίδια σχεδόν επίπεδα με τον προηγούμενο μήνα που ήταν €1,86 δισ. Τα δάνεια που αναδιαρθρώθηκαν αλλά παραμένουν στην κατηγορία των προβληματικών χορηγήσεων για διάρκεια ενός έτους σύμφωνα με την μεθοδολογία της ΕΚΤ είναι αξίας €911 εκατ. τέλος Οκτωβρίου σε σχέση με €916 εκατ. τέλος Σεπτεμβρίου.

Χθες στο ιστολόγιο της ΕΚΤ δημοσιεύθηκε και σχετική ανάλυση σε σχέση με τα εξυπηρετούμενα δάνεια από την Kerstin af Jochnick, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, και τον Mario Quagliariello, Διευθυντή Εποπτικής Στρατηγικής και Κινδύνων.

«Αναμένουμε κάποια επιδείνωση στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών λόγω της ασθενέστερης ανάπτυξης, του διατηρήσιμου πληθωρισμού και του υψηλότερου κόστους δανεισμού. Αυτό επιβαρύνει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και ορισμένα πρώιμα σημάδια άγχους είναι ήδη ορατά. Οι πρόωρες καθυστερήσεις, οι οποίες δίνουν ένδειξη δανείων που είναι πιθανό να χρεοκοπήσουν, αυξήθηκαν σημαντικά το περασμένο έτος, αν και παρέμειναν κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα». Σημειώνουν ότι «η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ελλείψεων στα πλαίσια διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών θα παραμείνει βασικό επίκεντρο της εποπτείας στο μέλλον.

Οι στοχευμένες επιθεωρήσεις μας, που πραγματοποιήθηκαν από κοινές ομάδες εποπτείας και οι επιτόπιες επιθεωρήσεις θα συνεχιστούν σε μεγάλο βαθμό από πέρυσι. Θα κάνουμε ορισμένες προσαρμογές προκειμένου να εστιάσουμε στα χαρτοφυλάκια που είναι πιο ευαίσθητα σε μακροοικονομικούς παράγοντες, όπως τα οικιστικά και εμπορικά ακίνητα και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Θα συνεχίσουμε να διερευνούμε τις πρακτικές προβλέψεων των τραπεζών σύμφωνα με το πλαίσιο του ΔΠΧΑ 9».