H επόμενη μέρα μετά τη χθεσινή έγκριση που έδωσε η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) στη Eurobank αναφορικά με το αίτημα για την απόκτηση του πλειοψηφικού μετοχικού κεφαλαίου της Ελληνικής Τράπεζας βρίσκει ανοικτό τον δρόμο για να τρέξουν απρόσκοπτα οι εξελίξεις.

Αν όλα εξελιχθούν χωρίς απρόοπτα, το σημαντικό τραπεζικό deal πιθανολογείται να ολοκληρωθεί το προσεχές καλοκαίρι. Για την ώρα, η προσοχή μεταφέρεται στη Φρανκφούρτη, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα πρέπει να εξετάσει από πλευράς της το αίτημα και αναλόγως να δώσει τις εποπτικές εγκρίσεις για ένα deal που αφορά δύο τράπεζες (όμιλος Eurobank και Ελληνική Τράπεζα) που είναι συστημικές στο ελλαδικό και κυπριακό τραπεζικό σύστημα αντίστοιχα και βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Η Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη προ πολλού στα χέρια της το αίτημα από την Eurobank για εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας και, όπως αναφέρει ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κωνσταντίνος Ηροδότου σε συνέντευξή του στον «Φ», που θα δημοσιευθεί αύριο Κυριακή, «το αίτημα εξετάζεται στη βάση των απαιτούμενων από το νομοθετικό πλαίσιο διαδικασιών σε συνεργασία με την ΕΚΤ.

Για παράδειγμα», εξήγησε, «εξετάζονται η φήμη και η χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, η φήμη, γνώσεις και δεξιότητες των μελών που προτείνονται να διοικούν τη νέα οντότητα και η ικανότητα της νέας οντότητας να μπορεί να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία τα τραπεζικά ιδρύματα ή όμιλοι αποτελούν σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, η εγκρίνουσα αρχή που θα έχει και τον τελικό λόγο της απόφασης είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».

Το επόμενο βήμα, μόλις δοθούν οι εποπτικές εγκρίσεις, θα είναι η κατάθεση δημόσιας πρότασης της Eurobank προς τους μετόχους της Ελληνικής Τράπεζας, όπως ορίζει η νομοθεσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η συγχώνευση στη συνέχεια με τη θυγατρική που διατηρεί ο όμιλος στην Κύπρο, τη Eurobank Cyprus.

Στόχος, μέσω της δημόσιας πρότασης, είναι η απόκτηση τουλάχιστον του 65% της Ελληνικής Τράπεζας και η δημόσια πρόταση αναμένεται ότι θα γίνει στα 2,35 ευρώ ανά μετοχή, τιμή που μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα.

Με την δημοσίευση της δημόσιας πρότασης, οι μέτοχοι έχουν διάστημα μέχρι δύο μήνες για να αποφασίσουν αν θα αποδεχθούν ή όχι. Να σημειωθεί ότι ο βασικός μέτοχος της Ελληνικής Τράπεζας είναι η επενδυτική εταιρεία Δήμητρα, με ποσοστό 21,3%, ενώ στο 23,5% διαμορφώνεται το ποσοστό που βρίσκεται σε διασπορά.

Αίρονται οι αμφιβολίες της ΕΠΑ

Η ανάγνωση της χθεσινής απόφασης της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού έκρυβε κάποιες λεπτομέρειες που έχουν ιδιαίτερη σημασία. Συνήθως οι αποφάσεις είναι ομόφωνες αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν κατά πλειοψηφία (3-2).

Στην ανακοίνωση της ΕΠΑ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 02/02/2024, αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα αποτελέσματα της πλήρους διερεύνησης της συγκέντρωσης, ως η σχετική έκθεση ευρημάτων της Υπηρεσίας, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, ότι οι αμφιβολίες που είχαν διαπιστωθεί κατά την πρώτη φάση διερεύνησης ως προς τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, αίρονται.

Τον Νοέμβριο του 2023 η ΕΠΑ είχε ανακοινώσει ότι υπήρχαν αμφιβολίες στην πρώτη φάση διερεύνησης ως προς τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά. Συγκεκριμένα, το δελτίο τύπου της ΕΠΑ ανέφερε τότε ότι «συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής, από την έως τώρα ανάλυση και εκτίμηση των παραγόντων που συνθέτουν τη σκοπούμενη συγκέντρωση, διαφάνηκε ότι η εν λόγω συγκέντρωση δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά παροχής υπηρεσιών καταθέσεων και στην αγορά παροχής υπηρεσιών χορηγήσεων».

Πηγές της Ελληνικής Τράπεζας ανέφεραν στον «Φ» ότι αποτιμάται πολύ θετικά η εξέλιξη με την απόφαση της ΕΠΑ να τρέξουν οι εξελίξεις. Τραπεζικοί κύκλοι σημείωναν ότι πρόκειται, εφόσον ολοκληρωθεί, για μια σημαντική επένδυση στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα, με μακροχρόνιο ορίζοντα και προσδίδει στη δεύτερη συστημική τράπεζα του τόπου ένα δυνατό στήριγμα ειδικά σε περίοδο γεωπολιτικών αναταράξεων.