Στις 3/1/1979 το ισπανικό κράτος υπέγραψε συμφωνία με την Αγία Έδρα (Καθολική Εκκλησία της Ισπανίας) σχετικά με οικονομικά ζητήματα που αφορούν τις οικονομικές δραστηριότητες της Εκκλησίας, όπου στο άρθρο IV ορίζονται τα εξής:

«B) πλήρης και μόνιμη απαλλαγή από αντικειμενικούς φόρους και φόρους επί των κερδών, όσον αφορά τόσο το εισόδημα όσο και την περιουσία.

Σε αυτές τις απαλλαγές εμπίπτουν τόσο «η Αγία Έδρα, η Επισκοπική Σύνοδος, οι επισκοπές, ενορίες και λοιπές γεωγραφικές υποδιαιρέσεις, οι αδελφότητες και τα θρησκευτικά τάγματα και τα ιδρύματα μοναστικού βίου, οι περιφερειακές δομές και εγκαταστάσεις τους…».

Τα θρησκευτικά σχολεία στην Betania

Η αδελφότητα θρησκευτικών σχολείων της περιφέρειας Betania (κοινότητα των θρησκευτικών εκπαιδευτηρίων του Getafe, του τάγματος των αδελφών Escolapios) είναι καταχωρισμένη στο μητρώο θρησκευτικών φορέων του ισπανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και εμπίπτει στις διατάξεις της Συμφωνίας της 3ης Ιανουαρίου 1979. Έχει στην κυριότητά της κτηριακό συγκρότημα ευρισκόμενο στο Getafe, εντός του οποίου βρίσκεται το σχολείο, το οποίο διαχειρίζεται.

Στις 4 Μαρτίου 2011, η αδελφότητα ζήτησε άδεια για τη μετατροπή και επέκταση του κτηρίου που στεγάζει αίθουσα εκδηλώσεων, η οποία προορίζεται, μεταξύ άλλων, για διενέργεια συγκεντρώσεων, μαθημάτων και διαλέξεων, προκειμένου να τοποθετηθούν 450 καθίσματα. Η άδεια εκδόθηκε στις 28 Απριλίου 2011, η δε αδελφότητα κατέβαλε δημοτικό φόρο, ανερχόμενο στο ποσό των 23 730,41 ευρώ.

Ακολούθως, η αδελφότητα υπέβαλε αίτηση επιστροφής του ποσού αυτού, εκτιμώντας ότι απαλλάσσεται της καταβολής του φόρου αυτού κατ’ εφαρμογή της αποφάσεως της 5ης Ιουνίου 2001, που θέτει σε εφαρμογή το άρθρο IV, παράγραφος 1, στοιχείο B), της Συμφωνίας της 3ης Ιανουαρίου 1979.

Η αίτηση απορρίφθηκε από τον Δήμο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι απαλλαγή από τον δημοτικό φόρο εφαρμόζεται μόνον στα ακίνητα που απαλλάσσονται του φόρου επί ακινήτων λόγω του προορισμού τους για τους θρησκευτικούς σκοπούς της Καθολικής Εκκλησίας και ότι, αν δεν ισχύσει ένας τέτοιος περιορισμός, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως της ασκήσεως, εκ μέρους της Εκκλησίας αυτής, οικονομικών δραστηριοτήτων (διαχείριση σχολείων, νοσοκομείων, κ.λπ.), μια τέτοια απαλλαγή θα μπορούσε να αποδειχθεί ασύμβατη προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 107 -της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

«1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

Η υπόθεση έφτασε στα ισπανικά δικαστήρια όπου το αρμόδιο ισπανικό δικαστήριο αποφάσισε να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της ΕΕ, το οποίο ως καταγράφεται στην απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 27/6/2017
«…διερωτάται κατά πόσον η απαλλαγή από τον ICIO (δημοτικό φόρο), της οποίας απολαύει η Καθολική Εκκλησία, ακόμη και όταν ο προορισμός του ακινήτου το οποίο αφορά το εν λόγω μέτρο συνίσταται στην άσκηση εκ μέρους της οικονομικής δραστηριότητας, θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ».

Με το ερώτημά του, το ισπανικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί κατά πόσον μπορεί να υπάρξει φορολογική απαλλαγή, της οποίας απολαύει αδελφότητα της Καθολικής Εκκλησίας για έργα που πραγματοποιούνται σε ακίνητο προοριζόμενο για την άσκηση δραστηριοτήτων που δεν επιδιώκουν αυστηρώς θρησκευτικό σκοπό, να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Προκειμένου να καθοριστεί αν οι επίμαχες δραστηριότητες συνιστούν «επιχειρηματικές» δραστηριότητες, κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να αναζητηθεί η φύση των δραστηριοτήτων αυτών, ο δε χαρακτηρισμός ως «οικονομικής δραστηριότητας» πρέπει να εξετάζεται για κάθε μία από τις διαφορετικές δραστηριότητες που ασκεί συγκεκριμένος φορέας.
Οικονομική δραστηριότητα συνιστά, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, κάθε δραστηριότητα διαθέσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά.

Το γεγονός ότι η προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών δεν έχει σκοπό το κέρδος δεν σημαίνει ότι ο φορέας που πραγματοποιεί τις πράξεις αυτές στην αγορά δεν πρέπει να θεωρείται επιχείρηση, εφόσον με την προσφορά αυτή ανταγωνίζεται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό.
Υπηρεσίες δυνάμενες να χαρακτηρισθούν ως «οικονομικές δραστηριότητες» συνιστούν οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται έναντι αμοιβής. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της οικείας παροχής.

Η απόφαση του Δικαστηρίου

Το ΔΕΕ, κάνοντας ευρεία αναφορά στην νομολογία του για το τι συνιστά οικονομική δραστηριότητα, σε σχέση με το σχολείο που διαχειρίζεται η αδελφότητα αποφάνθηκε ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα μαθήματα που διδάσκονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους, οι οποίοι δεν προέρχονται από τον ίδιο τον παρέχοντα τις υπηρεσίες, αποτελούν υπηρεσίες, δεδομένου ότι ο σκοπός στον οποίον αποβλέπουν τα ιδρύματα αυτά έγκειται πράγματι στην προσφορά υπηρεσίας έναντι αμοιβής και ως εκ τούτου φορολογική απαλλαγή, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, της οποίας απολαύει αδελφότητα ανήκουσα στην Καθολική Εκκλησία για έργα που πραγματοποιούνται σε ακίνητο προοριζόμενο για την άσκηση δραστηριοτήτων που δεν επιδιώκουν αυστηρώς θρησκευτικό σκοπό, δύναται να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εάν και στο μέτρο που οι δραστηριότητες αυτές είναι οικονομικές δραστηριότητες, πράγμα που εναπόκειται στο ισπανικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

Η Εκκλησία της Κύπρου και η συμφωνία

Η Εκκλησία Κύπρου ουδέποτε έκρυψε τις οικονομικές και επιχειρηματικές της δραστηριότητες και είναι ιδιοκτήτης ξενοδοχείων πολυτελείας και τεράστιων εκτάσεων γης όπου ασκείται επιχειρηματική και εμπορική δραστηριότητα, καθώς επίσης και παραγωγής διαφόρων ειδών προϊόντων.

Στην πρόσφατη συμφωνία του Κράτους με την Εκκλησία Κύπρου του 2012, την οποία δεν μπόρεσα να βρω καθ΄ αυτή, παρά μόνο δημοσιεύματα που κάνουν αναφορά σε αυτήν, φαίνεται να υπάρχει πρόνοια ότι η Εκκλησία απαλλάσσεται συνολικά από τον φόρο εισοδήματος, καθώς επίσης και πολλές άλλες αντίστοιχες απαλλαγές.  

Με αφορμή τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας με τη Μονή Αββακούμ, χωρίς να υπεισέλθουμε σε βάθος αλλά μόνο σε επιμέρους οικονομικές δραστηριότητες που ασκούντο, ακόμη και για προϊόντα ζαχαροπλαστικής με τιμοκατάλογο συγκεκριμένο και τη Μονή να λειτουργεί ως πρατήριο, σε σχέση με διαφημιστικές εκστρατείες που αφορούν τουριστικά ταξίδια στο εξωτερικό κλπ, τίθενται ένα σωρό από ζητήματα σε σχέση με το αν εμπίπτει η Μονή πχ στις φοροαπαλλαγές που συμφώνησε η Εκκλησία με το Κράτος το 2012 ή αν υπάρχει ζήτημα αθέμιτου ανταγωνισμού.

Αυτό θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να επεκταθεί σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες της Εκκλησίας και σε ποιες υπάρχει φοροαπαλλαγή και κατά πόσο αυτές είναι νόμιμες, υπό το φως της απόφασης του ΔΕΕ που αναφέρθηκε.