Στο κενό έπεσε έφεση που άσκησε η Δημοκρατία εναντίον καταδικασθέντα σε επτά χρόνια φυλάκισης για υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού. Ο Γενικός Εισαγγελέας προσέβαλε την απόφαση, κρίνοντας ως έκδηλα ανεπαρκή την ποινή που επιβλήθηκε, ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τις προσωπικές συνθήκες τόσο του θύματος όσο και του θύτη, απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε την αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 2016. Κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ο παραπονούμενος ήταν ηλικίας 15 χρόνων και 8 μηνών και ο καταδικασθείς ήταν ηλικίας 27 ετών. Ο παραπονούμενος ήταν ένα παιδί ευάλωτο, με νοημοσύνη ελαφρώς χαμηλότερη του μέσου όρου των παιδιών της ηλικίας του, με σοβαρές γνωστικές ελλείψεις και μαθησιακές δυσκολίες. Ήταν επίσης θύμα χρόνιας εκφοβιστικής συμπεριφοράς, χωρίς ουσιαστικές δυνατότητες να προστατεύσει τον εαυτό του.

Θύτης και θύμα είχαν γνωριστεί το 2015 μέσω κοινού φίλου και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Ο ανήλικος βρισκόταν με τον 27χρονο, ο οποίος του παρείχε και μεταφορικό μέσο για κάποιες εξόδους τους. Τον Ιούλιο του 2016 ο θύτης επικοινώνησε μέσω Facebook με το θύμα και διευθέτησαν συνάντηση. Ο θύτης παρέλαβε το θύμα με το αυτοκίνητό του και τον οδήγησε σε απόμερο σημείο και αφού κλείδωσε τις πόρτες του αυτοκινήτου, με τη βία τον εξανάγκασε αρχικά να του κάνει στοματικό έρωτα και ακολούθως να έρθει σε παρά φύση συνουσία μαζί του.

Ο παραπονούμενος μίλησε για το περιστατικό που του συνέβη στη σύμβουλο του σχολείου του περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2016, η οποία και προχώρησε σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, προκειμένου το συμβάν να καταγγελθεί στην Αστυνομία.

Δέον να τονιστεί ότι το θύμα κατόπιν κλινικής αξιολόγησης διαγνώστηκε με οξεία διαταραχή μετατραυματικού στρες και ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές.

Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για σκοπούς επιβολής ποινής θεώρησε ως επιβαρυντικούς παράγοντες για τον εφεσίβλητο τη σοβαρότητα των αδικημάτων, το γεγονός ότι το θύμα ήταν ανήλικος έφηβος ηλικίας σχεδόν 16 χρόνων, τη χρήση βίας που ο εφεσίβλητος άσκησε εναντίον του θύματος προς ικανοποίηση των σεξουαλικών του επιθυμιών, καθώς και τις επιπτώσεις που είχαν οι ενέργειες του δράστη στην ψυχολογική κατάσταση του θύματος.

Επιπρόσθετα, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ως μετριαστικούς παράγοντες τις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, περιλαμβανομένων των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, δηλαδή τη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, την υψηλή αρτηριακή πίεση και το υπνοαπνοϊκό σύνδρομο, για την αντιμετώπιση του οποίου χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια της νύχτας ειδική συσκευή. Λήφθηκε επίσης υπόψη το γεγονός ότι ο θύτης δεν είχε προηγούμενες καταδίκες.

Ο Γενικός Εισαγγελέας με την έφεση θεωρεί ότι το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος και στην ανάγκη επιβολής αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής εφόσον η διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων βρίσκεται σε έξαρση. Υπογράμμισε επίσης ως επιβαρυντικό παράγοντα τη μη επίδειξη μεταμέλειας από πλευράς του εφεσίβλητου. Περαιτέρω προέταξε την παράλειψη του Κακουργιοδικείου να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στην κατάθεση της κλινικής ψυχολόγου ότι το θύμα παρουσιάζει νοητικές λειτουργίες χαμηλότερες του φυσιολογικού, ότι έχει μαθησιακές δυσκολίες, ότι πρόκειται για ευάλωτο άτομο που επανειλημμένα προέβαινε σε παραστάσεις στο σχολείο όπου φοιτούσε για να προστατευθεί από κακοποιήσεις από άλλα παιδιά, τους συχνούς εφιάλτες και τη δυσκολία που αντιμετώπισε στο να καταγγείλει τα όσα διαπράχθηκαν σε βάρος του από τον εφεσίβλητο.

Ο Γενικός Εισαγγελέας τόνισε τέλος ότι τα γεγονότα των υποθέσεων από τις οποίες το Κακουργιοδικείο άντλησε καθοδήγηση για καθορισμό του ύψους της ποινής, διαφοροποιούνται αισθητά από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, εφόσον εδώ υπήρξε παρά φύση συνουσία με τον παραπονούμενο με τη χρήση βίας.

Από την πλευρά του ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής, λέγοντας ότι αυτή βρισκόταν εντός των ορίων της νομολογίας που εντόπισε το Κακουργιοδικείο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει: «Δεν μας διαφεύγει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα, η οποία προβάλλει ακόμα πιο επιτακτική, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται, γεγονός που τονίζει και το Κακουργιοδικείο στην πρωτόδικη απόφαση. Ούτε και παραβλέπουμε τα γεγονότα που περιβάλλουν την έκνομη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, όπως τα έχουμε ήδη παραθέσει. Πλην όμως, υπό το φως των αρχών που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου σε πρωτόδικη ποινή, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη απόφαση, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ώστε να παρέχεται περιθώριο επέμβασή μας. Το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιο τα ενώπιόν του δεδομένα – συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών τόσο του παραπονούμενου όσο και του εφεσίβλητου – και εφαρμόζοντας τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια επέβαλε την αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή».

Ως εκ τούτου το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την επιβληθείσα ποινή.