«Οι εκλογές της 14ης Μαΐου 2023 είναι πιο σημαντικές της ιστορίας του ρεπουμπλικανικού κράτους». Πρόκειται για μια φράση-κλισέ που έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για να περιγράψει μια εκλογική διαδικασία στην Τουρκία. Επανέρχεται σήμερα για να υπογραμμίσει το στίγμα των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του 2023. Παρά τον «κλισέ χαρακτήρα» της φράσης, οι εκλογές της 14ης Μαΐου 2023, τουλάχιστον σε ότι αφορά κάποιες από τις πτυχές τους, είναι ιστορικής σημασίας. Ιδιαίτερα σε σχέση με την αντιπαράθεση για το μέλλον της χώρας σε σχέση με το προεδρικό ή κοινοβουλευτικό σύστημα, οι επικείμενες μπορούν να χαρακτηριστούν ως οι σημαντικότερες των 100 χρόνων ιστορίας του τουρκικού ρεπουμπλικανικού κράτους. Είναι επίσης γεγονός ότι η χρονική ταύτιση αυτών των εκλογών με την επέτειο ίδρυσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους φορτίζει περισσότερο το συμβολικό τους βάρος.

Όμως η ιστορική σημασία των εκλογών και η κατοχύρωση τους ως «οι σημαντικότερες» στην ιστορία των τελευταίων 100 χρόνων, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το τελικό τους αποτέλεσμα. Εξαρτάται πολύ περισσότερο από την διαμόρφωση των πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών που θα αντικατοπτριστούν στην κάλπη, αλλά και από την πορεία της εξουσίας στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Υπό αυτή την έννοια, η μακρόχρονη εξουσία Ερντογάν, η επιβολή ενός αυταρχικού καθεστώτος, η μετατροπή του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) σε κόμμα – κράτος, αλλά και η μεγάλη προσδοκία από ένα τεράστιο μέρος της κοινωνίας ότι η 14η Μαΐου θα σημάνει το τέλος της συγκεκριμένης εξουσίας, όντως ενισχύουν την σημαντικότητα των εκλογών. Αυτή η δυναμική ωστόσο, δεν είναι από μόνη της ικανή να μετατρέψει τις εκλογές σε ένα ιστορικό σημείο καμπής του τελευταίου αιώνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

>Ένας λάθος υπολογισμός του Ερντογάν

Είναι αλήθεια ότι οι επικείμενες εκλογές χαρακτηρίζονται περισσότερο από την ένταση της προσδοκίας για αλλαγή. Η προσδοκία αυτή καταγράφεται για πρώτη φορά τόσο έντονα εναντίον της μακρόχρονης διακυβέρνησης Ερντογάν. Σε ένα διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο 73 χρόνια προηγουμένως, εμφανίστηκε μια παρόμοια προσδοκία αλλαγής και εκδημοκρατισμού της χώρας. Στις βουλευτικές εκλογές της 14ης Μαΐου 1950, υπήρχε μια εξαιρετικά μεγάλη πόλωση που κατέληξε στο κλείσιμο της εποχής του κεμαλικού μονοκομματισμού και στην έναρξη μιας νέας περιόδου. Έστω και αν η τότε υπόσχεση εκδημοκρατισμού από τον Μεντερές και το Δημοκρατικό Κόμμα αποδείχθηκε τελικά περιορισμένη και επιλεκτική (δημοκρατία μόνο για τους οπαδούς του), εντούτοις η ιστορία που ξεκίνησε από το 1950 μέχρι και σήμερα χαρακτηρίστηκε σε επίπεδο πολιτικού συστήματος από τον ιδιαίτερο κοινοβουλευτισμό, ο οποίος κράτησε επίσημα μέχρι και το 2018. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι εκλογές του 1950 ήταν σημείο καμπής σε ότι αφορά στην καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος.

Η επιλογή του Ερντογάν να πραγματοποιήσει τις εκλογές του 2023 την ίδια μέρα και μήνα με αυτές του 1950, ήταν αποτέλεσμα της επιδίωξης του να ταυτίσει τους συμβολισμούς (που προαναφέρθηκαν) και να δώσει ιστορική συνέχεια στην συλλογική μνήμη της λαϊκής απόρριψης της αυταρχικότητας του κεμαλικού μονοκομματισμού τότε. Αυτή η επιλογή δεν ήταν τυχαία και ούτε μπορεί να εκληφθεί μόνο ως στενά προεκλογική. Γιατί ένας πολύ σημαντικός άξονας της ιδεολογικής πλατφόρμας όλων των εκφράσεων της δεξιάς στην Τουρκία, είναι η πεποίθηση ότι αποτελεί τον αιώνιο και πραγματικό εκπρόσωπο της εθνικής βούλησης. Αυτός ο ισχυρισμός συνδέεται με τα πετυχημένα εκλογικά αποτελέσματα των κομμάτων της δεξιάς από το 1950 μέχρι σήμερα, όσο και από μια συγκεκριμένη κοινωνιολογική ανάλυση της χώρας. 

Το φάσμα των κομμάτων αυτών θεωρούσε και θεωρεί ότι η κοινωνία είναι εκ της φύσης της συντηρητική και θρησκευόμενη, ότι η συντριπτική πλειοψηφία τείνει πάντα προς τα δεξιά του πολιτικού χάρτη γιατί αυτές είναι οι «πραγματικές – γνήσιες αξίες» που δεν μπόρεσε να μετασχηματίσει ο κεμαλισμός. Στη βάση αυτής της κοινωνιολογικής ανάλυσης ακριβώς, αναπτύχθηκε ιστορικά και η σημασία της κάλπης για τα κόμματα του συγκεκριμένου χώρου. Στο παράδειγμα του Ερντογάν και των συμμάχων του, η κάλπη πρέπει πάντα να αναπαράγει και να διασφαλίζει την συντηρητική – θρησκευόμενη πλειοψηφία. Αλλά πολύ περισσότερο, οι εκλογές θεωρούνται ένα εργαλείο αποθέωσης και νομιμοποίησης της ταύτισης ηγέτη – κράτους – έθνους.

Το προεδρικό σύστημα που λειτουργεί σήμερα, επίσης βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην προαναφερθείσα συντηρητική κοινωνιολογική ανάλυση. Εφόσον το έθνος «ήταν και είναι συντηρητικό», τότε η απευθείας εκλογή του Προέδρου από το λαό και η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, θα ήταν μια ιστορική διασφάλιση της αναπαραγωγής της συγκεκριμένης ιδεολογίας ως εξουσία στην Τουρκία. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, η έκφραση της συντηρητικής – θρησκευόμενης πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση θα διασφάλιζε στον Πρόεδρο την ενότητα και όχι τον διαχωρισμό των εξουσιών. Εξέλιξη που συμβάλλει ακόμα πιο έντονα στην ταύτιση ηγέτη – κράτους – έθνους, αλλά και στην περιθωριοποίηση των αντιπολιτευτικών δυνάμεων.  

  >>Ο εξαναγκασμός σε μια ακραία συμμαχία 

Ωστόσο στις σημερινές συνθήκες είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η κοινωνική προσδοκία για αλλαγή κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με αυτή που ο ίδιος ο Ερντογάν υπολόγιζε στην έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας. Στις παρούσες συγκυρίες το ιστορικό σύνθημα του Μεντερές «Φτάνει! Ο λόγος στο έθνος» στρέφεται εναντίον του αυταρχισμού που παράγει ο ιδιότυπος μονοκομματισμός του Ερντογάν και όχι ο παραδοσιακός κεμαλισμός. Ο Πρόεδρος της χώρας απέτυχε να ταυτίσει την αναπαραγωγή της δικής του εξουσίας με το θέμα του σχετικού εκδημοκρατισμού μετά από 20 χρόνια μονοπώλησης της εξουσίας. Σταμάτησε οριστικά να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο σύνθημα γιατί κατανόησε πολύ γρήγορα ότι αυτό τελικά θα εξέφραζε τις δυνάμεις εναντίον του και όχι αυτές που συσπειρώνονται στο πλευρό του.

Ενώπιον αυτών των ανακατατάξεων, ο Ερντογάν οδηγήθηκε στην προσπάθεια συσπείρωσης όλων των τάσεων της τουρκικής δεξιάς και ακροδεξιάς. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες άλλωστε δεν ευνοούν την διεύρυνση της εκλογικής του βάσης. Με αυτό τον τρόπο προέκυψε ο σημερινός ανανεωμένος συνασπισμός δυνάμεων του ισλαμισμού, της τουρκικής ακροδεξιάς και της κουρδικής ακραίας ισλαμικής παράταξης. Πέραν από το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης και το Κόμμα Μεγάλης Τουρκίας, ο Ερντογάν πρόσδεσε στον συνασπισμό του μικρότερα κόμματα και οργανώσεις με ακραία χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να του προσφέρουν μεγαλύτερα ποσοστά. Μπορούν όμως να προσφέρουν έστω και την τελευταία στιγμή την αναγκαία πολιτική κινητοποίηση που θα υπηρετήσει την συμμετοχή του κοινωνικού πυρήνα που τον υποστηρίζει στις κάλπες. Το άμεσο αποτέλεσμα της προαναφερθείσας επιλογής ήταν να διατηρήσει τα ποσοστά του κυβερνώντος ΑΚΡ σε αρκετά υψηλά επίπεδα που κινούνται από 35-40%. Όμως την ίδια στιγμή ο Πρόεδρος της χώρας απέτυχε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις τα δικά του ποσοστά να ξεπερνούν το 50%. Η δική του προεδρική υποψηφιότητα μπορεί να ξεπερνά την εκλογική βάση του κόμματος του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να φτάσει τα όρια της ιδεολογικά καθορισμένης «συντηρητικής – θρησκευόμενης πλειοψηφίας». Έτσι, το σενάριο που επικρατεί τουλάχιστον μέχρι στιγμής είναι η διεξαγωγή δύο γύρων προεδρικών εκλογών. Εάν συνυπολογιστεί ότι στις προηγούμενες δύο προεδρικές εκλογές του 2014 και του 2018, ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει από τον πρώτο γύρο με ποσοστά 52-53%, τότε από μόνη της η προοπτική δύο γύρων στις προεδρικές του 2023 αποτελεί σοβαρότατο πλήγμαστην εξουσία.

*Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.