Ο λαϊκισμός σήμερα αποτελεί απειλή για τις δημοκρατίες και ευδοκιμεί εκεί που εκλείπει ο ορθολογισμός, σημειώνει ο Χριστόφορος Φωκαΐδης, πρόεδρος του Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας, πρώην Υπουργός Άμυνας, στέλεχος του ΔΗΣΥ.

Σχολιάζει το πολιτικό σκηνικό και την πρόκληση που έχει να διαχειριστεί η νέα ηγεσία του ΔΗΣΥ και επισημαίνει ότι το κόμμα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με μια μεγάλη πρόκληση που είναι η διασφάλιση της ενότητάς του χωρίς να χάσει την ταυτότητάς του. Για να υπάρξει ενότητα στον ΔΗΣΥ, δηλώνει στο «Φ» χαρακτηριστικά, θα πρέπει να στηριχθεί πάνω στην κληριδική πολιτική κληρονομιά. Υπογραμμίζει πώς, ο Κληρίδης δεν επιδίωξε να συγκροτήσει ένα κόμμα ισορροπιών στο χώρο της Δεξιάς αλλά να μετασχηματίσει τη Δεξιά.

Για το Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας, του οποίου ηγείται, εξηγεί πως είναι μια δεξαμενή σκέψης που στόχο έχει να διασυνδέσει τον κόσμο της επιστήμης και των ιδεών με την εφαρμοσμένη πολιτική. Στο Ινστιτούτο συμμετέχουν πέραν των 30 ερευνητικών εταίρων και αναλυτών, που εργάζονται σε Κύπρο, Ελλάδα, Ισραήλ, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο. Εξηγεί ότι με την ιδρυτική του πράξη το Ινστιτούτο, αν και πλήρως αυτόνομο ως προς τη διοίκηση και τη λειτουργία του, έχει διασυνδεθεί ιδεολογικοπολιτικά με τον Δημοκρατικό Συναγερμό, κατά το πρότυπο αντίστοιχων ινστιτούτων στον ευρωπαϊκό χώρο.

Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας. Τι ακριβώς είναι, ποιοι οι σκοποί και οι στόχοι του;
-Πρόκειται ουσιαστικά μια δεξαμενή σκέψης που στόχο έχει να διασυνδέσει τον κόσμο της επιστήμης και των ιδεών με την εφαρμοσμένη πολιτική, συμβάλλοντας έτσι στην προαγωγή του ορθολογισμού και της επιστημονικής τεκμηρίωσης στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής.

Ποια η ανάγκη δημιουργία ενός τέτοιου Ινστιτούτου;

Κοιτάξτε, το μεγαλύτερο διακύβευμα σήμερα για την πολιτική είναι η επικράτηση του ορθού λόγου απέναντι στον λαϊκισμό. Θα έλεγα μάλιστα, ότι η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε αριστερές και δεξιές πολιτικές, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο η διάκριση ανάμεσα σε ορθολογικές και λαϊκίστικες. Δεν θεωρώ ότι έχουμε φθάσει στο τέλος των ιδεολογιών. Ωστόσο, εκείνο που απειλεί τις δημοκρατίες σήμερα είναι ο λαϊκισμός, είτε αριστερός είναι αυτός, είτε δεξιός. Και ο λαϊκισμός ευδοκιμεί εκεί που εκλείπει ο ορθολογισμός. Εδώ λοιπόν, ινστιτούτα όπως το δικό μας, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο.

Ποιοι συμμετέχουν σε αυτή την πρωτοβουλία και πώς θα λειτουργεί ακριβώς;

Στο Ινστιτούτο συμμετέχουν μέχρι στιγμής πέραν των 30 ερευνητικών εταίρων και αναλυτών, που εργάζονται σε Κύπρο, Ελλάδα, Ισραήλ, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο. Στόχος, λοιπόν, είναι η αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και της εμπειρογνωμοσύνης όλων αυτών των εκλεκτών συνεργατών προκειμένου να συμβάλουμε στην παραγωγή πολιτικής, μέσα από συγκεκριμένες ιδέες και συγκεκριμένες προτάσεις. Η πολιτική δεν μπορεί να διεξάγεται με όρους εμπειρικούς. Θα πρέπει να κοιτάξουμε πέραν από τα στενά όρια της Κύπρου, για να αντλήσουμε, μέσα από τον συγκριτικό και αναλυτικό φακό της επιστήμης, διδάγματα απ’ αλλού στον κόσμο αλλά και διδάγματα από την ίδια την ιστορία μας.

Έχει οποιαδήποτε σχέση με κάποιο πολιτικό κόμμα αυτό το Ινστιτούτο; Και πώς ακριβώς οριοθετείται αυτή η σχέση;

Ναι, με την ιδρυτική του πράξη το Ινστιτούτο, αν και πλήρως αυτόνομο ως προς τη διοίκηση και τη λειτουργία του, έχει διασυνδεθεί ιδεολογικοπολιτικά με τον Δημοκρατικό Συναγερμό, κατά το πρότυπο αντίστοιχων ινστιτούτων στον ευρωπαϊκό χώρο. Στόχος των πολιτικά διασυνδεδεμένων ινστιτούτων, πέραν από τη συμβολή στην προαγωγή του ορθολογισμού και της επιστημονικής τεκμηρίωσης στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής, είναι να λειτουργούν ως φορείς διαρκούς εκσυγχρονισμού και ανανέωσης των πολιτικών κομμάτων αλλά και ως αντίβαρα απέναντι σε λαϊκίστικες πιέσεις που δέχονται συχνά οι κομματικές ηγεσίες. Απαραίτητη προϋπόθεση, συνεπώς, για την επιτυχία ενός τέτοιου ινστιτούτου είναι να διατηρήσει την αυτονομία του. Αλλιώς καθίσταται απλώς δορυφόρος του κόμματος, με μηδενική προστιθέμενη αξία.

Πολλοί έχουν διασυνδέσει τη δημιουργία του συγκεκριμένου Ινστιτούτο, με το πολιτικό σκηνικό όπως διαμορφώθηκε μετεκλογικά. Ισχύει αυτό; Έχει οποιαδήποτε σχέση με τον Αβέρωφ Νεοφύτου;

Όχι. Το Ινστιτούτο έχει ολοκληρώσει πριν από λίγες μέρες τον πρώτο, μεταβατικό, χρόνο λειτουργίας του, κατά τον οποίο έχει γίνει όλη η σχετική προετοιμασία και έχει συμπληρωθεί η διοικητική του δομή. Το πρώτο ανοικτό επιστημονικό συνέδριο του Ινστιτούτου είναι προγραμματισμένο για τον Σεπτέμβριο, όμως έχει ήδη πραγματοποιηθεί μια σειρά κλειστών συναντήσεων πολιτικής και ένας αξιόλογος αριθμός δημοσιεύσεων άρθρων και κειμένων πολιτικής. Ως εκ τούτου, όπως αντιλαμβάνεστε, η ίδρυση του Ινστιτούτου έχει προηγηθεί των τελευταίων προεδρικών εκλογών και, συνεπώς, δεν σχετίζεται με οποιεσδήποτε μετεκλογικές κινήσεις ή προθέσεις. Θα πρέπει, ωστόσο, να πω ότι ο Αβέρωφ Νεοφύτου, ως πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κατά τον χρόνο ίδρυσης του Ινστιτούτου, διείδε τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ένα ανάλογο ινστιτούτο και επέδειξε ισχυρή πολιτική βούληση στηρίζοντας την προσπάθεια αυτή. Ανάλογη είναι η στάση που επιδεικνύει σήμερα και η νέα πρόεδρος της παράταξης.

Πώς βλέπετε το πολιτικό σκηνικό σήμερα; Είχατε πάρει ξεκάθαρα θέση υπέρ του Ανδρέα Μαυρογιάννη στο β’ γύρο των προεδρικών εκλογών… Γιατί;

Για τους λόγους που ξεκάθαρα είχα αναφέρει τότε στη δήλωση μου. Τηλεγραφικά, για λόγους Κυπριακού και πολιτικής ηθικής. Γνώριζα ότι, κατά πάσα πιθανότητα, οι εκλογές είχαν κριθεί υπέρ του Νίκου Χριστοδουλίδη, όμως είχα τη συγκεκριμένη άποψη και την εξέφρασα δημόσια. Και αφού με ρωτάτε για το πολιτικό σκηνικό ευρύτερα, σας απαντώ ευθέως πως το γεγονός ότι οι περισσότεροι πολιτικοί σήμερα δεν παίρνουν θέση, λέγοντας στον καθένα αυτό που θέλει να ακούσει για να αποφύγουν το όποιο πολιτικό κόστος, συνιστά ένα από τους κυριότερους λόγους απαξίωσης της πολιτικής.

Συμμερίζεστε την άποψη ορισμένων ότι ο ΔΗΣΥ δεν έχει πυξίδα και ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση;

Θα σας πω. Ο ΔΗΣΥ βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με μια μεγάλη πρόκληση. Να διασφαλίσει την ενότητά του χωρίς να χάσει την ταυτότητά του. Ενότητα στον ΔΗΣΥ, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν στηριχθεί πάνω στην κληριδική πολιτική κληρονομιά. Η κληριδική κληρονομιά αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί η συναγερμική ταυτότητα. Δεν αποτελεί πολιτική τάση εντός του κόμματος, όπως λανθασμένα λέγεται σήμερα από ορισμένους. Άλλωστε, ήταν ο ίδιος ο Κληρίδης που αποτέλεσε τον πόλο ενότητας, ο οποίος συγκέραζε τις διάφορες τάσεις που συστρατεύτηκαν στις τάξεις του Συναγερμού μετά το ΄74, και οι οποίες σταδιακά ομογενοποιούνταν προς την κατεύθυνση μιας συνεκτικής συναγερμικής ταυτότητας, με κύριους άξονες τον πατριωτικό ρεαλισμό, τον φιλελευθερισμό, την ευρωπαϊκότητα, τη συμφιλίωση έθνους και κράτους. Αυτή είναι η ξεκάθαρη πυξίδα του Συναγερμού και αυτή είναι η κληριδική πυξίδα. Ο Κληρίδης δεν επιδίωξε να συγκροτήσει ένα κόμμα ισορροπιών στο χώρο της Δεξιάς αλλά να μετασχηματίσει τη Δεξιά. Και εδώ λοιπόν, έγκειται και το μεγάλο στοίχημα για τον Συναγερμό σήμερα. Όχι να μετατραπεί σε κόμμα ισορροπιών αλλά να αναπαράγει την κληριδική ταυτότητα, ως θεμέλιο ενότητας και συνοχής, πάντα βεβαίως στις σημερινές συνθήκες.

Είναι ο ΔΗΣΥ μπροστά σε μία νέα σελίδα της ιστορίας; Πώς αξιολογείτε την νέα ηγεσία του κόμματος;

Χωρίς καμιά αμφιβολία, ο ΔΗΣΥ βρίσκεται μπροστά σε μια νέα σελίδα της ιστορίας του. Η νέα ηγεσία έχει ομολογουμένως αναλάβει μια τεράστια ιστορική ευθύνη. Να οδηγήσει τον Συναγερμό στον δρόμο της πολιτικής ανασυγκρότησης, μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες που άφησαν πίσω τους οι προεδρικές εκλογές, μετά από δέκα χρόνια στην εξουσία και σε μια εποχή, μάλιστα, μεγάλων αλλαγών και νέων προκλήσεων. Αυτό το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Θα πρέπει, λοιπόν, να δοθεί χρόνος στη νέα ηγεσία προκειμένου να διαχειριστεί την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία στην οποία έχει περιέλθει το κόμμα. Πρέπει να πω, πάντως, πως η Αννίτα Δημητρίου, επιδεικνύει υποδειγματική περιβαλλοντική ευφυία μέχρι στιγμής, έχοντας αποτρέψει το ενδεχόμενο διασπαστικών τάσεων στο κόμμα μετά τις προεδρικές – πράγμα διόλου αυτονόητο. Θα χρειαστεί όμως, αργά ή γρήγορα, να προβεί και σε συγκρούσεις για να διασφαλίσει ότι ο ΔΗΣΥ θα παραμείνει πιστός στις ιστορικές του παρακαταθήκες. Εκεί θα είναι το κρίσιμο τεστ για τη νέα ηγεσία και εκεί είναι που θα χρειαστεί να τύχει στήριξης απ’ όλους.

Γιατί έχετε αποστασιοποιηθεί από τον ΔΗΣΥ; Δεν σας ενδιαφέρει πλέον η πολιτική μέσα από κομματικές θέσεις και αξιώματα;

Δεν έχω αποστασιοποιηθεί από τον ΔΗΣΥ. Εκεί και όπου είχα τη δυνατότητα συμμετοχής, εξ οφίκιο ως πρώην υπουργός, το έπραττα εκφράζοντας τις απόψεις μου, ενίοτε και γραπτώς, ασχέτως αν αυτές δε συμβάδιζαν πάντα με την πλειοψηφία τα τελευταία χρόνια. Όμως, οι δεσμοί μου με την παράταξη έχουν σφυρηλατηθεί μέσα από πολύχρονους αγώνες, από τα φοιτητικά μου χρόνια ως πρόεδρος της Πρωτοπορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ως πρόεδρος της ΝΕΔΗΣΥ και από διάφορες θέσεις στη συνέχεια στο κόμμα. Δεν ήμουν περαστικός, για να το πω απλά, από τον Συναγερμό. Δεν θα μου ήταν εύκολο λοιπόν σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως διαφωνιών, οικειοθελώς να αποστασιοποιηθώ. Από την άλλη, είχα πάντοτε την άποψη ότι η πολιτική δεν μπορεί να είναι επάγγελμα. Κι’ αυτό συμβαίνει όταν κάποιος γίνεται δέσμιος θέσεων και αξιωμάτων. Μια τέτοια συνθήκη, εκ των πραγμάτων, σε οδηγεί στο να σκέφτεσαι διαρκώς όχι πώς να προσφέρεις αλλά πώς να διατηρήσεις τη θέση σου.

Τι βαθμό θα βάζατε στην Κυβέρνηση Νίκου Χριστοδουλίδη;

Θα έλεγα ότι η δική μου βαθμολόγηση δε διαφέρει και πολύ από την αξιολόγηση που αποτυπώνεται σε μετρήσεις της κοινής γνώμης. Εκτιμώ το έργο συγκεκριμένων υπουργών, για παράδειγμα, όμως η συνολική εικόνα είναι κατά πολύ κατώτερη των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί. Κυρίως, σε σχέση με μια συναλλακτική αντίληψη της πολιτικής, που θεωρεί ότι για χάρη της εξουσίας όλα μπορούν να νομιμοποιηθούν, ευνοιοκρατικοί διορισμοί, αθέτηση προεκλογικών δεσμεύσεων και κυρίως πολιτικές συμπεριφορές που επιτείνουν την απαξίωση των πολιτών έναντι της πολιτικής, αναπαράγοντας μια κουλτούρα πολιτικού αμοραλισμού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα σας πω μόνο. Είναι δυνατό να συμμετέχει στην κυβέρνηση κόμμα, το οποίο θεωρεί την ομοσπονδία ως τη χειρότερη μορφή νομιμοποιημένης διχοτόμησης, την ώρα που ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης, από πρωίας μέχρι νυκτός διακηρύσσει ότι επιθυμεί την επανέναρξη συνομιλιών με βάση το συμφωνημένο πλαίσιο, δηλαδή με βάση τη διζωνική, δικοινοτική, ομοσπονδία; Προσέξτε, σέβομαι την άποψη κάποιου που διαφωνεί με τη λύση ομοσπονδίας, όπως και κάθε διαφορετική άποψη. Εκείνο που λέω είναι ότι δεν μπορεί να βρίσκεσαι σε μια κυβέρνηση όταν διαφωνείς τόσο έντονα ως προς τον στόχο που αφορά το μείζον εθνικό θέμα. Κυρίως, όμως δεν μπορεί ο ίδιος ο Πρόεδρος να ανέχεται και να νομιμοποιεί ανάλογες πολιτικές στάσεις. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο.

Βιώνουμε την εποχή της κυριαρχίας των προσώπων και της εικόνας, έναντι των πολιτικών. Ποια η άποψη σας;

Κοιτάξτε, δεν είναι θέμα επιλογής. Η προσωποποίηση της πολιτικής, που με τη σειρά της αναβαθμίζει τη σημασία της εικόνας, αποτελούν επιφαινόμενα της προσαρμογής της πολιτικής στη γραμματική των νέων μέσων επικοινωνίας. Στη σημερινή εποχή, ότι δεν μπορεί να οπτικοποιηθεί είναι σαν να μην υπάρχει πολιτικά. Το ερώτημα λοιπόν είναι, με βάση αυτά τα δεδομένα, μπορεί η πολιτική σήμερα να μην απολέσει τo περιεχόμενο και την ουσία της; Αυτό συνιστά, εν τέλει, ένα κατεξοχήν ζήτημα δημοκρατίας. Γι’ αυτό και κύρια ευθύνη εδώ είναι στις πολιτικές ηγεσίες. Ευθύνη όμως έχουν και οι ίδιοι οι πολίτες. Αυτό είναι πάντως, ένα από τα θέματα που έχουμε θέσει ψηλά και στην ατζέντα του Ινστιτούτου.

Τα «think tank» μπορούν να αποτελέσουν σημείο πολιτικής επαναδραστηριοποίησης των πολιτών; Μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της πολιτικής απαξίωσης;

Μπορούν σίγουρα να συμβάλουν στην προαγωγή του ορθού λόγου και του κριτικού αναστοχασμού και να λειτουργήσουν ως ανάχωμα απέναντι στο λαϊκισμό και στη δημαγωγία. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορούν να συντείνουν στη διαμόρφωση συνθηκών που να ενισχύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους πολιτικούς θεσμούς και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία. Με βάση μάλιστα την παράδοση του ευρωπαϊκού χώρου, τα πολιτικά διασυνδεδεμένα ινστιτούτα θεωρούνται σημαντικοί θεσμοί που ενισχύουν τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.