Η στρατηγική που ακολουθούσαν μέχρι σήμερα Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία ήταν σύμφωνα με τον Παναγιώτη Τσάκωνα αυτή της «υπό όρους τιμωρίας» και σημειώνει πως θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της «υπό όρους επιβράβευσης» της Τουρκίας όσον αφορά τη διαμόρφωση της μελλοντικής σχέσης με την ΕΕ.

Ο Παναγιώτης Τσάκωνας, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και μέλος του επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας που βρέθηκε στη Λευκωσία  προσκεκλημένος  από το Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής Δημοκρατίας μίλησε στο «Φ»,  για την παρούσα κατάσταση στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό και πως θα μπορούσαν να δράσουν Κύπρος και Ελλάδα στο σημερινό σκηνικό.

– Πιστεύετε συνεπώς ότι πρέπει και κυρίως ότι μπορεί Ελλάδα και Κύπρος να αναπτύξουν μια κοινή στρατηγική;

-Βεβαίως και πρέπει ένα μεσαίο ευρωπαϊκό κράτος, όπως είναι η Ελλάδα, να ενώσει τις δυνάμεις του με ένα μικρό ευρωπαϊκό κράτος, όπως είναι η Κύπρος για να επιτύχουν κοινούς στόχους. Προκειμένου όμως να είναι επιτυχημένη και αποτελεσματική η προσπάθειά που θα καταβάλουν Ελλάδα και Κύπρος για την ανάπτυξη μιας κοινής στρατηγικής είναι απαραίτητο να ικανοποιούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

– Ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις;

– Πρώτη και σημαντικότερη προϋπόθεση είναι η ειλικρινής και πραγματική (και όχι προσχηματική) επιθυμία τόσο της Ελλάδας όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας να επιλύσουν την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση και το Κυπριακό, αντίστοιχα. Για την Ελλάδα θα σας έλεγα ότι υφίσταται σήμερα μια ειλικρινής και πραγματική βούληση του Έλληνα πρωθυπουργού να υπάρξει επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφορείται, όπως και ο πατέρας του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (όπως και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης), από αυτό που ονομάζουμε «κουλτούρα επίλυσης». Αυτή η ειλικρινής επιθυμία για επίλυση των προβλημάτων, και όχι για εξομάλυνση των σχέσεων, σημαίνει επίσης ότι Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία μοιράζονται την αντίληψη ότι οι διαφορές και το όποιο προβληματικό status quo δεν παραμένουν παγωμένες στον χρόνο αλλά μεταβάλλονται υπέρ εκείνου που έχει αναθεωρητικές βλέψεις και σε βάρος εκείνου που «παίζει άμυνα».

Συνεπώς, μια άλλη επίσης σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αποτελεσματικής κοινής στρατηγικής είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Κυπριακή Δημοκρατία. Και αυτό το συντομότερο δυνατόν. Διότι ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος τους, καθώς ο συσχετισμός ισχύος (ειδικά με όρους «σκληρής ισχύος») ανατρέπεται, η ατζέντα των διαφορών της Ελλάδας με την Τουρκία επιβαρύνεται -σταθερά τα τελευταία χρόνια και μέχρι την πρόσφατη επαναπροσέγγιση- όλο και περισσότερο ενώ και η διχοτόμηση όσον αφορά στο Κυπριακό εμπεδώνεται, με την θέση για «λύση δύο κρατών» να αποτελεί τη νέα κόκκινη γραμμή για τον κ. Ερντογάν καθώς και για τον απολύτως ελεγχόμενο Τουρκοκύπριο ηγέτη.

– Στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα συζητούμε για τον σημαντικό ρόλο που παίζει το Κυπριακό στα ελληνοτουρκικά,  πόσο επηρεάζει το διάλογο Ελλάδας-Τουρκίας. Τι συμβαίνει τελικά;

– Συχνά αναφέρομαι στη σύνδεση ελληνοτουρκικών και Κυπριακού χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του εκκρεμούς. Σκεφτείτε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως ένα εκκρεμές η κίνηση του οποίου προς την μια πλευρά της αστάθειας και της κρίσης ή προς την άλλη πλευρά της σταθερότητας και της επίλυσης προσδιορίζεται από το κέντρο βάρους αυτού του εκκρεμούς που είναι το Κυπριακό. Κατά κανόνα λοιπόν και ιστορικά είναι το Κυπριακό που επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εάν και το αντίστροφο μπορεί να συμβεί.

Αυτό που είναι όμως σημαντικό να επισημανθεί είναι ότι ούτε η Ελλάδα αλλά ούτε και η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμούν το ένα ζήτημα να καταστεί όμηρος του άλλου. Να θυμίσω σε αυτό το σημείο ότι όταν η Τουρκία διεξήγαγε έρευνες σε οριοθετημένη Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας (ο τότε πρόεδρος και ο νυν πρόεδρος και τότε ΥΠΕΞ) συμφώνησαν και προέταξαν τον Δεκέμβριο του 2020 την αποσύνδεση των ελληνοτουρκικών από το Κυπριακό με αποτέλεσμα την μείωση της έντασης στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και το ξεκίνημα «διερευνητικών συνομιλιών» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τον Ιανουάριο του 2021. 

Αλλά και σήμερα που Ελλάδα και Τουρκία έχουν εμπλακεί σε μια σοβαρή διαδικασία διαλόγου δεν είναι αποσυνδεδεμένο το Κυπριακό από τα ελληνοτουρκικά; Σας θυμίζω ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Τούρκο Πρόεδρο πριν από μερικές ημέρες στη Νέα Υόρκη και προχώρησαν σε σημαντικές συζητήσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά που θα διέπουν τον ελληνοτουρκικό «οδικό χάρτη» (που περιλαμβάνει ΜΟΕ, «Θετική Ατζέντα» ακόμα και Πολιτικό Διάλογο με ορίζοντα την Χάγη) ενώ το Κυπριακό παραμένει “βαλτωμένο”. Επίσης η ατζέντα των συζητήσεων (στον Πολιτικό Διάλογο των ΥΠΕΞ) δείχνει να αφορά το Αιγαίο και όχι την Ανατολική Μεσόγειο καθιστώντας αυτή την αποσύνδεση ακόμα και «χωροταξικά» σαφή.

Περιττεύει βεβαίως να πούμε ότι η συμφωνημένη αποσύνδεση των ζητημάτων δεν σημαίνει «εγκατάλειψη» της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ελλάδα, όπως κάποιοι υποστηρίζουν. Το ουσιαστικό πιστεύω ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει την Ελλαδική και Κυπριακή ηγεσία είναι πώς μπορεί να υπάρξει και ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο μιας θετικής σύνδεσης ελληνοτουρκικών και Κυπριακού, ως συστατικό στοιχείο μιας κοινής στρατηγικής Ελλάδας-Κύπρου. 

Να θυμίσουμε ότι στο παρελθόν υπήρξε μια τέτοια «θετική σύνδεση» των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού. Αναφέρομαι βεβαίως στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο 1999 που οδήγησαν στην ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Μέσω των αποφάσεων στο Ελσίνκι επετεύχθη η διασύνδεση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, της επίλυσης της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και της ένταξης της Κύπρου, δηλαδή η διασύνδεση τριών ζητημάτων που ήταν μέχρι τότε ασύνδετα μεταξύ τους και μάλιστα με τρόπο όπου δεν ήταν δυνατή η επίτευξη του ενός χωρίς την ικανοποίηση των άλλων.

Ανάληψη πρωτοβουλιών

– Ποια θα μπορούσαν να είναι τα ειδικότερα πεδία ανάπτυξης αυτής της κοινής στρατηγικής στο ευρωπαϊκό πλαίσιο;

– Υπάρχουν τουλάχιστον δύο ειδικότερα πεδία στα οποία η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία μπορούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες.  Το πρώτο έχει να κάνει με τη συνδιαμόρφωση του περιεχομένου της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας. Θυμίζω ότι η ΕΕ δεν διαθέτει εδώ και αρκετά χρόνια μια συγκροτημένη στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια το 2020 και το 2021, η ΕΕ δήλωσε ότι θα ξαναδεί την σχέση της με την Τουρκία –και αυτό θα συμβεί με τρόπο σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο προκειμένου να προωθηθεί η «θετική ατζέντα»– αφού πρώτα η Τουρκία εγκαταλείψει την προκλητική και επιθετική της συμπεριφορά στην Ανατολική Μεσόγειο. Πού βρίσκεται η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία σήμερα με την Τουρκία να έχει εγκαταλείψει την επιθετική και προκλητική της συμπεριφορά και να επιδιώκει μια νέα προσέγγιση με την Δύση, τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την ΕΕ; Συνεπώς, η συνδιαμόρφωση του περιεχομένου της νέας ευρωτουρκικής ατζέντας από την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να αφορά στην εισαγωγή συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων προκειμένου να προχωρήσουν ζητήματα ζωτικού ενδιαφέροντος για την Τουρκία, όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας.

Το δεύτερο πεδίο έχει να κάνει με την αξιοποίηση από πλευράς Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας της πρότασης του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Σεπτέμβριος 2020) για την διενέργεια «Πολυμερούς Διάσκεψης για τη Μεσόγειο» με αντικείμενο το ζήτημα-κλειδί για την ασφάλεια και την σταθερότητα της περιοχής που αφορά στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Εάν τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος επιθυμούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ένταξης της Τουρκίας σε ένα όσο το δυνατόν δεσμευτικότερο πλαίσιο κανόνων θα πρέπει να δουν αυτή την πρόταση ως μια ευκαιρία που θα καταστήσει την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία συν-διαμορφωτές της ατζέντας και των όρων της εν λόγω πολυμερούς διάσκεψης και κυρίως της ελλείπουσας ευρωπαϊκής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία.

Προνομιακό πεδίο το ευρωπαϊκό

– Ποιο πιστεύετε ότι είναι το καταλληλότερο πλαίσιο για την ανάπτυξη αυτής της κοινής στρατηγικής;

– Αν και είναι αποδυναμωμένο σε σχέση με τις συνθήκες που συνέτρεχαν στο τέλος της δεκαετίας του ’90, παρά ταύτα θεωρώ ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο παραμένει το προνομιακό πεδίο ανάπτυξης μιας κοινής στρατηγικής Ελλάδας-Κύπρου. Βεβαίως πριν αναλάβουμε πρωτοβουλίες σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο να σκεφτούμε πόσο αποδοτική ήταν η μέχρι τώρα η ακολουθούμενη προσέγγιση της «υπό όρους τιμωρίας» της Τουρκίας, που συνδέεται αποκλειστικά με διάφορα είδη κυρώσεων, ή εάν θα ήταν αποδοτικότερο Ελλάδα και Κύπρος να υιοθετήσουν μια πολιτική «υπό όρους επιβράβευσης» της Τουρκίας, κυρίως όσον αφορά στη διαμόρφωση της μελλοντικής σχέσης της με την ΕΕ.

Το θετικό κλίμα θα διαρκέσει μέχρι και τον Δεκέμβριο

– Ειδικά όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά μπορεί να λεχθεί ότι κάτι αλλάζει; Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει συνεργασία κα συνεννόηση με έναν Ερντογάν, όπως τον γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια;

– Στα ελληνοτουρκικά έχει ήδη αλλάξει άρδην το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών, με την Τουρκία να έχει όχι μόνον εγκαταλείψει στο πεδίο την προκλητικότητα και την επιθετικότητα όσο και σε επίπεδο τοξικότητας στη ρητορική της. Και αυτό το θετικό κλίμα θα μπορούσε κάποιος –σχεδόν με βεβαιότητα- να υποστηρίξει ότι θα διαρκέσει μέχρι και τον Δεκέμβριο που έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και έχουν δρομολογηθεί επίσης «να τρέξουν» οι διαδικασίες των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, η διμερής «θετική ατζέντα» σε πλήθος ζητημάτων «χαμηλής πολιτικής» και η διερεύνηση συνεργασίας σε δύο θέματα ιδιαίτερης σημασίας τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Τουρκία, δηλαδή την μετανάστευση και τις φυσικές καταστροφές. Από εκεί και πέρα αντιλαμβανόμαστε ότι η κοινή επιθυμία Ελλάδας και Τουρκίας για ήρεμα νερά και ομαλές σχέσεις στο άμεσο μέλλον εδράζεται σε διαφορετικές λογικές και στοχεύσεις όσον αφορά στην προώθηση των μεσοπρόθεσμων συμφερόντων της κάθε πλευράς. Θεωρώ ότι για την Τουρκία συνδέεται με την ανάγκη του Ερντογάν να «αγοράσει» μέσω της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα τόσο την υποστήριξη της Δύσης κυρίως σε σχέση με την ικανοποίηση άμεσων εξοπλιστικών αλλά και άλλων ιδιαίτερα σοβαρών αναγκών της τουρκικής οικονομίας όσο και τον χρόνο που χρειάζεται προκειμένου να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των μεγαλεπήβολων στόχων του, οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υποστηρίζονται τόσο από στρατιωτικές ικανότητες όσο και από μια συνεχώς εξελισσόμενη αμυντική βιομηχανία.

Για την Ελλάδα θα έλεγα ότι μεσοπρόθεσμα υπάρχει ειλικρινής βούληση να επιλύσει τα προβλήματα της με την Τουρκία κλείνοντας έτσι ένα εξαιρετικά δαπανηρό μέτωπο εξοπλισμών –το οποίο από το 1974 μέχρι το 2010 υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 210 δις ευρώ– ώστε να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότερο τρόπο το νέο δυστοπικό περιβάλλον ασφάλειας με το οποίο είναι και θα συνεχίσει να είναι αντιμέτωπη σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον (πλημμύρες, «μέγα-πυρκαγιές» κ.ά.) Για αυτό και όπως σας είπα η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να αναπτύξει με την Κυπριακή Δημοκρατία μια κοινή στρατηγική που θα εκμεταλλεύεται την συμμετοχή των δύο χωρών στην ΕΕ προκειμένου να θέσουν τους όρους της διαπραγμάτευσης της ΕΕ με την Τουρκία και να συνδιαμορφώσουν το πλαίσιο της ευρωτουρκικής ατζέντας.