Όταν το 2014, η αείμνηστη Ζέτα Αιμιλιανίδου καταργούσε το δημόσιο βοήθημα και καθιέρωνε νομοθετικά το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ), αυτό αποτελούσε μία καινοτόμα προσέγγιση υπό τα τότε δεδομένα. Έντεκα χρόνια μετά η πολιτική του ΕΕΕ, αποδεικνύεται ως ατελής και μη επαρκής. Ταυτόχρονα, η ενασχόληση των λειτουργών σε παρεμβάσεις κοντά στις οικογένειες ή άτομα έχει αποτύχει παταγωδώς και αυτό προκύπτει από τις κραυγαλέες αστοχίες που παρακολουθεί πολύ συχνά εμβρόντητη η κοινωνία.

Ειδικότερα, το πλαίσιο του ΕΕΕ έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό και ατελές, εξαιτίας, αφενός των ελλείψεών του στον αρχικό σχεδιασμό της νομοθεσίας και, αφετέρου, των δομικών αδυναμιών της αρμόδιας Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (ΥΔΕΠ) και των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Αυτό που έχει καταδειχθεί είναι ότι ευρείες κοινωνικές ομάδες με σημαντικές βιοτικές ανάγκες, όπως είναι οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι χρόνιοι ασθενείς, τα άτομα με «μέτρια» αναπηρία, οι άνεργοι κάτω των 27 ετών εφόσον κατοικούν με την οικογένειά τους κ.α., μένουν κατά κανόνα έξω από το πλαίσιο του ΕΕΕ, με αποτέλεσμα να στερούνται όχι απλώς το συγκεκριμένο επίδομα, αλλά και οποιεσδήποτε άλλες διευκολύνσεις ή υπηρεσίες συνδέονται με αυτό, όπως επίδομα ενοικίου, παροχή τόκων στεγαστικού δανείου, επίδομα φροντίδας, στήριξη οικογένειας παιδιών με αναπηρία, πληρωμή δημοτικών τελών κ.α..

Ταυτόχρονα, λόγω του χαμηλού ύψους της οικονομικής βοήθειας που παρέχεται σε όσους είναι δικαιούχοι ΕΕΕ, δεν αποσοβείται ο κίνδυνος φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης ούτε καν αυτών των προσώπων, τα οποία, παράλληλα, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν εκτός ΕΕΕ, π.χ. εξαιτίας μιας μικρής και προσωρινής αύξησης του οικογενειακού εισοδήματος.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που πολλές οικογένειες ή άτομα, συνεχίζουν να ζουν σε αναξιοπρεπείς συνθήκες ή να συντηρούνται αποκλειστικά χάριν της καλοσύνης της γειτονιάς ή τη φιλανθρωπία εκκλησιαστικών ή άλλων φορέων. Αυτό αντανακλάται και σε έρευνες που διεξάγει η Στατιστική Υπηρεσία, η οποία, για το έτος 2024, κατέδειξε ότι το 17,1% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριά με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχιας ή ζούσε σε νοικοκυριά με σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση ή ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας.Επαναλαμβάνω πως για εμάς στο ΑΛΜΑ, η οικονομική ανισότητα συνιστά πρόβλημα δικαιοσύνης και παραμέλησης κοινωνικών δικαιωμάτων. Όταν λέμε κοινωνικά δικαιώματα εννοούμε, μεταξύ άλλων, ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο, προσιτή στέγαση και αποδοτική κοινωνική προστασία. Αυτά είναι τα θεμέλια για να αλλάξουμε την Κύπρο και όχι να την διορθώσουμε αποσπασματικά.

Όσον αφορά στον τομέα της πρόληψης, εντοπισμού και αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, διαπιστώνουμε και εδώ τρανταχτές και, δυστυχώς, τραγικές αποτυχίες. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι οι ΥΚΕ έχουν σημαντικά αποφορτιστεί από τις ευθύνες τους, έχοντας εκχωρήσει σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ένα σημαντικό φάσμα ευθυνών κοινωνικής παρέμβασης.

Ενδεικτικές είναι, ιδίως, οι αδυναμίες των Υπηρεσιών να διασφαλίσουν την απαιτούμενη προστασία σε ευάλωτα παιδιά. Υπενθυμίζω ότι πριν από έξι χρόνια η αυτοκτονία του δεκαπεντάχρονου Στυλιανού ανέδειξε την ανεπάρκεια των κοινωνικών υπηρεσιών. Πολύ πρόσφατα, πέντε παιδιά οικογένειας, η οποία βρισκόταν υπό την παρακολούθηση των ΥΚΕ, κακοποιούνταν συστηματικά, πλην όμως οι ΥΚΕ ουδέποτε διαπίστωσαν οτιδήποτε προβληματικό. Κανένα παιδί δεν πρέπει να αφήνεται αβοήθητο και καμία κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της δεν επιτρέπεται να μείνει απαθής. Το ΑΛΜΑ πιστεύει πως η παιδική προστασία είναι εθνική προτεραιότητα.

Ενδεικτική, είναι, επίσης και η δυσκολία των ΥΚΕ να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά σε διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, ώστε να αποτρέπουν φαινόμενα γονικής αποξένωσης. Παρά, δε, σχετική απόφαση καταδίκης της χώρας μας από το ΕΔΑΔ, καμία θεσμική αναθεώρηση στον τρόπο χειρισμού τέτοιων περιπτώσεων δεν φαίνεται να έχει γίνει στην πράξη. Σοβαρές πλημμέλειες παρατηρούνται και στην προστασία των ηλικιωμένων ατόμων, η ευθύνη της οποίας και πάλι εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ΥΚΕ. Δεν είναι λίγες οι καταγγελίες για περιστατικά παραμέλησης ή ακόμη και κακοποίησης ηλικιωμένων προσώπων.

Αυτό που καταδεικνύεται, ευρύτερα, είναι η αποτυχία του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας να ανταπεξέλθει στον ρόλο που έχει αναλάβει. Η κατάσταση αυτή οφείλεται, εν πολλοίς, στην απουσία εξειδίκευσης και επικαιροποιημένης εκπαίδευσης των λειτουργών των ΥΚΕ, σε τρόπους αξιολόγησης των παραγόντων επικινδυνότητας για παιδική κακοποίηση ή των αναπτυξιακών αναγκών των παιδιών ή του γονικού ρόλου κ.λπ., στην απουσία ή τη μη εφαρμογή αναθεωρημένων και έγκυρων επιστημονικών εργαλείων, στην έλλειψη διατομεακού συντονισμού και στην απουσία θεσμοθετημένης συνεργασίας του Υφυπουργείου με άλλες εμπλεκόμενες Υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια «αναδιάρθρωσης», παρά τα 48 εκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν έως τώρα, παραμένει επί της ουσίας χαώδης και αόρατη, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, δεν προωθήθηκε καν έως τώρα η χαρτογράφηση των κρατικών δομών. Η απάντηση του Υφυπουργείου, σπασμωδική και αποσπασματική, όπως σχεδόν πάντα, ήταν η χωρίς οποιαδήποτε επιστημονική τεκμηρίωση ανακοίνωση για αγορά εργαλείων, η οποία είναι αμφίβολο αν μπορεί να οδηγήσει στη διόρθωση των στρεβλώσεων.

Πέραν των πιο πάνω, αξίζει να σημειωθεί πως έρευνα του 2022 κατέδειξε πως ένα ποσοστό άνω του 65% των δικαιούχων κοινωνικών παροχών αντιμετωπίζει ψυχολογικές ή συναισθηματικές δυσκολίες, αλλά μόνο το 10% λαμβάνει εξειδικευμένη υποστήριξη. Και παρότι υπήρξε απόφαση του προηγούμενου Υπουργικού Συμβουλίου για μόνιμη εφαρμογή του Προγράμματος Κοινωνικής Παρέμβασης για λήπτες ΕΕΕ, το εν λόγω Πρόγραμμα ουδέποτε υλοποιήθηκε από την παρούσα κυβέρνηση. Ανεφάρμοστη έμεινε και η δημιουργία τμήματος Συμβουλευτικής Ψυχολογίας στις ΥΚΕ, η οποία αποτέλεσε άλλη μία προεκλογική δέσμευση-πυροτέχνημα της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη.  

Επιπλέον, η επικέντρωση σε επιδοματικές πολιτικές δεν επιλύει τις γενεσιουργές αιτίες των προβλημάτων, και παρέχει μεν προσωρινές λύσεις, πλην όμως μόνιμες εξαρτήσεις και αποκλεισμούς. Επιδόματα, όπως το EEE, είναι ζωτικής σημασίας. Ωστόσο, εάν δεν συνοδεύονται με υπηρεσίες όπως π.χ. κοινωνικολειτουργική παρέμβαση, εκπαίδευση και ψυχολογική υποστήριξη  και διασύνδεση με την αγορά εργασίας, αφήνουν τα άτομα μένουν παγιδευμένα στη φτώχεια, χωρίς να επωφελούνται μακροπρόθεσμα. Επίσης οποιουδήποτε τύπου βοήθεια, η οποία τροφοδοτεί την αντίληψη της «χάρης», της αφ’ υψηλού «βοήθειας», της «φιλανθρωπίας», υπονομεύει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και τους στιγματίζει. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο, πως παρόλο που παρατηρούνται υψηλές δαπάνες στην κοινωνική πρόνοια, αυτές επιδεικνύουν χαμηλή αποτελεσματικότητα.

Αναγκαίο ένα μοντέλο κοινωνικής παρέμβασης και προστασίας

Συνεπώς υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη για ένα νέο, ολιστικό μοντέλο κοινωνικής παρέμβασης και προστασίας, που θα βασίζεται στην καθολική στρατηγική κοινωνικής ένταξης με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ευρείες συνέργειες. Ένα μοντέλο που θα είναι πράγματι σε θέση να  εγγυάται το εύρος, την ποιότητα και την αμεσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς όλους τους ανθρώπους που χρειάζονται μια τέτοια υποστήριξη.

Ένα τέτοιο νέο μοντέλο θα πρέπει να βασίζεται στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και της επιμόρφωσής του, στην ανάπτυξη περαιτέρω τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών και δομών με την ενεργή συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης, στη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας και στήριξη στη στέγαση, στην ψηφιοποίηση και απλοποίηση των διαδικασιών και στην ψηφιακή διασύνδεση των πληροφοριών. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα πρέπει να καταλήξει να έχει ως βασικό πυρήνα τον πολίτη και την οικογένειά του με όλες τις πληροφορίες, επιδόματα, παρεμβάσεις, ενισχυτικές δράσεις που τον αφορούν.

Ειδικότερα, θα πρέπει να σχεδιαστούν εκ νέου στοχευμένες παρεμβάσεις, στη βάση των ιδιαίτερων αναγκών και χαρακτηριστικών κάθε ευπαθούς ομάδας, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρέπεια, η κοινωνική ένταξη και η ποιότητα ζωής των μελών της. Τέτοιες παρεμβάσεις θα πρέπει, συγχρόνως, να έχουν χαρακτήρα διαπολιτισμικότητας, ώστε να ανταποκρίνονται επαρκώς και στις ανάγκες των διαφόρων εθνοτήτων που διαμένουν στη χώρα μας, καθώς και να είναι αποκεντρωμένες, ώστε να βρίσκονται όσο πιο κοντά στα πρόσωπα που εξυπηρετούν

Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δίδεται στην απαραίτητη ανάπτυξη νέων δομημένων υπηρεσιών ψυχολογικής υποστήριξης και κοινωνικής φροντίδας. Μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να είναι η ψυχοκοινωνική υποστήριξη των εξυπηρετούμενων, μέσω π.χ. δωρεάν συνεδριών με συμβουλευτικούς ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς σε σχολεία, δημοτικά κέντρα και νοσοκομεία.

Απολύτως αναγκαία, επίσης, είναι και η ουσιαστική επαγγελματική εκπαίδευση των ληπτών ΕΕΕ, με σκοπό την ένταξή τους στην αγορά εργασίας, που θα συμβάλει και στην κοινωνική συμπερίληψή τους. Ας σημειωθεί ότι το ετήσιο κόστος ΕEE ανά άτομο υπολογίζεται στα €6,000, ενώ το ετήσιο κόστος επαγγελματικής εκπαίδευσης και κοινωνικής παρέμβασης στις €4,000, με επιστροφή στη φορολογία μέσω απασχόλησης. Σύμφωνα, δε, με την Eurostat (2023), κάθε €1 που επενδύεται σε κοινωνικές υπηρεσίες επιστρέφει €3 σε μειωμένα έξοδα υγείας και αυξημένη παραγωγικότητα.  

Εξαιρετικά σημαντική είναι και η ανάγκη για ουσιαστική ενίσχυση των υπηρεσιών κατ’ οίκον φροντίδας σε ηλικιωμένους, άτομα με αναπηρίες και χρόνιους ασθενείς ή και η παροχή κατάλληλα εκπαιδευμένων προσωπικών βοηθών. Θα πρέπει, παράλληλα, να εισαχθούν νέοι τρόποι υποστηριζόμενης διαμονής, π.χ. σε προσαρμοσμένα διαμερίσματα με υπηρεσίες παρεχόμενης φροντίδας.

Τέλος, κρίσιμη και ολοένα και πιο επιτακτική, είναι η καθιέρωση της κοινωνικής κατοικίας, μέσω της ανέγερσης από το κράτος κρατικών κατοικιών που θα παραχωρούνται δωρεάν ή με χαμηλό ενοίκιο σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες. Θα είναι τραγικό αν επιτρέψουμε να δούμε στη χώρα μας άστεγους ανθρώπους. Η κατοικία δεν είναι πολυτέλεια αλλά αυτονόητο δικαίωμα. Και αυτό το δικαίωμα πρέπει να το εγγυάται ένα κράτος δικαιοσύνης. Ένα κράτος όπως αυτό που οραματιζόμαστε μέσα από το ΑΛΜΑ.

Για το ΑΛΜΑ, η κοινωνική προστασία δεν αποτελεί χάρη, ούτε προνόμιο – είναι δικαίωμα. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι στο επίκεντρο όλων των κρατικών πολιτικών, πόσω μάλλον των πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας. Συνεπώς, απαιτείται να τεθούν επειγόντως σε εφαρμογή αποτελεσματικές, δίκαιες, χωρίς αποκλεισμούς, συμμετοχικές και υπεύθυνες πολιτικές, έξω από τις υφιστάμενες φιλοσοφίες και νοοτροπίες, που και να μπορούν και να θέλουν να μειώσουν την ανισότητα και τη φτώχεια και να ενισχύουν την αξιοπρέπεια και την ευημερία όλων. Πυροτεχνήματα, εγκαίνια και πειραματισμοί, δυστυχώς, ούτε σε αυτή την περίπτωση αρκούν. Αυτό που χρειάζεται είναι μια βαθιά «αναθέσμιση». Χρειάζεται να αλλάξουμε την Κύπρο, όχι με ημίμετρα αλλά με ξεκάθαρο σχέδιο, βούληση και πίστη στους ανθρώπους της. Αυτό είναι που προτείνει το ΑΛΜΑ, μία νέα αρχή με συνέπεια, δικαιοσύνη και επίκεντρο τον άνθρωπο.

*Επικεφαλής Κινήματος Άλμα, τέως Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, επισκέπτης καθηγητής Οικονομικών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου