Ο σκηνοθέτης Γιάννης Λεοντάρης τονίζει ότι αν είναι να υποφέρει κανείς, καλύτερα ας υποφέρει από έρωτα.

Τα φώτα της σκηνής για πρώτη φορά μέσα σε 180 χρόνια ετοιμάζεται να δει το έργο «Ηρούς και Λεάνδρου Έρωτες». Ο λόγιος της Σμύρνης Ιωάννης Σκυλίτσης (1819-1890) τόλμησε το 1839 να κάνει μια έμμετρη διασκευή του γνωστού αρχαίου μύθου της Ηρούς και του Λέανδρου, με έμπνευση από τον Μουσαίο. Ωστόσο, δεν ανέβηκε ποτέ μέχρι σήμερα στην Ελλάδα ή την Κύπρο, γεγονός που προσδίδει στο εγχείρημα ένα επιπλέον θεατρολογικό ενδιαφέρον. Την ευθύνη έχει επωμιστεί ο καταξιωμένος σκηνοθέτης, μελετητής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γιάννης Λεοντάρης, στην τρίτη του συνεργασία τον τελευταίο χρόνο με το Θέατρο Δέντρο. Με την αφορμή αυτή συζητάμε για τις προεκτάσεις αυτής της εργασίας, για τον έρωτα ως δωρεάν προσφορά και έκθεση, αλλά και για τον πατέρα του, τον μεγάλο ποιητή και κριτικό Βύρωνα Λεοντάρη (1932-2014).

– Τι σας οδήγησε στην απόφαση να βγάλετε στο φως της σκηνής αυτό το άγνωστο κείμενο; Η επιλογή του κειμένου έγινε με βάση τρία κριτήρια: το θέμα, τον αφηγηματικό χαρακτήρα του και την έμμετρη φόρμα. Ο θάνατος από έρωτα, χαρακτηριστικό και διαχρονικό ρομαντικό μοτίβο, φαντάζει σήμερα για εμάς ως κάτι ακατανόητο. Η επιστροφή στη διαπραγμάτευση των «μεγάλων θεμάτων» είναι σήμερα ένα κρίσιμο ζητούμενο για το θέατρο. Ο αφηγηματικός χαρακτήρας του κειμένου μάς ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς η αφήγηση είναι μία από τις πιο γόνιμες μεθόδους δουλειάς και επικοινωνίας μεταξύ των ηθοποιών επί σκηνής. Κυρίως, όμως, μάς φαίνεται σημαντικό να δουλεύουμε την αφήγηση ως πράξη, ως σωματική δράση. Στο σύγχρονο θέατρο και στην περφόρμανς η πράξη της αφήγησης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκφραστικούς τρόπους.

– Γιατί όμως έμεινε τόσα χρόνια στο σκοτάδι; Υπάρχουν αρκετά πολύ σημαντικά ποιητικά και θεατρικά κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας του 19ου αιώνα τα οποία παραμένουν στην αφάνεια, στα αρχεία πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών. Θεωρώ ότι η ανάδειξη κι η προσέγγισή τους με σύγχρονα θεατρικά μέσα αποτελεί σημαντικό καθήκον τόσο των δραματολόγων όσο και των σκηνοθετών του θεάτρου. Είναι κάτι που συμβαίνει κατεξοχήν και συστηματικά στις ευρωπαϊκές σκηνές κι είμαι βέβαιος ότι αυτό ακριβώς αποτέλεσε σημαντικό κριτήριο για την ενθάρρυνση μιας τόσο τολμηρής απόπειρας, από τους κυπριακούς θεσμούς των θεατρικών επιχορηγήσεων. Ένας λόγιος ποιητής, επηρεασμένος από μυθολογικά πρότυπα, αναπαράγει ήχους μιας γλώσσας που ακούγονται ξένοι και ερεθιστικοί στη σκηνική τους απόδοση. Όπως όταν, ταξιδεύοντας σε χώρες ξένες, ψάχνεις να αισθανθείς τον ερωτισμό μέσα στους δύστροπους φθόγγους άγνωστων γλωσσών. Ή όπως, όταν αναρωτιέσαι πώς άραγε να ηχούσαν τα ερωτικά λόγια στα αρχαία ελληνικά ή στον ελληνικό μεσαίωνα. Οι «Ηρούς και Λεάνδρου Έρωτες» είναι μία πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση η οποία μας εξιστορεί το αδύνατο: τον έρωτα στην απόλυτη μορφή του. 

– Άρα, ποια σκηνοθετική προσέγγιση θεωρείτε ότι ταιριάζει στο κείμενο; Η παράσταση πολλαπλασιάζει τους ομιλητές και εμπιστεύεται το κείμενο σε τρεις αφηγητές. Η επικοινωνία μεταξύ τους, σχηματίζει τον χώρο, τον χρόνο και το πρόσωπο του καθενός μπροστά στα μάτια του θεατή. Στην παράστασή μας η πράξη της αφήγησης συνιστά για τον αφηγητή- ποιητή (Αιμιλία Βάλβη) μία εξομολόγηση η οποία εξελίσσεται με λυρισμό και χιούμορ, καθώς ο ίδιος ξαναζεί επί σκηνής ό,τι έχει συμβεί ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους νέους: τη χαρά του ερωτικού σκιρτήματος, αλλά και την τραγική κατάληξη της ιστορίας, στην οποία δεν μπορεί να παρέμβει. Οι δύο νέοι ενσαρκώνονται από δύο ηθοποιούς (Δημήτρης Κουρούμπαλης, Κατερίνα Λούρα) που συνεκφωνούν τις ερωτικές τους εξομολογήσεις, δουλεύοντας πάνω στους ήχους, τον ρυθμό και τη συγκίνηση του κειμένου.

– Ποιο είναι το διαχρονικό μήνυμα που μεταφέρει το κείμενο; Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης έχουν κάνει μελέτες για τον θάνατο από έρωτα. Σύμφωνα με τα συμπεράσματά τους, μπορεί κανείς από ερωτική απογοήτευση να πάθει τα εξής: οξεία υπερκόπωση, μανιοκατάθλιψη, συνεχείς αϋπνίες, επιδείνωση σε υπάρχουσες ασθένειες. Παρατηρώ ότι τα ίδια ακριβώς συμπτώματα προκύπτουν στους ανθρώπους στις μέρες μας από το εργασιακό στρες, την αποχή από το σεξ και τον εθισμό στο διαδίκτυο. Αν είναι λοιπόν να υποφέρει κανείς, καλύτερα ας υποφέρει από έρωτα!

– Δεν είναι ανέφικτος ο έρωτας στην απόλυτη μορφή του; Ο απόλυτος έρωτας υπάρχει. Εκείνες κι εκείνοι που δεν τον έχουν συναντήσει, είναι δυστυχείς. Το ερώτημα δεν είναι τόσο το αν υπάρχει, αλλά το πόσο μπορεί να διαρκέσει και να παραμένει ζωντανός. Ο απόλυτος έρωτας μοιάζει με την επανάσταση: είναι ζωντανός μόνο κατά τη διάρκεια της γέννησής του. Μετά εκφυλίζεται σιγά- σιγά ή πεθαίνει καθώς γεννιέται η απουσία. Όλες κι όλοι οι ερωτευμένοι θα πρέπει να διαβάσουν επειγόντως τα αριστουργηματικά «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ ο οποίος σημειώνει: «Η ερωτική απουσία είναι μονής κατευθύνσεως και μπορεί να διατυπωθεί μόνο από αυτόν που μένει, όχι από αυτόν που φεύγει. Ο ερωτευμένος που δεν μπορεί πότε- πότε να ξεχνά πεθαίνει από ακραία διάταση, κόπωση και ένταση της μνήμης (όπως ο Βέρθερος). Το ερωτικό άγχος είναι ‘ο φόβος ενός πένθους που έχει ήδη συντελεστεί’ από τη στιγμή που άρχισε ο έρωτας, από τη στιγμή που ένιωσα τη σαγήνη. Θα’ πρεπε κάποιος να μπορούσε να μου πει: ’μην έχεις πια άγχος. Τον (την) έχεις ήδη χάσει’».

– Έχει αλλάξει η μορφή και η ουσία του έρωτα στην εποχή μας; Ο έρωτας έχει νικηθεί από τον φόβο. Φοβόμαστε ν’ αγαπήσουμε, φοβόμαστε να πούμε «σ’ αγαπώ», «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα», «είσαι όλη μου η ζωή». Διαμορφώνει ο άνθρωπος ένα κέλυφος ασφαλείας γύρω του, θεωρώντας ότι έτσι προστατεύεται από τις απειλές. Πολύ γρήγορα πεθαίνει από ασφυξία χωρίς να το καταλάβει. Ιδιαίτερα στην Κύπρο, παρατήρησα ότι τα ζευγάρια, ιδίως της μέσης ηλικίας, σπάνια αγκαλιάζονται ή φιλιούνται δημοσίως. 

– Γιατί λέτε ότι συμβαίνει αυτό; Φοβόμαστε να εκτεθούμε, φοβόμαστε να δώσουμε συναισθήματα αν δεν είμαστε σίγουροι ότι θα μας τα ανταποδώσουν. Ωστόσο, ο έρωτας δεν είναι ανταλλαγή. Είναι δωρεάν προσφορά και έκθεση. Από την άλλη μεριά, η διαδικτυακή δυστοπία της τεχνητής ερωτικής συνεύρεσης καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο. Ο διαδικτυακός έρωτας επικυρώνει τον θάνατό του και τη δική μας μοναξιά. Είμαστε λοιπόν πεπεισμένοι ότι στην εποχή της φοβίας για τον έρωτα, ένα κείμενο που μιλά για τον θάνατο από έρωτα είναι εντέλει σχεδόν επαναστατικό.

– Είναι όντως επαναστατικό να πεθαίνεις σήμερα για ένα ιδανικό; Δεν υπάρχει δυσκολότερο ερώτημα από αυτό! Μου ενέπνεαν πάντοτε απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό οι ανιδιοτελείς άνθρωποι με πίστη σ’ έναν δικαιότερο κόσμο χωρίς θύτες και θύματα, είτε αυτοί είναι διανοούμενοι, είτε ακτιβιστές, είτε εργάτες. Επαναστατικό είναι ό,τι υπερασπίζεται μέχρις εσχάτων τις βασικές αξίες της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Είναι χιλιάδες εκείνοι που έδωσαν τη ζωή τους στο παρελθόν για να τις προασπίσουν. Ας μη λέμε μεγάλα λόγια: αρκεί να προσπαθήσουμε, από σεβασμό στη μνήμη τους και τη δική μας αξιοπρέπεια, να κρατήσουμε τις αξίες αυτές στην καθημερινή μας πρακτική. Είναι κάτι που μου φαίνεται εξίσου επαναστατικό σήμερα.

– Πώς προέκυψε το θέατρο στη ζωή σας; Από το 1987 μέχρι το 2004 εργάστηκα ως σκηνοθέτης στον κινηματογράφο. Το θέατρο προέκυψε από το 2005 και μετά ως συνάντηση, στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής έρευνας η οποία αναπτύχθηκε από τον Θίασο Κανιγκούντα. Συγκροτήθηκε με κινητήρια δύναμη τη νεανική ορμή ανθρώπων που ήθελαν να κάνουν το θέατρο που αγαπούν και ν’ αντιδράσουν– με όλη τη νεανική έπαρση που έχουν παρόμοια εγχειρήματα– απέναντι στο σκηνικό ψεύδος, σε ό,τι δηλαδή εκείνη την εποχή μάς φαινόταν ότι δεν παράγει τίποτα αυθεντικό επί σκηνής και καμώνεται μια αληθοφάνεια η οποία δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες σκηνικής επικοινωνίας και παρουσίας. Από τότε μέχρι σήμερα, τόσο με τον Θίασο Κανιγκούντα όσο και, μετά τη διάλυσή του το 2014, με άλλους εκλεκτούς συνεργάτες, το θέατρο υπήρξε μαζί μου πολύ γενναιόδωρο.

– Με ποιον τρόπο; Μόνο στο θέατρο συναντώ την αληθινή ζωή. Το θέατρο είναι ένα μυστικό που μας αναστατώνει και μας θυμίζει τα σημαντικά πράγματα που συμβαίνουν μέσα μας. Είναι μία «κινούμενη άμμος» πάνω στην οποία βρίσκουμε ευχαρίστηση να περπατάμε. Αισθάνομαι ότι η σκηνή είναι ο τόπος όπου συμβαίνει ό,τι πιο αληθινό μπορούν ν’ ανταλλάξουν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να πω ότι λυπάμαι πολύ που στην Κύπρο -τουλάχιστον στο ιδιωτικό θέατρο- οι σκηνοθέτες κι οι ηθοποιοί δεν προλαβαίνουν να εργαστούν πάνω στην ερευνητική διάσταση της θεατρικής πράξης εξαιτίας της ασφυκτικά σύντομης  χρονικής διάρκειας των προβών.

– Πώς αντιμετωπίζετε κάθε καινούριο σκηνοθετικό εγχείρημα; Όσο περνούν τα χρόνια, αισθάνομαι ότι το εγχείρημα της σκηνοθεσίας γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο. Αντιμετωπίζω κάθε καινούργια σκηνοθεσία ως ένα απροσπέλαστο βουνό που αμφιβάλλω εάν έχω τη δυνατότητα ν’ ανέβω. Μόνο οι σπουδαίες παραστάσεις που είχα την τύχη να δω στη ζωή μου, οι σπουδαίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει κι η συνεργασία με ευαίσθητους και διαθέσιμους ηθοποιούς βοηθούν τη δουλειά μου. Είναι αδύνατον να εργαστώ ως σκηνοθέτης με ηθοποιούς που δεν θαυμάζω. Αν συμβεί να κλονιστεί το αίσθημα του θαυμασμού, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά, αυτό σημαίνει καταστροφή της πρόβας και της παράστασης. Η έμπνευση και η φαντασία των ηθοποιών μού υπενθυμίζει την υποχρέωση να παραμένω τολμηρός και ριψοκίνδυνος για να μη νιώσω μια μέρα ξαφνικά νεκρός ως καλλιτέχνης.

– Έχετε νιώσει να συγκρούονται η ακαδημαϊκή με την καλλιτεχνική σας ιδιότητα; Το διδακτικό και ερευνητικό μου έργο στο Πανεπιστήμιο συνδέεται απολύτως με την καλλιτεχνική δράση. Διδάσκω Υποκριτική και Σκηνοθεσία σε νέους ανθρώπους κι αυτό με γεμίζει χαρά. Μού χαρίζει επίσης γενναιόδωρα το ανέλπιστο δώρο να εμπνέομαι καθημερινά από τις ιδέες των φοιτητών μου και να δοκιμάζω μαζί τους νέους τρόπους και εργαλεία σκηνικής έκφρασης.

– Πρόσφατα διοργανώθηκε επιστημονικό συνέδριο για τον πατέρα σας, τον ποιητή και κριτικό Βύρωνα Λεοντάρη, με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννησή του. Με ποιο βλέμμα αντικρίζετε σήμερα την ποίηση και τη ζωή του; Ο Βύρων Λεοντάρης υπήρξε μια άγρυπνη συνείδηση του 20ού αιώνα. Μέσω του αιχμηρού ποιητικού και κριτικού του λόγου, ήταν συστηματικά και δραστικά παρών για μία κρίσιμη πεντηκονταετία: αυτήν που καθορίζεται αφενός από το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και αφετέρου από το τέλος της χιλιετίας. Άφησε βαθύ αποτύπωμα στην ελληνική λογοτεχνία, παραμένοντας εξακολουθητικά επίκαιρος. Το συνέδριο που οργανώσαμε στην Αθήνα με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, είχε στόχο να φωτίσει από ποικίλες οπτικές γωνίες το έργο του, καθώς και την αμφίθυμη και συχνά οδυνηρή σύνδεση με την εποχή του. Συμμετείχαν με εισηγήσεις οι σημαντικότερες προσωπικότητες του ακαδημαϊκού και λογοτεχνικού χώρου.

– Πώς αποτιμάτε τη παρακαταθήκη του; Όπως καταλαβαίνετε, είναι για μένα πολύ δύσκολο να μιλήσω αντικειμενικά για το έργο του πατέρα μου, καθώς είναι χαραγμένο μέσα μου αλλά και στο ίδιο μου το σώμα ανεξίτηλα. Υπάρχει ωστόσο κάτι εξαιρετικά κρίσιμο το οποίο μας αφήνει ως παρακαταθήκη: η ποίηση και ο κριτικός λόγος του είναι λόγος εν βρασμώ, λόγος θερμόαιμος, ριψοκίνδυνος και αυτοαναφλεγόμενος. Θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Θα μπορούσε, αλλά αυτό δεν αντέχεται πια στις μέρες μας. Γιατί, ενάντια στην τυραννία και τον ολοκληρωτισμό της ψυχραιμίας, σήμερα που η ποίηση λιγοστεύει, δεν αντέχεται να παραμένεις ψύχραιμος, ούτε βέβαια να απεμπολείς το δικαίωμα να ζεις με το όνειρο της ουτοπίας.