Ξεκίνησε τη συλλογή του με μια λιθογραφία του Φράνσις Μπέικον, που την απέκτησε σε μια δημοπρασία των Sotheby’s. Ο Κύπριος-Λιβανέζος συλλέκτης, που έχει ως βάση του τη Λεμεσό, λέει ότι του αρέσουν οι καλλιτέχνες που ταράζουν τα νερά με τα καινοτόμα έργα τους.

– Τι σας έφερε στην Κύπρο από τον Λίβανο; Η Κύπρος μάς πρόσφερε ένα καταφύγιο στις πρώτες μέρες του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου. Μέσω της Κύπριας Αρμένιας μητέρας μου, με μια μεγάλη οικογένεια στη Λεμεσό, έχουμε ρίζες στο νησί. Μετά από μια περίοδο στη Νιγηρία και στον Καναδά, ήρθα στην Κύπρο για τα τελευταία χρόνια της εκπαίδευσής μου στο Λύκειο. Οι σπουδές μου με οδήγησαν στις ΗΠΑ, όπου έζησα για ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη. Μετά, ως Κύπριος, επέστρεψα πίσω.

– Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για την τέχνη; Στο Μανχάταν η τέχνη είναι μέρος της καθημερινότητας. Έμενα μερικά τετράγωνα μακριά από τον Sotheby’s και τα Σαββατοκύριακα, χάρη σε έναν φίλο μου δημοπράτη, παρακολουθούσα τις εκθέσεις πριν από τη δημοπρασία. Ήταν σπουδαία εμπειρία το ότι γνώρισα από κοντά πολλά διάσημα έργα. Με τον καιρό άρχισα να διαβάζω για την τέχνη, να επισκέπτομαι μουσεία και γκαλερί της πόλης και να εκτιμώ την τεράστια γκάμα έργων τους. Η μοντέρνα και η σύγχρονη τέχνη βρίσκονταν τότε στην ακμή τους και η έλξη που μου προκαλούσαν ήταν μεθυστική. Το αποκορύφωμα ήταν όταν προσκλήθηκα, τον Μάιο του 1990, στην ιδιωτική βραδινή δημοπρασία για έναν μόνο πίνακα – το Balle du moulin de la Galette του Ρενουάρ (1876). Ήταν μια πραγματικά αξέχαστη εμπειρία όπου η τέχνη, η ομορφιά, η ιστορία και ο πλούτος συνυφαίνονται. Το ενδιαφέρον μου επεκτάθηκε και στην καλλιτεχνική σκηνή της Αρμενίας μετά την ανεξαρτησία της. Άρχισα να εξερευνώ και να εκτιμώ αυτό το πάντρεμα των έθνικ επιρροών για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας εναρμονισμένης τέχνης.

– Πότε αποφασίσατε να γίνετε συλλέκτης έργων τέχνης; Ξεκίνησα αργά και σύμφωνα με τον περιορισμένο προϋπολογισμό μου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχισα να αποκτώ κάποια έργα από δημοπρασίες όταν βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Άρχισα να ερευνώ και να διακρίνω τις υποκειμενικές πτυχές της απήχησης της εικαστικής τέχνης. Με βοήθησε επίσης το ότι είχα φίλους και οικογένεια που ήταν καλλιτέχνες και σοβαροί συλλέκτες.

– Ποιο ήταν το πρώτο απόκτημά σας; Μια χιονισμένη, κρύα μέρα του Φεβρουαρίου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πήρα το θάρρος να πάρω μέρος σε μια δημοπρασία στον οίκο Sotheby’s και να υποβάλω προσφορά. Έτσι απέκτησα τη λιθογραφία του Φράνσις Μπέικον, The Human Body (Study For The Metropolitan Museum Of Art) του 1975. Ακολούθησαν λιθογραφίες των Γάλλων Αρμενίων καλλιτεχνών Carzou και Jansem.

– Με ποια κριτήρια επιλέγετε έργα για τη συλλογή σας; Είναι μια υποκειμενική εμπειρία. Ο προϋπολογισμός είναι καθοριστικός. Με ενδιαφέρουν καταξιωμένοι καλλιτέχνες, τους οποίους ακολουθώ και σέβομαι. Ρισκάρω επίσης με ανερχόμενους εικαστικούς, που ταράζουν τα νερά με τις καινοτόμους δημιουργίες τους. Με ενδιαφέρει η τέχνη ως έκφραση πολιτισμού, εθνότητας, αρμονίας, ενίοτε ενοχλητική και αιρετική, με κοινό παρονομαστή την οικουμενικότητα. Με γοητεύει η εξέλιξή της ως αμφίδρομου καθρέφτη: Από τους παλιούς δασκάλους και τους ιμπρεσιονιστές, όπου η τέχνη ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο γύρω μας, σε μια σύγχρονη εκφραστική δημιουργία που προσφέρεται για αυτοεξέταση και επίγνωση. Η τέχνη σε παρατηρεί κι αυτή, γίνεται πιο υποκειμενική, σαν ένας «ζωντανός» σύντροφος σε έναν διαρκή διάλογο αυτοεπίγνωσης.

– Ποια είναι η σχέση σας με τους καλλιτέχνες; Επισκέπτεστε στούντιο για να εξοικειωθείτε με τη δουλειά τους; Οπωσδήποτε. Είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετούς καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη και επίσης να περάσω πολύ χρόνο στα στούντιο διάσημων Αρμενίων καλλιτεχνών. Πρόσφατα, ταξιδεύω συχνά στο Μπαλί της Ινδονησίας, όπου περνάω πολύ χρόνο στην καλλιτεχνική αποικία/κοινότητα του Ουμπούντ. Έχω γίνει καλός φίλος με πολλούς καλλιτέχνες. Η προσωπική μου γνωριμία μαζί τους, βοηθά στη γεφύρωση των πολιτισμικών χασμάτων και στην κατανόηση των βαθιών εκφραστικών δηλώσεων και των συναισθημάτων που προβάλλονται στην τέχνη τους.

– Ταξιδεύετε συχνά στο εξωτερικό για να δείτε τέχνη; Όπου κι αν βρίσκομαι, επισκέπτομαι μουσεία και εκθέσεις. Το τελευταίο μου ταξίδι προ Covid ήταν στο Παρίσι, για να δω την εκπληκτική έκθεση του Leonardo Da Vinci στο Λούβρο και του Φράνσις Μπέικον στο Πομπιντού.

– Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας καλλιτέχνες; Δεν ξεχωρίζω ιδιαίτερα κάποιον συγκεκριμένο, με ενδιαφέρουν όμως εκείνα ειδικά τα έργα που μου προκαλούν μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία, θετική ή και αρνητική. Αν έπρεπε να αναφέρω μερικά ονόματα, θα ήταν κάποια από τα έργα των Francis Bacon, Jean Michelle Basquiat, George Condo, Damien Hirst, Picasso, Frida Kahlo, Roy Lichtenstein, George Roaut, Martiros Saryan, Sarkis Hamalbashyan, όπως και του Μπαλινέζου καλλιτέχνη Yoesoef  Olla.

– Πώς αντιμετωπίζετε τη σημαντική ανάπτυξη της τέχνης τα τελευταία χρόνια στη Λεμεσό, που είναι η βάση σας; Όταν είχα την γκαλερί μου στη Λεμεσό, πριν από σχεδόν 10 χρόνια, η τέχνη είχε ήδη μεγάλη απήχηση εκεί. Εκτός από τους έμπειρους συλλέκτες, όλο και περισσότεροι άνθρωποι εκτιμούσαν την τέχνη και τολμούσαν να διευρύνουν τα γούστα τους. Στόχος μου είναι πάντα να παρέχω ένα ευρύ φάσμα από προσιτές διακοσμητικές έως σοβαρές συλλεκτικές προτάσεις έργων. Στη Λεμεσό αναπτύσσεται μια ανερχόμενη καλλιτεχνική σκηνή. Το επόμενο βήμα θα ήταν η δημιουργία ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης στην πόλη.​

​- Ποια έργα τέχνης μπορεί να δει ο κόσμος στην προσεχή έκθεσή σας τον Νοέμβριο; Θα παρουσιάσω ένα ευρύ φάσμα έργων, τόσο γεωγραφικά όσο και σε περιεχόμενο. Από ώριμα συλλεκτικά αντικείμενα και ανερχόμενους καλλιτέχνες μέχρι διακοσμητική τέχνη. Σε μια προσπάθεια να καλλιεργήσω την κουλτούρα εκτίμησης της τέχνης μακριά από τις παραδοσιακές σκηνές, θα δημιουργήσω επίσης ένα φόρουμ και μια ευκαιρία για διακοσμητικά κομμάτια για τους εκτιμητές.

– Πώς αξιολογείτε την αγορά της τέχνης τα τελευταία χρόνια, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη το ράλι τιμών που οδήγησε ορισμένα έργα να αποκτήσουν τεράστια αξία; Έχω δει και έχω ζήσει την άνθηση και την κατάρρευση της αγοράς τέχνης στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Με την εγγενή της αξία, τόσο ως προσωπικής διαδρομής όσο και ως αξιακού αποθέματος, η τέχνη δεν μπορεί να κριθεί αποκλειστικά από μια καθαρά οικονομική πτυχή. Βοήθησε το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη της αγοράς τέχνης οδήγησε σε μια ευρύτερη αποδοχή της ως μια καλή επένδυση. Η αγορά της τέχνης, κατά τη γνώμη μου, δεν διαφέρει πολύ από το real estate: Μπορεί να παρουσιάζει διακυμάνσεις, αλλά μόνο με την πάροδο του χρόνου μπορεί να εκτιμηθεί. Υπάρχουν πολλές επιλογές διαθέσιμες αυτές τις μέρες. Αυτό έχει επεκτείνει τη δυνητική βάση των συλλεκτών και έχει βοηθήσει να τεθεί ένα κατώτατο όριο στα επίπεδα τιμών. Ωστόσο, η μοναδική τέχνη είναι ανεκτίμητη, επομένως αφήνω στις απαιτήσεις της αγοράς και στις προτιμήσεις των συλλεκτών να ορίσουν τις οικονομικές παραμέτρους. Ας απολαύσουμε το ταξίδι και ας εκτιμήσουμε τα συναισθήματα που προκαλεί ξεχωριστά στον καθένα μας.

Λεμεσός, Aprodite-Amathusia Cultural Centre. Έκθεση έργων τέχνης καλλιτεχνών από την Κύπρο, το Μπαλί, την Κούβα, την Αρμενία και την Βρετανία. 18/11 μέχρι 20/11, τηλ. 99675099.

Κεντρική φωτο: Έργο του Sarkis Hamalbashyan.

Ελεύθερα, 13.11.2022.