Από τις ανερχόμενες εικαστικούς με διεθνή παρουσία, η Λητώ Κάττου εγείρει ερωτήματα για την σχέση ανθρώπων, ζώων, περιβάλλοντος και τεχνολογίας, ετερότητας και συμβίωσης, μέσα από την πρακτική της.
– Με την έκθεσή σου «Harvesters» εγκαινιάζεται ένας νέος χώρος στη Λεμεσό, το Pylon Art & Culture. Πώς βλέπεις τη μεγάλη ανάπτυξη των τεχνών στη Λεμεσό τα τελευταία χρόνια; Είναι ζωτικές οι πρωτοβουλίες που βλέπουμε να μοιράζονται γενναιόδωρα το υπόβαθρό τους με το κοινό και με τους καλλιτέχνες, γι’ αυτό με χαροποίησε ιδιαίτερα όταν έμαθα πως το Pylon αποτελεί τη νέα προσθήκη στο ήδη υπάρχον πολιτισμικό δίκτυο.
– Ποια είναι η βασική ιδέα στo νέο σου πρότζεκτ «Harvesters»; Στην έκθεση Harvesters ξεδιπλώνεται στον χώρο του Pylon μια νέα σειρά γλυπτών και επιτοίχιων έργων, με τα οποία συνεχίζω την έρευνά μου γύρω από ζητήματα συνύπαρξης και ετερότητας. Σώματα τα οποία διαφεύγουν στερεοτυπικών κατηγοριοποιήσεων, παρουσιάζονται ως μεσάζοντες, πνευματικοί ή και πρακτικοί διαμεσολαβητές, φύσης και πολιτισμού. Σε ένα άχρονο περιβάλλον, η αφήγηση καταπιάνεται με εθνογραφικές και αποικιοκρατικές αναφορές όπως η εξάπλωση της καλοθοπλεκτικής στη Μεσόγειο ή οι επιρροές και οι αποτυπώσεις της μεσαιωνικής -γοτθικής αρχιτεκτονικής στο νησί. Χωρίς να επιβάλλει κάποια κυρίαρχη ιστορικότητα, αφήνεται ανοιχτή ως προς την πρόσληψη της μεταμορφωτικής σχέσης ανθρώπων, ζώων και περιβάλλοντος. Τα σώματα αυτά αφηγούνται, το καθένα ξεχωριστά, τη δική τους ιστορία και όλα μαζί αποτελούν μια συλλογικότητα αδιασαφήνιστης χρονικότητας, καταγωγής ή τελικής άφιξης.
– Μεταξύ μετακινήσεων και ταξιδιών για εκθέσεις, έχεις ως βάση σου κυρίως την Αθήνα. Ποιο θεωρείς πως είναι το κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη της δουλειάς των καλλιτεχνών; Οι καλλιτέχνες χρειάζονται υποστήριξη, θεσμική και οικονομική. Χρειάζονται κοινό να επικοινωνήσουν τη δουλειά τους -τα έργα δεν ζουν μόνο στα εργαστήρια- και συνεχή ερεθίσματα και ανατροφοδότηση. Χρειάζονται επίσης άλλους καλλιτέχνες – συνομιλητές ώστε να φτιάξουν τις κοινότητες τους και να μοιραστούν τις επιδιώξεις τους. Όταν όλα αυτά τους αποστερούνται, η βιωσιμότητα της προσωπικής τους καλλιτεχνικής ανάπτυξης, αλλά και της ευρύτερης πολιτισμικής παραγωγής, μπαίνουν σε επισφάλεια.
– Τι καθόρισε τις επιλογές σου ώστε να ασχοληθείς με την γλυπτική; Ήταν κάτι που κουβαλούσα μαζί μου. Ανέπτυξα από νωρίς μια σχέση με τη μουσική και τη ζωγραφική, και ε μια ακατάπαυστη ανάγκη να φτιάχνω πράγματα τα οποία θα μπορούσα να αγγίζω και να μορφοποιώ. Αν μπορώ να ανασύρω όμως τι ήταν αυτό το οποίο με «τάραξε» και με έσυρε σχεδόν υπνωτικά στα δίχτυα της γλυπτικής, ήταν ένα βιβλίο για τα έργα – κελιά και τις αράχνες της Louise Bourgeois, το οποίο έπεσε στα χέρια μου τυχαία όταν ήμουν ακόμη έφηβη, χωρίς να καταλαβαίνω πολύ καλά τι ήταν αυτό που τα καθιστούσε τόσο γοητευτικά.
– Ο τόπος καταγωγής σου σε ποιο βαθμό επηρέασε την τέχνη σου; Σε πολύ μεγάλο βαθμό. Νομίζω πως μιλάω υπαινικτικά για την καταγωγή μου σε όλη μου τη δουλειά, απαλλαγμένη βέβαια από ταυτοτικές επιδιώξεις. Είναι πολύ δύσκολο να μην μιλάω για πράγματα τα οποία με έχουν διαμορφώσει καλλιτεχνικά και πνευματικά. Όπως, για παράδειγμα, η αναζήτηση της συνύπαρξης, η δημιουργία κοινοτήτων και η σχέση με τη φύση, η διαστρωμάτωση και η γεωλογία, η παλέτα στο κατάξερο κυπριακό τοπίο… Για τον «χαμηλό» ουρανό που σου επιτρέπει να βλέπεις τα αστρικά φαινόμενα σε πλήρη θέα, για το πόσο τρομακτικά μεγάλη και κόκκινη φαίνεται να είναι η πανσέληνος κάθε Αύγουστο στα προάστια της Λευκωσίας, και άλλα πολλά.
Όλα αυτά δεν αφορούν την κατασκευή ή επιβεβαίωση κάποιας εθνικής καταγωγικής ταυτότητας, ζητήματα τα οποία λίγο με απασχολούν και βρίσκω άκρως επικίνδυνα. Αν όμως μπορούσαμε να σκεφτούμε πόσο πολύ έχουν εγγραφεί μέσα μας τα χρώματα της χλωρίδας που συναντά κανείς εδώ, ή πόσο έντονα συσσωρεύεται ο αποικιοκρατικός χρόνος, νομίζω πως θα είχαμε πιο καλή σχέση με το τι είμαστε αλλά και με το «άλλο». Το κάθε άλλο, με την ετερότητα γενικότερα.

– Ένα σημαντικό έργο σου, το «Red Lake», έχει παρουσιαστεί σε θεσμικές εκθέσεις στο εξωτερικό, όπως στην 7η Μπιενάλε της Αθήνας, στο Βερολίνο, στο Νottingham Contemporary, στο Μουσείο Μπενάκη. Μίλησέ μας λίγο ακόμα γι’ αυτό. Έχω μια δύσκολη σχέση με αυτό το έργο, καθώς έχω μιλήσει γι’ αυτό πολλές φορές, συνήθως με φορτισμένο περιεχόμενο. Θα ανατρέξω πίσω στην σύλληψή του και τις προθέσεις του, κάπου στο τέλος του 2017. Το έργο αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στο Πολιτιστικό Ινστιτούτο της Google στο Παρίσι, προσκεκλημένη του προγράμματος φιλοξενίας καλλιτεχνών 89plus. To San, ένα άφυλο ψηφιακό υβρίδιο με βασικά χαρακτηριστικά μηχανών εκμάθησης (machine learning), σχεδιάζεται και αποτελείται από ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα χαρακτηριστικά. Ζει στην Κόκκινη Λίμνη, η οποία αναδημιουργείται ψηφιακά σε μηχανή παιχνιδιών. Το σώμα και οι ενέργειες του San ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες περιβαλλοντολογικές διακυμάνσεις όπως η εναλλαγή της θερμοκρασίας, η υγρασία, η ορατότητα, η ταχύτητα του ανέμου. Τα δεδομένα συλλέγονται σε πραγματικό χρόνο από την περιοχή της λίμνης, η οποία αποτελεί κατάλοιπο του ορυχείου της Κοκκινοπεζούλας, στο Μιτσερό έξω από την Λευκωσία, μια από τις ταχύτερα μεταβαλλόμενες κλιματικά περιοχές της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Το San ανάγεται έτσι σε μια μυθολογική φιγούρα που προστατεύει το τοπίο αυτό, με τις αέναες περιπλανήσεις του και τη διάδρασή του με τις περιβαλλοντικές συνθήκες.
– Εκπροσωπείσαι από τις γκαλερί T293 στη Ρώμη και Galeria Duarte Sequeira σε Μπράγκα και Σεούλ. Σε ποιο βαθμό έχουν βοηθήσει στην προώθηση της δουλειάς σου στο διεθνή χώρο; Πολλές φορές οι σχέσεις καλλιτεχνών και γκαλερί αποκτούν περίπλοκες δυναμικές. Είμαι τυχερή στην πορεία της δουλειάς μου. Και οι δύο γκαλερί έχουν βαθιά κατανόηση για το έργο μου. Τόσο η πρακτική αλλά και η εκθεσιακή δραστηριότητά μου είχαν διαμορφωθεί σε ένα βαθμό πριν προκύψουν οι συνεργασίες αυτές. Προωθώντας το έργο μου μετέπειτα στο πλαίσιο που καταπιάνονται, χωρίς όμως να υπάρχουν παρεμβάσεις, μου επιτρέπει να προσηλώνομαι στις πλήρεις δυνατότητες και την εξέλιξή του.
Info: Λεμεσός, Pylon Art & Culture (95950857). Λητώ Κάττου «Harvesters», μέχρι τις 31/12.
Ελεύθερα, 6.11.2022.