Η ηθοποιός Μαρία Σκουλά έχει συλλάβει τον εαυτό της να επηρεάζεται από έναν ρόλο
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης κι από τα 19 της πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Εθνικό. Σε τρεις δεκαετίες εξελίχθηκε σε μια συνεπή και σεμνή πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου, αλλά και του κινηματογράφου φέρνοντας εις πέρας απαιτητικούς ρόλους. Έχοντας αναλάβει να ενσαρκώσει την «εφτάψυχη» Μάγκι στην παραγωγή του ΘΟΚ με τη «Λυσσασμένη Γάτα» του αυτοαποκαλυπτικού Τενεσί Ουίλιαμς, βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πρόκληση. Με την κόρη της να έχει πια ενηλικιωθεί, είδε θετικά την προοπτική της πρώτης της συμμετοχής σε κυπριακή παραγωγή, αρπάζοντας την ευκαιρία να ζήσει και να εργαστεί για μεγάλο διάστημα σ’ ένα νέο περιβάλλον. Η Μαρία Σκουλά αντιμετωπίζει αυτή την ευκαιρία με θετική διάθεση αλλά και με τη συναίσθηση ότι κάθε εμπειρία είναι μοναδική και πολύτιμη.
– Είχες φανταστεί ποτέ τον εαυτό σου στον ρόλο της «Γάτας»; Όχι, ποτέ. Γενικά, προτιμώ ν’ αφήνω τον ρόλο να με βρίσκει, δηλαδή κάποιος να με φανταστεί να ενσαρκώνω έναν χαρακτήρα και να με προσκαλέσει. Έτσι θα μπω κι εγώ μετά στη διαδικασία να με φανταστώ. Συνήθως, ακούω το ένστικτό μου. Είναι ένα στοίχημα η «Γάτα» και νιώθω τυχερή που μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω αν μπορώ να ανταποκριθώ. Έτυχε να παίξω άλλες δυο φορές σε έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Έκανα την Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο στο «Γλυκό πουλί της νιότης» το 2011 στο Εθνικό (σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου) και την Αμάντα στον «Γυάλινο Κόσμο» το 2018 στο ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης (σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα). Είναι δύσκολος συγγραφέας, απαιτεί το υψηλότατο επίπεδο συγκέντρωσης και προσήλωσης.
– Είναι σημείο αναφοράς η Ελίζαμπεθ Τέιλορ στην προσέγγισή σου πάνω στον ρόλο της Μάγκι; Αναπόφευκτα είναι μια ισχυρή παρουσία μέσα στο μυαλό μου. Κυκλοφορεί στη σκηνή σαν φάντασμα. Αυτό ισχύει είτε έχει δει κανείς την ταινία, είτε όχι. Υπάρχει ως σημείο αναφοράς στη συλλογική μνήμη, στην ποπ κουλτούρα.
– Πώς βίωσες το διάστημα των προβών σ’ ένα νέο περιβάλλον; Ήταν ένα διάστημα γεμάτο εκπλήξεις και ενδιαφέρουσες προκλήσεις. Ο Πάρις Ερωτοκρίτου χρησιμοποιεί πολλαπλούς τρόπους αφήγησης. Η δουλειά του έχει να κάνει κυρίως με τη λειτουργία της σκέψης και της μνήμης. Καθώς ερμηνεύουμε, ξαφνικά «σκάνε» εικόνες με διάφορους τρόπους. Η γραμμικότητα της αφήγησης βάλλεται από περισπασμούς. Με εμπνέει αυτή η διαδικασία και ταυτόχρονα τη βρίσκω τρομερά απελευθερωτική. Κάθε μέρα είναι και μια έκπληξη. Ακόμη και στην τελική ευθεία βρίσκουμε πράγματα, εισάγουμε νέα στοιχεία.

– Σ’ αυτό το στάδιο της πορείας σου, ανέμενες νέες προκλήσεις και εκπλήξεις; Δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό έχει να κάνει με το στάδιο της πορείας του καθενός, αλλά μάλλον με το πόσο ανοιχτός και δεκτικός είναι σε νέες ανακαλύψεις. Στο θέατρο υπάρχει πάντα αυτή η προοπτική. Αυτό ισχύει ειδικά για μένα σ’ αυτή την περίπτωση, τώρα που συναντώ έναν σκηνοθέτη για πρώτη φορά, όπως επίσης ένα νέο περιβάλλον και συνεργάτες. Το μόνο που έχω να κάνω, λοιπόν, είναι να προσπαθήσω να συντονιστώ με τον τρόπο λειτουργίας αυτών των ανθρώπων και να ταξιδέψω μαζί τους σ’ έναν φανταστικό κόσμο.
– Άρα λες ότι έχεις μόνο να κερδίσεις; Κάθε φορά, μ’ αυτή τη σκέψη μπαίνω στη «μάχη». Από εκεί και πέρα, αν καταφέρω να βρω τον κοινό σφυγμό, αν θα προκύψει χημεία κι αν θα λειτουργήσει, κανείς δεν μπορεί να το ξέρει εκ των προτέρων. Οφείλεις να μπεις με θετική διάθεση και με γνώση ότι κάθε εμπειρία είναι πολύτιμη και μοναδική. Το ίδιο ισχύει και σε συνεργασίες με σκηνοθέτες που ήδη γνωρίζεις. Εκεί, με τη σχέση να έχει κατακτηθεί, έχεις την ευκαιρία να πας ακόμη πιο βαθιά, να την εξελίξεις. Η επανάληψη είναι μέρος της δουλειάς μας. Δεν τη φοβάμαι, την επιδιώκω. Η εμπειρία κάθε φορά είναι διαφορετική. Ακόμη και σε κάθε παράσταση, βράδυ με βράδυ, ο χώρος μπορεί να είναι ίδιος, οι άνθρωποι, το κείμενο, αλλά κάθε φορά μετακινείσαι έστω και λίγο, βρίσκεις κάτι μικρό και ανεπαίσθητο να σε εκπλήξει: ένα βλέμμα, μια κίνηση, μια χειρονομία του συμπαίκτη σου, μια αντίδραση από θεατή.
– Χρειάστηκες διάστημα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον; Συμβαίνει σ’ ένα καινούριο περιβάλλον να υπάρχει αρχικά μια επιφύλαξη, να είσαι λίγο «ψαρωμένος». Εδώ όμως έδεσαν όλα από την αρχή. Μαζευτήκαμε για να κάνουμε ένα σπουδαίο έργο που αρέσει σε όλους και το βλέμμα μας είναι από την αρχή στραμμένο στη δουλειά. Έχουμε όλοι την ίδια ζέση και αποφασιστικότητα για να περατωθεί όπως πρέπει, με βάση και το όραμα του σκηνοθέτη.
– Σε ποιο βαθμό κάθε φορά «γίνεσαι» ο ρόλος σου και πόσο εύκολα μετά «ξεγίνεσαι»; Ήδη, ασυναίσθητα μιλάω πιο γρήγορα κι έχω συνέχεια την αίσθηση ότι ο χρόνος δεν μου φτάνει. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της Μάγκι. Είναι μια ομιλητική γυναίκα και πλέον μου βγαίνει κι εμένα αυτό το διάστημα να μιλάω συνέχεια. Ο ηθοποιός επηρεάζεται από τους χαρακτήρες που υποδύεται. Ειδικά, όταν μιλάμε για τέτοιους χαρακτήρες. Η Μάγκι η «Γάτα» είναι πολύ διαφορετικός άνθρωπος από μένα. Είναι μαχητική και αγωνιστική, πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει ακόμη και τον θάνατο. Διεκδικεί ανυποχώρητα αυτό που επιδιώκει, μέχρι τελικής πτώσης. Εγώ είμαι κάπως πιο υποχωρητική, θα έκανα πιο γρήγορα πίσω.
– Όταν ζεις για κάποιο διάστημα μ’ έναν χαρακτήρα πώς τον βλέπεις; Από απόσταση ή ως αντανάκλαση του εαυτού σου; Μέσα από τη διαδικασία, καθώς δουλεύουμε το κείμενο, συναντιόμαστε και συνδημιουργούμε ένα σύμπαν που δεν είναι μόνο τα πρόσωπα, ούτε οι σχέσεις, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος. Αυτό είναι πιο έντονο στην τελική φάση, στις τελευταίες πρόβες, όπου εντάσσοντας τους χαρακτήρες μας και τη συναναστροφή τους σ’ ένα πλαίσιο, παρατηρούμε πώς αλληλεπιδρούν και τι προκύπτει σε σχέση με τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους. Περίπου όπως στην πραγματική ζωή. Το σύμπαν αυτό αρχίζει και γίνεται απτό, είναι τα έπιπλα, οι τοίχοι, οι αποστάσεις. Είναι ένας μικρόκοσμος όπου λειτουργείς, κινείσαι και δοκιμάζεις συνεχώς την αλληλεπίδραση με τα άλλα πρόσωπα.
– Έχει τύχει να «συλλάβεις» τον εαυτό σου να αντιδρά όπως ένας χαρακτήρας με τον οποίο καταπιάνεσαι; Δεν μπορώ να το αρνηθώ. Είναι σαν να συναναστρέφεσαι καθημερινά για μήνες ένα πρόσωπο. Σίγουρα θα «κολλήσεις» κάποιες συνήθειες, θα εντοπίσεις πάνω σου κάποια χαρακτηριστικά του. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να επηρεάζεται από έναν ρόλο. Δεν με τρομάζει πια. Ειδικότερα, όταν αφηγούμαστε μια ιστορία ισχυρή και οικουμενική, είναι δύσκολο να μην αποτυπωθεί βαθιά το βίωμα, να μη γίνει ανάμνηση, να μην καταγραφεί ως βίωμα δικό μου, σαν να το έχω ζήσει. Δεν είναι κακό αυτό. «Συνομιλούμε» με τα έργα και τους χαρακτήρες και εξελισσόμαστε κι εμείς ως άνθρωποι.

– Αρκεί να μη μεταμορφωθείς σε κάποιον άλλο… Δεν ξεχνάμε ότι πρόκειται για κατασκευασμένους χαρακτήρες. Δεν είμαστε αλλοπαρμένοι. Ακόμη κι ένα υπαρκτό πρόσωπο να υποδύεσαι, εφόσον κάποιος το έγραψε στο χαρτί είναι σαφές ότι πρόκειται για κατασκευή. Η γραφή του Τενεσί Ουίλιαμς είναι βαθιά ποτισμένη από τον ρεαλισμό, δεν υπάρχει τίποτα το ψεύτικο και το επιφανειακό. Είναι μια φέτα ζωής, πασπαλισμένη με ποίηση. Πολλές φορές αν τύχει και βρεθούμε σε μια κατάσταση ακραίας συναισθηματικής φόρτισης, παρατηρούμε τον εαυτό μας ότι αντιδρά αναλόγως, σαν χαρακτήρας θεατρικού έργου.
– Πώς ένα έργο γραμμένο στις ΗΠΑ το 1955 «μιλάει» το 2023 σ’ ένα άλλο σημείο του πλανήτη; Για μένα, δεν υπάρχουν παλιά και καινούρια έργα. Το έργο είναι έργο και ο χρόνος συχνά είναι αυτός που αναδεικνύει ποια από αυτά συνεχίζουν να μας μιλάνε. Υπάρχει κάποιος λόγος που το συγκεκριμένο κείμενο θεωρείται κλασικό και μεγάλο. Προσωπικά, το αισθάνομαι αυτό από το μέγεθος της συγκίνησης που προκαλεί. Ένα διαχρονικό και επιτακτικά επίκαιρο θέμα που θίγει είναι το πώς ο κοινωνικός περίγυρος περιορίζει, καταπνίγει τους ανθρώπους μέσα σ’ ένα «αποδεκτό» μοντέλο ζωής: η οικογένεια, η οικονομική επιφάνεια, ο καταναλωτισμός, το κυνήγι των υλικών αγαθών και των μέσων για την απόκτησή τους. Οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι μέσα στο πλαίσιο του κόσμου και της κοινωνίας, όπως έχει δομηθεί. Ειδικά όσοι είναι ιδιαίτεροι. Η καθημερινότητα είναι μια διαδικασία συσσώρευσης νευρώσεων, που στη συνέχεια προκαλούν τεράστιο πόνο. Ίσως τα πράγματα σήμερα να είναι ακόμη χειρότερα από τότε.
– Η θέση της γυναίκας δεν είναι καλύτερη σήμερα; Δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Δεν υποτιμώ όσα έχουν επιτευχθεί. Φυσικά και έγιναν ενθαρρυντικά βήματα. Όμως, παραμένει ακόμη επιφανειακή η αλλαγή. Η γυναίκα παραμένει εξαρτημένη, δέσμια του κυρίαρχου πατριαρχικού μοντέλου. Οι παραχωρήσεις που έγιναν -μετά κόπων και βασάνων- πιο πολύ επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μεγαλώνουμε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Προσωπικά το έχω βιώσει θέλοντας και μη σε όλη την προσωπική και επαγγελματική μου ζωή. Συχνά, δεν αναγνωρίζουμε κιόλας ότι αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Πλέον αντιδρώ απέναντι σε μια σεξιστική συμπεριφορά. Παλιότερα την αποδεχόμουν. Βλέπω ότι τα νέα παιδιά -η κόρη μου για παράδειγμα- δεν είναι έτσι. Προσδοκούμε να γίνουν ακόμη περισσότερα βήματα στο μέλλον.
INFO: «Λυσσασμένη Γάτα», Λευκωσία, Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ. Πρεμιέρα: Κυριακή 15 Ιανουαρίου, 6μ.μ. Παραστάσεις: Κάθε Παρασκευή 8μ.μ., Σάββατο 7μ.μ. & Κυριακή 6μ.μ. 77772717 thoc.org.cy
Ελεύθερα, 15.1.2023