Διεθνής Κύπριος street artist με δέκα χρόνια δράσης, ο Twenty Three δημιούργησε τοιχογραφίες σε γειτονιές και πλατείες της Κύπρου αλλά και σε Μαδρίτη, Λα Κορούνια, Μπράιτον, Ρώμη, Παλέρμο, Καλαβρία, Απουλία, Πόλη του Μεξικού, Οαχάκα, Τσιάπας κ.α. Στην Κύπρο, τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του βρίσκονται σε κοινότητες, όπως η Λόφου και τα Κατύδατα. Πολιτικά και κοινωνικά ανήσυχος, ως οφείλει να είναι κάθε street artist που σέβεται τον εαυτό του, πειραματίζεται συνεχώς με νέα υλικά, στυλ και τεχνικές. Εμπνέεται από τον μετασχηματισμό των ταυτοτήτων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και από την εξερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα. Συζητάμε μαζί του με αφορμή την πρώτη του ατομική έκθεση με τίτλο «Around the Walls: Between Tradition and Globalization».
– Γιατί επέλεξες για καλλιτεχνικό όνομα έναν αριθμό; Πριν από δέκα χρόνια που ξεκινούσα ένιωθα ότι ήμουν ένας αριθμός…
– Ναι, αλλά τι σημαίνει για σένα ο συγκεκριμένος αριθμός; Αυτό θα προτιμούσα να το κρατήσω για μένα. Είναι πιο προσωπικό- ας πούμε κάτι σαν τυχερός αριθμός, σαν εμμονή.
– Σε ελκύει η τέχνη γενικά ή η τέχνη του δρόμου ειδικά; Γενικά, με ελκύει η τέχνη που είναι ανατρεπτική, που δημιουργεί απορίες, που ενθαρρύνει την κριτική σκέψη. Αυτή η τέχνη μπορεί να βρίσκεται στον δρόμο, μπορεί να είναι στο μουσείο, μπορεί να είναι και στο θέατρο. Μέσα από την τέχνη, όχι τόσο από το σχολείο, έμαθα ιστορία και γεωγραφία κι έτσι καλλιεργήθηκα. Για παράδειγμα, ζώντας και δημιουργώντας στην Ισπανία έμαθα για τον εμφύλιο. Στην Κάτω Ιταλία γνώρισα τις ελληνόφωνες κοινότητες, την ιστορία, την τέχνη και τη μουσική τους κι όλα αυτά με τη σειρά τους μ’ ενέπνευσαν για να φτιάξω τοιχογραφίες σε σχέση με τις ρίζες και τις ταυτότητες της κοινότητας.
– Ποιο θέμα και ποιο στοιχείο θα έλεγες ότι είναι αυτό που σε ερεθίζει περισσότερο και στο οποίο επανέρχεσαι συχνότερα; Εδώ και περίπου μια δεκαετία με απασχολεί ο τρόπος που μετασχηματίζονται οι κυπριακές ταυτότητες, τόσο σε σχέση με την ανοιχτή σύγκρουση της διχασμένης Κύπρου, αλλά και πώς διαπραγματευόμαστε το τραύμα, πώς θυμόμαστε και πώς ξεχνούμε. Επίσης, μ’ εμπνέουν τα πρόσωπα των απλών ανθρώπων κι έχω φτιάξει πολλά πορτραίτα με την τεχνική του στένσιλ, προσπαθώντας να φωτίσω τη δική τους, πολλές φορές καταφρονεμένη πλευρά της παρουσίας τους, ενάντια στη λαμπερή και ενίοτε εξιδανικευμένη εικόνα. Ψάχνω κάτι ιδιαίτερο στο βλέμμα τους, τις ρυτίδες ή τις σκιές του προσώπου τους. Αυτά μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο.

– Θεωρείς ότι η παράδοση και η νεωτερικότητα βρίσκονται σε ανένδοτη σύγκρουση ή μπορούν να συνομιλήσουν; Και τα δύο. Μερικές φορές συνομιλούν κι άλλες συγκρούονται. Υπάρχει μια ένταση σε τούτη τη σχέση που μας καθορίζει. Είναι φορές που επιταγές της παράδοσης είναι σαν αλυσίδες που δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε στο μέλλον, μας καταπιέζουν, μας βασανίζουν ή μας προκαλούν πόνο. Δεν είναι δύσκολο να σκεφτούμε πως ένα κυρίαρχο μοντέλο ζωής επικρατεί στην Κύπρο: να σπουδάσεις, να παντρευτείς, να πάρεις δάνειο, να κάνεις παιδιά, να βρεις δουλειά. Τα άτομα που επιθυμούν να παραμείνουν έξω ή που τοποθετούνται έξω από τις δομές της κοινωνίας απ’ αυτό το μοντέλο κανονικότητας ή το αμφισβητούν χρειάζεται να δημιουργήσουν χώρο για να υπάρξουν. Εκεί χρειάζονται τομές και ρήξεις. Την ίδια ώρα κουβαλούμε μέσα μας αυτά που μας έμαθαν κι όταν η παράδοση δεν αποτελεί βαρίδι, μπορεί να μπολιάσει τη νεωτερικότητα δημιουργικά και ν’ αποτελέσει το κάθισμα εκτίναξης για κάτι δημιουργικό.
– Ποιες είναι οι προκλήσεις κατά την πορεία απόκτησης ενός συγκεκριμένου, χαρακτηριστικού στιλ; Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να καταφέρει κάποιος καλλιτέχνης να εξελίξει το δικό του στιλ. Αυτό χρειάζεται πολλή μελέτη, αφοσίωση, ασταμάτητη δοκιμή και προσπάθεια, σκληρή δουλειά και πάνω στην κούραση της δουλειάς να μη συμβιβάζεται κανείς με τις εύκολες λύσεις.
– Τι απαντάς σε όσους θεωρούν την τέχνη αυτή βανδαλισμό; Δεν υπάρχει λόγος ν’ απαντήσω εγώ. Καλλιτέχνες όπως ο Banksy και ο Blek le Rat έχουν ήδη δείξει ότι η τέχνη του δρόμου είναι κάτι πολύ- πολύ περισσότερο από τους βανδαλισμούς.

– Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί μια τοιχογραφία να συμβάλει στην αναβάθμιση μιας ολόκληρης γειτονιάς ή συνοικίας; Αυτή η συζήτηση γίνεται και αλλού. Για παράδειγμα, όταν ήμουν σε residency στο Μεξικό συζητούσαμε έντονα κατά πόσο οι τοιχογραφίες μας ανεβάζουν τα ενοίκια σε μια γειτονιά. Θυμάμαι από μνήμης νομίζω σ’ ένα βιβλίο για τον Banksy μια αναφορά ενός παππού, που έλεγε ότι οι τοιχογραφίες του αναβαθμίζουν τη γειτονιά, αλλά ανεβάζουν και τα ενοίκια.
– Με ποιο κριτήριο καταλήγεις στον δημόσιο καμβά που θα ζωγραφίσεις; Ο τοίχος διαλέγει το έργο ή το έργο τον τοίχο που του ταιριάζει. Για παράδειγμα, έφτιαξα το μισό έργο «Baffle Zone» σ’ ένα γωνιακό τοίχο, νότια της πράσινης γραμμής και το άλλο στη βόρεια πλευρά της.
– Απολαμβάνει η street art την αναγνώριση που της αξίζει στην Κύπρο; Τα τελευταία χρόνια είμαστε σε καλό δρόμο, αν και πιστεύω πως οι θεσμικοί μηχανισμοί της σύγχρονης τέχνης δεν την έχουν αποδεχτεί εντελώς ως κομμάτι της.

– Θεωρείς ότι η εμπορευματοποίηση της street art ενδέχεται να αλλοιώνει το μήνυμα και τη φιλοσοφία της; Ναι και θέλει προσοχή γιατί η εμπορευματοποίηση μπορεί να οδηγήσει στην αυτολογοκρισία. Το ζητούμενο όταν τύχει να αναλάβεις ένα πρότζεκτ επί πληρωμής είναι να μη χάσεις την ελευθερία σου. Είναι κι ένα διακύβευμα, ένα στοίχημα που βάζω με τον εαυτό μου, με αφορμή κι αυτή την έκθεση, να μη στερηθώ με οποιονδήποτε τρόπο την αυτονομία μου, να μην τη διαπαραγματευτώ προκειμένου να επωφεληθώ οικονομικά. Μάλιστα, η έκθεση αυτή συμβαίνει στο πιο κομβικό σημείο και πρέπει να προσέξω πώς θα το διαχειριστώ, ώστε δηλαδή να μη χρειαστεί για οποιονδήποτε λόγο να κλείσω το στόμα μου. Το ρίσκο υπάρχει πάντα και το βλέπω, αλλά μετά από δέκα χρόνια στον δρόμο αποφάσισα να το πάρω.
– Πώς θα ζωγράφιζες το μέλλον όπως το φαντάζεσαι αυτή τη στιγμή; Δεν ξέρω πώς να απαντήσω μια τέτοια ερώτηση. Βλέπω ότι υπάρχουν αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες. Κυριαρχεί ξενοφοβία, μισαλλοδοξία και πόλωση σε πολλά θέματα. Ο δικός μου ρόλος ως street artist είναι όχι μόνο να αντιστέκομαι σε όλα αυτά, αλλά και να φέρνω κοινωνικοπολιτικά ζητήματα στην επιφάνεια αναδεικνύοντάς τα μέσα από άλλες οπτικές γωνίες.
INFO: «Around the Walls: Between Tradition and Globalization», Λευκωσία, Πρόζακ (Common Room). Τετάρτη 21/12- Παρασκευή 30/12, 6-10μ.μ.