Για την Παναγιώτα Παπαγεωργίου η Φραγκογιαννού θα είναι πάντα ένα άλυτο μυστήριο.

Ενσαρκώνει μια από τις επτά πτυχές της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, όπως είδε σκηνοθετικά αυτό το κορυφαίο πεζογράφημα η Μαρίνα Βρόντη για λογαριασμό της ΕΘΑΛ. Καθώς καταπιάνεται με τον μυστηριώδη χαρακτήρα μιας από τις  εμβληματικές ηρωίδες της ελληνικής λογοτεχνίας, η Παναγιώτα Παπαγεωργίου διαπιστώνει ότι κινείται ανάμεσα στα γυναικεία αρχέτυπα των φονικών γυναικών της αρχαίας τραγωδίας. Είναι μια καταβύθιση στον σκοτεινό κόσμο ενός τερατουργήματος της καταπιεστικής, πατριαρχικής κοινωνίας και η ίδια αναζητά τα βαθύτερα αίτια, με πυξίδα την αξεπέραστη γλώσσα του σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου. Στη διαδρομή, συγκρίνει την οριακότητα του έργου με αυτή της κοινωνίας μας, διαπιστώνοντας ότι ουσιαστικά αντικατοπτρίζει την ίδια την ανθρώπινη φύση.

 – Ποια είναι η πρόκληση όταν καταπιάνεται κανείς μ’ ένα έργο εμβληματικό αλλά και δύσκολο;  Όλα τα σπουδαία κείμενα μπορεί να λειτουργήσουν ως «τιμωροί» αν δεν τα κατανοήσεις βαθιά. Απαιτούν χρόνο, εξοικείωση, μελέτη. Απαιτούν να τα ξεζουμίσεις κι αν δεν το κάνεις σε «καταπίνουν». Το έργο του Παπαδιαμάντη έχει μια πολυχρωμία, ένα βάθος, μια ποιότητα και μια απλότητα πολύ επικίνδυνη. Ανήκει στα κλασικά έργα, σ’ αυτά που βάζουν στο επίκεντρο τον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Οι έποχες αλλάζουν, οι ενδυματολογικές συνήθειες αλλάζουν, η γλώσσα δυστυχώς αλλοιώνεται, όμως τα προβλήματα και οι ψυχές των ανθρώπων δεν αλλάζουν, ούτε πρόκειται. Οι μεγάλοι συγγραφείς κάνουν μια βαθιά τομή στην ανθρώπινη φύση.

– Ποιο θα έλεγες ότι είναι το μεγαλείο του Παπαδιαμάντη; Ότι ανακαλύπτει έναν κόσμο που μας οδηγεί βαθιά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η «Φόνισσα» είναι, επομένως, πρόκληση για κάθε ηθοποιό. Πρέπει να κάνεις τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη δική σου κι αυτό πρέπει να γίνει σε απειροελάχιστο χρόνο που δεν λειτουργεί υπέρ σου και παράλληλα πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις τη φοβερή πολυπλοκότητα του ψυχισμού της Φραγκογιαννούς, ενός προσώπου που κινείται ανάμεσα στα γυναικεία αρχέτυπα των φονικών γυναικών της αρχαίας τραγωδίας.

– Ποια είναι η ιδιαιτερότητα της προσέγγισης της Μαρίνας Βρόντη πάνω στο έργο; Δεν αγνόησε το γεγονός ότι έχει στα χέρια της ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά κείμενα. Είναι βασική προϋπόθεση να προσεγγίσει κανείς το έργο αυτό με τρυφερότητα, σεβασμό και αγάπη. Αυτό έκανε η Μαρίνα. Ήρθε έτοιμη, ξέροντας ακριβώς τι ήθελε να πει. Ήθελε να φωτίσει τη γυναίκα. Επέλεξε επτά γυναίκες, επτά πτυχές της Φραγκογιαννούς μετατρέποντάς τες σε αφηγήτριες  της ίδιας τους της ζωής. Προσπάθησε ν’ αποφύγει τον στείρο σεβασμό και να καταρρίψει παράλληλα κάθε σοβαροφάνεια. Διέκρινε το ιδιαίτερο χιούμορ του Παπαδιαμάντη, τις καταγγελίες του, την αγωνία της ηρωίδας, την επικινδυνότητά της κι έφτιαξε μια παράσταση απαιτητική απ’ όλες τις απόψεις. Προσπάθησε ν’ αναπτύξει έναν διάλογο ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, έχοντας πάντα στο επίκεντρο τη γλώσσα του κειμένου που είναι εκπληκτική.

– Πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η γυναικεία ματιά πάνω στο κείμενο του Παπαδιαμάντη; Πολύ. Ένα από τα θέματα που διατρέχει τη «Φόνισσα» είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία και τον ευρύτερο περίγυρο του νησιού του, της Σκιάθου στις αρχές του 20ού αιώνα. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Φραγκογιαννού, μια γυναίκα σχεδόν εξηκοντούτις. Ο Παπαδιαμάντης διεισδύει στο μυαλό και την ψυχή αυτής της γυναίκας, η οποία έχοντας ζήσει μια βασανισμένη ζωή, θεωρεί ότι οι γυναίκες είναι πλάσματα άτυχα, γεννημένα να υπηρετούν τους άλλους και πως η γέννηση ενός κοριτσιού είναι πηγή δυστυχίας, για το ίδιο και για την οικογένειά του. Θεωρώ πως κι ο ίδιος ο συγγραφέας έχει μια γυναικεία ματιά.

– Πώς εκδηλώνεται αυτό; Παρουσιάζει τη Φραγκογιαννού σαν μια έξυπνη, άξια και ικανή γυναίκα η οποία περιτριγυρίζεται από ανάξιους, άβουλους και ανίκανους άντρες. Η εξαντλητική κούραση, η φτώχεια και οι καθημερινές ευθύνες επιβιώσης την οδηγούν στη θανάτωση μικρών κοριτσιών του στενού οικογενειακού αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντός της, πιστεύοντας ότι έχει άνωθεν αποστολή να σώσει τα κορίτσια από τον βάναυσο αυτό κόσμο και τα προβλήματά του. Κι ένω βλέπουμε τις ενοχές να τη στοιχειώνουν, παρ’ όλα αυτά προς το τέλος τη βλέπουμε να απομακρύνεται απ’ όλες τις ευθύνες που την καταπιέζουν -της συζύγου, της μητέρας, της γιαγιάς, της εργαζόμενης- και να πνίγεται στο νερό, δηλαδή σ’ ένα στοιχείο κάθαρσης που την ανάγει από το σκοτάδι της ζωής στο φως μιας άλλης καλύτερης και πιο δίκαιης ζωής. 

– Ποιες είναι οι αντικειμενικές δυσκολίες στην ερμηνεία αυτού του ρόλου; Η πρώτη είναι η γλώσσα. Δεν πρέπει μόνο να μάθεις αυτή τη γλώσσα αλλά και να σκέφτεσαι μ’ αυτή. Όσο για την ερμηνεία αυτού του ρόλου οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη παράσταση. Ερμηνεύουμε τον ίδιο ρόλο εφτά γυναίκες μαζί, με διαφορετικά ηχοχρώματα και καλούμαστε να ζωγραφίσουμε πάνω στον ίδιο καμβά, η καθεμιά ξεχωριστά, μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς. Καλούμαστε να διεισδύσουμε στον σκοτεινό κόσμο μιας γυναίκας που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τερατούργημα μιας πατριαρχικής και καταπιεστικής κοινωνίας, η οποία οδηγείται στην τρέλα και τον φόνο.

– Ποιο στοιχείο σε βοήθησε να ξεκλειδώσεις τον ψυχισμό της; Και χίλιες ζωές αν είχα, θ’ αδυνατούσα να ξεκλειδώσω τον ψυχισμό της Φραγκογιαννούς. Παρόλ’ αυτά, ένα στοιχειο που ερέθισε την προσοχή και τη φαντασία μου είναι το παιχνίδι που κάνει ο Παπαδιαμάντης με τα διάφορα ονόματα που χρησιμοποιεί για εκείνη: Χαδούλα, Φραγκογιαννού, Φράγκισσα, γραία μάμμη, Γιαννού, γραία Χαδούλα. Προσπαθούσα να σκεφτώ, ν’ αποκρυπτογραφήσω τι οδήγησε τη νεαρή Γιαννού με το χαϊδευτικό όνομα Χαδούλα στο να γίνει αυτό το δαιμονικό πλάσμα, να καταλήξει η γραία Χαδούλα που αφαιρεί ζωές μικρών κοριτσιών. Γεννιέσαι τέρας ή γίνεσαι; Πώς από μια αθώα ψυχή μετατρέπεσαι σε σκοτεινή μορφή; Αυτές οι αντιθέσεις με οδήγησαν στο να παλεύω ν’ ανακαλύψω τι οδήγησε αυτή τη γυναίκα να υπερβεί την ηθική.

– Όλα ξεκινούν από το μεγάλωμά μας τελικά; Προφανώς, ναι. Η μάνα της έκανε μάγια, αυτό το στοιχείο και το γεγονός ότι έχει μια ξεχωριστή σχέση με τη φύση μάς φανερώνουν μια άλλη πλευρά της, παγανιστική και σκοτεινή. Πόσες διαφορετικές πτυχές έχει; Σίγουρα πολλές, όπως και τα πολλά ονόματα που της έδωσε και ο Παπαδιαμάντης. Η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη αποτελεί ένα μυστήριο. Η Φραγκογιαννού παραμένει ένα μυστήριο κι όσο κι αν το προσπαθώ δεν θα καταφέρω να το λύσω.

– Μελετώντας τον χαρακτήρα και μπαίνοντας στο «πετσί» της μπορείς να εντοπίσεις ελαφρυντικά για τις πράξεις της; Κάθε φορά καλείσαι να ταυτιστείς με τη σκοτεινιά των ηρώων, να τους δικαιολογήσεις, να τους υπερασπιστείς, να τους κατανοήσεις. Και κάθε φορά το μεγάλο στοίχημα είναι να πετύχεις τη «χρυσή ισορροπία» ανάμεσα στις ποικίλες διαβαθμίσεις κάθε προσωπικότητας. Ελαφρυντικά δεν δίνονται σε κάποιον που αφαίρει αθώες ψυχές και σίγουρα δεν βρίσκω καμία λογική στα κίνητρά της. Οι πράξεις της είναι εγκληματικές. Η ίδια πιστεύει ότι αφαιρεί τη ζωή για να την προστατεύσει κι έτσι μετατρέπεται σε τραγικό πρόσωπο. Οι ηθοποιοί καλούμαστε να βγάλουμε μια «ακτινογραφία» της ζωής της και να βρούμε εκείνο το στοιχείο που μπορεί να μας οδηγήσει στη λύση ενός μυστηρίου που δεν λύνεται εξ ολοκλήρου. Το μόνο ελαφρυντικό που μπορείς να της δώσεις είναι ότι «έχει ψηλώσει ο νους της». Ωστόσο, είναι στιγμές που τη συμπονάς. Κάθε θύτης υπήρξε θύμα. Και η Φραγκουγιαννού έχει τραυματιστεί ψυχικά. Όσο ψύχραιμα και κυνικά αφαιρεί τις κοριτσίστικες ψυχές, όσο κι αν πιστεύει πως ό,τι κάνει το κάνει για καλό, την ίδια στιγμή τρέχει να ξεφύγει όχι μόνο από την ανθρώπινη δίκη αλλά κυρίως από τον ίδιο της τον εαυτό. Μπαινοβγαίνει στην τρέλα. Υπάρχουν στιγμές στις οποίες συνειδητοποιεί τι έχει κάνει, την κυνηγούν οι ενοχές, δεν είναι μόνιμα στο ένα άκρο. Σε κάθε εφιάλτη της αναζητεί την πατρική και κυρίως τη μητρική αγάπη. Τη βλέπεις απροστάτευτη, ευάλωτη, ανθρώπινη, ακυρωμένη, μόνη. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξής της πέφτουν με ορμή και κακία οι πέτρες στο πρόσωπο και στο σώμα της, παλεύει, βασανίζεται, ξεφεύγει από τ’ ανθρώπινα χέρια, τελικά δεν τη συλλαμβάνει κανείς. Το τέλος της όμως είναι αυτοκαταστροφικό και αυτοκτονικό.

– Μπορεί ένας ηθοποιός να υποδυθεί αποτελεσματικά έναν χαρακτήρα αν δεν μπορεί να κατανοήσει τα κίνητρά του; Φυσικά και μπορεί. Το κάθε «μπορεί», όμως, συνοδεύεται από ουσιαστική μελέτη. Σαφώς και το δικό μου μυαλό δεν μπορεί να κατανοήσει τέτοιου είδους πράξεις. Η λογική της Φραγκογιαννούς όμως λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Όταν είσαι στη σκηνή πρέπει να σκέφτεσαι ακριβώς όπως εκείνη. Πρέπει να δρας ακριβώς όπως θα δρούσε εκείνη. Πρέπει να έχεις το ίδιο παρελθόν, το ίδιο μεγάλωμα, τις ίδιες τραυματικές αναμνήσεις. Πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου πως κάνεις το σωστό. Το «σωστό» που θα έκανε ένας άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει ότι «έχει ψηλώσει ο νους του». 

– Είναι μόνο συμβολική η συνάφεια του έργου με την πραγματικότητα της εποχής μας; Όχι. Η θεματική της «Φόνισσας» είναι και θα είναι πάντα επίκαιρη. Το έργο του Παπαδιαμάντη είναι μια καταγγελία, οι χαρακτήρες είναι γνώριμοι, τα  προβλήματα κοινά, το ίδιο κι οι προβληματισμοί. Αναγνωρίζει τη θέση της γυναίκας μέσα στη κοινωνία. Οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι, θυμωμένοι, αγανακτισμένοι. Και δυστυχώς η διεκδίκηση της ελευθερίας εξωτερικεύεται πια μέσα απο την αυτοκαταστροφική ανελευθερία του εγκλήματος. Η αγανάκτηση γίνεται θηλιά και δυστυχώς πάντα την πληρώνουν αθώες ψυχές. Το έργο είναι οριακό, όσο οριακή είναι και η κοινωνία μας. Εστιάζει και καθρεφτίζει ειρωνικά, σκληρά και απεγνωσμένα την ανθρώπινη φύση.

– Τι λείπει από το κυπριακό θέατρο σήμερα; Ο Σεβασμός. Το θέατρο έχει ανάγκη ν’ αγαπηθεί από τους Κύπριους. Εμείς οι καλλιτέχνες δεν είμαστε απλά κάποιοι περίεργοι που κάνουμε το χόμπι μας. Είμαστε επαγγελματίες, δουλεύουμε σκληρά για το καλύτερο αποτέλεσμα. Το θέατρο δεν είναι μόνο «τρία σανίδια, δυο πρόσωπα κι ένα πάθος», όπως είπε ο Λοπε Ντε Βέγκα. Είναι πολύ περισσότερα. Οι θέσεις στις θεατρικές αίθουσες γεμίζουν μόνο από εκείνους τους λίγους, γνώριμους πια προς εμάς, θεατές που λαχταρούν να ταξιδέψουν μαζί μας, να προβληματιστούν, να εκπαιδευτούν από τους μεγάλους συγγραφείς. Αλλά είναι λίγοι και οι ελεύθερες παραγωγές προβληματίζονται όλο και περισσότερο για τη συνέχισή τους. Η Πολιτεία δεν καταλαβαίνει πως χωρίς θέατρο, μουσική ή οποιοδήποτε άλλο είδος τέχνης δεν οξυγονώνεται ο ανθρώπινος νους. Μιλάμε για τον Πολιτισμό λες και είναι μια αφηρημένη έννοια ή μια παραξενιά για καλοπερασάκηδες. Το κυπριακό θέατρο έχει ικανούς ανθρώπους, που διψούν για συνεργασίες με δημιουργούς που δίνουν απλόχερα έμπνευση για τρεις ζωές. Κι όσο πιο απαιτητικό γίνεται το κοινό, τόσο πιο απαιτητικοί θα είναι και οι δημιουργοί μιας παράστασης. Στη λογική του ρίσκου, υπάρχει πάντα μια μεγάλη έκπληξη. Γι’ αυτό ας ρισκάρει ο κόσμος, ας πάει να δει μια παράσταση. Ίσως γίνει μια αγαπημένη και αναγκαία συνήθεια. Ίσως είναι ένα πρωτο βήμα να βοηθήσουν τον πολιτισμό μας να μην ξεψυχήσει, αλλα ν’ αναζωογονηθεί και ν’ αναπτυχθεί.

– Έχεις εντοπίσει τους λόγους για τους οποίους το κοινό αγκαλιάζει μια παράσταση; Οι θεατές επιλέγουν και θα επιλέγουν ό,τι έχει ουσία. Όταν γίνονται συνεργασίες και συναντιούνται άνθρωποι που θέλουν να ζυμωθούν, να ρισκάρουν, να τσαλακωθούν, να ξεκινήσουν πάλι απ’ την αρχή, να αισθανθούν, να βρουν καινούργιους τρόπους έκφρασης και να φτιάξουν μια παράσταση με αγάπη και αλήθεια, τότε δεν γίνεται το κοινό να μην την αγκαλιάσει.

INFO, «Η Φόνισσα», Λεμεσός, ΕΘΑΛ, Πρεμιέρα: 17/3 8.30μ.μ. Παραστάσεις: 18, 19, 21/2, 3, 4, 5/3, Λευκωσία, Θέατρο Δέντρο, 9, 10, 11, 12 Μαρτίου, 8.30μ.μ. (Κυριακή 6.30μ.μ.) 25877827 Sold Out

Ελεύθερα, 12.2.2023