Σε ηλικία 97 ετών έφυγε την Τρίτη στη Ρώμη ο σημαντικότερος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, ο ερευνητής και κορυφαίος νεοελληνιστής Μάριο Βίτι. 

Είχε λάβει τιμητικά διδακτορικούς τίτλους από τα πανεπιστήμια Σορβόνης και Θεσσαλονίκης ενώ στις 20 Νοεμβρίου 2000 αναγορεύτηκε σε Επίτιμο Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ήταν ομότιμος καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Tuscia στο Βιτέρμπο της Ιταλίας.

Η εξόδιος τελετή θα γίνει στη Ρώμη, σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως ο ίδιος το θέλησε. Θα τον αποχαιρετίσουν οι δυο γιοί του, Μάσιμο και Πάολο και τα πέντε εγγόνια του. Την Υδραία σύζυγό του, Αλεξάνδρα, με την οποία μοιράστηκαν 70 χρόνια κοινής ζωής την έχασε πριν από έξι μήνες. Την είχε γνωρίσει στην Ύδρα, της οποίας πριν από μερικά χρόνια αναγορεύτηκε επίτιμος δημότης.

Ο Μάριο Βίτι γεννήθηκε το 1926 στην Κωνσταντινούπολη. Από την πλευρά της μητέρας του ήταν ελληνικής καταγωγής. Μεγάλωσε μέσα στην ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και μιλούσε και έγραφε εξίσου καλά στα ελληνικά και στα ιταλικά.

Λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1946, η οικογένεια μετακόμισε από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία, πατρίδα του πατέρα του. Σπούδασε στη Ρώμη όπου ξεκίνησε το έργο του ως ερευνητής της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Εκεί γρήγορα συνδέεται με τον Φίλιππο Μαρία Ποντάνι και τον Μπρούνο Λαβανίνι, δημιουργώντας την πρώτη ιστορική συντροφιά προοδευτικών Ιταλώνν εοελληνιστών, που αργότερα έμελλε να στερεώσουν, ο καθένας από τη σκοπιά του, τις Βυζαντινές και νεοελληνικέςσπουδές στην Ιταλία.

Από το 1957 εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης L’Orientale. Το 1968 διορίστηκε μόνιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο. Υπήρξε επίσης επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Παρισιού, Γενεύης και Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Τοσκάνης. Ο Βίττι ζούσε στη Ρώμη και ήταν ο πρόεδρος της Ιταλικής Ένωσης των Νέων Ελληνικών Σπουδών (Associazione Nazionale di Studi Neogreci). Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες της Ιταλίας σχετικά με το πλήρες φάσμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Η Ελληνική λογοτεχνία χρωστά στον Βίτι τη δεύτερη γέννηση του παλαιότερου κειμένου του σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου (ο διάλογος του Νικολάου Σοφιανού), του θρησκευτικού δράματος Ευγένα – (Βενετία 1646) του Θεόδωρου Μοντσελέζε από τη Ζάκυνθο και 2 τόμων κειμένων του Ανδρέα Κάλβου. Ο Βίτι ανακάλυψε κι έκανε γνωστό το βιβλίο ενός ανώνυμου Έλληνα συγγραφέα, που δημοσιεύθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας το 1870, με τίτλο «Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι».

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη γενιά του ’30. Θεμελιακής σημασίας είναι η συμβολή του στην ανάδειξη των κορυφαίων μορφών της γενιάς αυτής σε διεθνές επίπεδο. Συνδέθηκε με τους δύο κορυφαίους Έλληνες ποιητές, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη και έγραψε για το έργο τους ‒ και όχι μόνο. Αναδείχτηκε ως ο συστηματικότερος και σημαντικότερος μελετητής της κρίσιμης αυτής περόδου που έφερε τη νεοελληνική λογοτεχνία στο κέντρο του ενδιαφέροντος του διεθνούς αναγνωστικού κοινού. Μετέφρασε στα ιταλικά Έλληνες ποιητές όπως τον Οδυσσέα Ελύτη το 1952, τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Μανόλη Αναγνωστάκητο 1966, όταν δηλαδή δεν ήσαν ακόμη ευρύτερα γνωστοί.

Ο Μάριο Βίττι, εκτός από ότι ασχολήθηκε ως μελετητής με το έργο τους αργότερα, υπήρξε στην παρέα της αφρόκρεμας της διανόησης μιας εποχής: Γιώργος Σεφέρης, Μάνος Χατζηδάκις, Νίκος Γκάτσος, Μαργαρίτα Λυμπεράκη κ.π.ά. Στην Αθήνα, σε γνωστά στέκια, όπως το Πατάρι του Λουμίδη, ή στο Παρίσι, ένας φτωχός τότε αλλά περιπλανώμενος κοσμοπολίτης κι αυτός.

Σ΄ένα τέτοιο ταξίδι του ήταν που συνάντησε τυχαία τον Βασίλη Βασιλικό, επί χούντας, και συζητώντας αποφάσισε να γράψει το εμβληματικό του έργο «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», αφού στην Ελλάδα όλα περνούσαν πια από τη δαμόκλειο σπάθη της λογοκρισίας και μαζί της πλήρους έλλειψης λογοτεχνικής παιδείας των συνταγματαρχών. Γραμμένη πρώτα στα ιταλικά και αργότερα μεταφρασμένη στα γερμανικά, στα γαλλικά και στα ελληνικά, θεωρείται πολύτιμο εργαλείο για κάθε νεοελληνιστή, απαραίτητο συμπλήρωμα των αντίστοιχων εργασιών των Κ. Θ. Δημαρά και Λίνου Πολίτη.

Σ’ αυτόν οφείλουμε επίσης μια σειρά από αποκαλυπτικά κείμενα του Ανδρέα Κάλβου και το εντελώς άγνωστο θρησκευτικό δράμα «Ευγένα» του 1646 από τον Ζακυνθινό Θεόδωρο Μοντσελέζε.

Το 1976 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Ο Βίτι και η Κύπρος

Ο Μάριο Βίτι είχε μια ουσιαστική σχέση, αλλά σεμνή και αθόρυβη σχέση με την Κύπρο, την οποία είχε αναπτύξει τόσο μέσω της έρευνάς του γύρω από την κυπριακή λογοτεχνία την οποία ενέτασσε οργανικά και μελετούσε στο πλαίσιο της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όσο και μέσω της συμμετοχής του σε επιστημονικά συνέδρια και συμπόσια που οργάνωσε η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου με πρωτοβουλία του τότε Κοσμήτορά της, Μιχάλη Πιερή.

Η αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου το 2000 επίσης έγινε μετά από εισήγηση του Μ. Πιερή.

Όπως σημείωνε ο αείμνηστος Μιχάλης Πιερής στην τελετή αναγόρευσης «σε αντίθεση με τους άλλους ιστορικούς της νεοελληνικής γραμματείας, έδωσε εξαρχής ιδιαίτερη προσοχή και σημασία στην κυπριακή γραμματεία. Είναι ο μόνος ιστορικός που προσδιορίζει με ευστοχία τον ειδολογικό χαρακτήρα των κυπριακών αναγεννησιακών ερωτικών ποιημάτων του 16ου αιώνα, εντάσσοντάς τα, αφενός, στο καλλιτεχνικό ρεύμα του μανιερισμού, αφετέρου δείχνοντας τη σημασία τους στην εξέλιξη του ελληνικού λυρικού λόγου από την Κύπρο στην Κρήτη και στα Επτάνησα. Αλλά και οι παρατηρήσεις του για τον Λεόντιο Μαχαιρά, είναι πρωτοποριακές για την εποχή που διατυπώνονται και τοποθετούν σε ορθή βάση την κατανόηση της συγγραφικής προσπάθειας του Κύπριου μεσαιωνικού χρονογράφου».

Η σχέση ανάμεσα στους δύο νεοελληνιστές υπήρξε ιδιαίτερα θερμή και δεν περιοριζόταν μόνο στον χώρο της φιλολογίας. Ο Βίτι παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εκτιμούσε το έργο του Θ.Ε.ΠΑ.Κ., τιμώντας με την παρουσία του τις παραστάσεις που έδιδε το Θεατρικό Εργαστήρι στη Ρώμη. Συμμετείχε μάλιστα σε ντοκιμαντέρ που αφορούσε στην περιοδεία του «Ερωτόκριτου» του Θ.Ε.ΠΑ.Κ. στην Ιταλία (τον Οκτώβριο του 2010), σχολιάζοντας επαινετικά την παράσταση με τη χαρακτηριστική κριτική του οξυδέρκεια.  

Το Πολιτιστικό Κέντρο «Μιχάλης Πιερής» και το Θ.Ε.ΠΑ.Κ. με θλίψη και βαθύτατο σεβασμό αποχαιρετούν «έναν κορυφαίο νεοελληνιστή που εργάστηκε με σπάνιο επιστημονικό ήθος για την εδραίωση της νεοελληνικής φιλολογίας, έναν διεθνούς κύρους ευρωπαίο επιστήμονα που υπήρξε με το έργο του ακέραιος φίλος της επιστήμης, της τέχνης και της Κύπρου».