Μια σειρά με μελέτες γύρω από διάφορους λογοτέχνες της κυπριακής και της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας περιλαμβάνει το βιβλίο «Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;», οι οποίες διέπονται από πρωτοτυπία και προσθέτουν νέα στοιχεία στην επιστήμη της νεοελληνικής φιλολογίας. Οι μελέτες αυτές σύμφωνα με τον Κυριάκο Ιωάννου, καταδεικνύουν την αμοιβαία διείσδυση των γόνιμων εκείνων στοιχείων που φέρνουν εγγύτερα τον κυπριακό με τον μητροπολιτικό ελληνισμό.
– Με τον τίτλο του βιβλίου «Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;» επιδιώκετε να τονίσετε ότι η κυπριακή λογοτεχνία είναι στο περιθώριο; Αν και σε στιγμές έντονης ψυχικής ευεξίας συνηθίζουμε να λέμε ότι η κυπριακή λογοτεχνία αποτελεί ανθισμένο κλαδί του βαθύρριζου δέντρου της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η αλήθεια είναι ότι η λογοτεχνία της εντοπιότητας βρίσκεται στο περιθώριο, ή, για να μείνω στο μοτίβο της αντικειμενικής συστοιχίας, το κυπριώτικο κλαδί, αντί να ανθίζει, ανθορροεί.
– Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι λόγοι είναι αρκετοί και, δυστυχώς, προϊόντος του χρόνου, έχουν συντελέσει στην παγίωση μιας εντελώς εσφαλμένης εικόνας που αδικεί κατάφωρα τους κύπριους λογοτέχνες.
– Γιατί πιστεύετε ότι οι κύπριοι ποιητές και πεζογράφοι είναι στο περιθώριο; Ο αριθμός των κύπριων ποιητών και πεζογράφων είναι μεγάλος. Επομένως, ένας (κύπριος ή εξ Ελλάδος) μελετητής, νεοελληνιστής, πανεπιστημιακός, κριτικός λογοτεχνίας, ο οποίος επιθυμεί να εντάξει στα ενδιαφέροντά του έναν συγκεκριμένο αριθμό λογοτεχνών, συνήθως αλληθωρίζει προς την ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία. Ένας άλλος λόγος είναι ότι αρκετοί κύπριοι λογοτέχνες συνθέτουν τα ποιήματά τους στην κυπριακή διάλεκτο, η οποία αποτελεί σοβαρή τροχοπέδη για έναν μη γηγενή ομιλητή της. Ο δεύτερος αυτός λόγος δημιουργεί οξύμωρες καταστάσεις. Για παράδειγμα, ο Β. Μιχαηλίδης, καίτοι χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην Κύπρο, στην Ελλάδα, εξαιρώντας κανείς μερικές φωτεινές περιπτώσεις ελλήνων μελετητών, είναι σχεδόν άγνωστος.
– Τι περιλαμβάνει η έκδοση; Η έκδοση περιλαμβάνει μελέτες γύρω από διάφορους λογοτέχνες της κυπριακής και της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αναφέρω ενδεικτικά τους Δ. Σολωμό, Α. Κάλβο, Κ. Παλαμά, Κ. Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Γ. Ρίτσο, Οδ. Ελύτη, Μ. Αναγνωστάκη, Β. Μιχαηλίδη, Δ. Λιπέρτη, Κ. Μόντη, Π. Μηχανικό, Κ. Χαραλαμπίδη, Μ. Χάκκα, Α. Σαμαράκη, Κ. Παρασκευά, Στ. Κωνσταντινίδη και Α. Ονουφρίου. Οι μελέτες αυτές διέπονται από πρωτοτυπία, με την έννοια ότι δεν αναμηρυκάζουν τα πορίσματα της προηγούμενης έρευνας, αλλά, αντίθετα, προσθέτουν νέα στοιχεία στην επιστήμη της νεοελληνικής φιλολογίας.
– Σας ενδιαφέρει να αναδείξετε την επίδραση που έχουν δεχθεί οι κύπριοι λογοτέχνες από τους Ελλαδίτες; Η απάντηση είναι ασφαλώς καταφατική, μολονότι πρέπει να τονίσουμε ότι και οι κύπριοι λογοτέχνες αιματώνουν με το έργο τους τον εθνικό κορμό. Μέσα από τις μελέτες που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο μου αντιλαμβάνεται κανείς την αμοιβαία διείσδυση των γόνιμων εκείνων στοιχείων που φέρνουν εγγύτερα τον κυπριακό με τον μητροπολιτικό ελληνισμό. Με άλλα λόγια, οι μελέτες αυτές παρουσιάζουν με διάφορους τρόπους τον διπολικό αυτόν άξονα, όπου σμιλεύονται οι πολυποίκιλες σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία της Κύπρου και τη λογοτεχνία του κέντρου.
– Ανάμεσα στις έρευνες σας είναι η μελέτη του έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη. Τι νέο έχει προκύψει μέσα από αυτή την έρευνα; Η (πολυετής, πλέον) ενασχόλησή μου με τον Βασίλη Μιχαηλίδη έχει φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα που προσθέτουν πολλές νέες ψηφίδες στο εργοβιογραφικό πορτρέτο του μεγάλου λευκονοικιάτη ποιητή. Ευελπιστώ ότι με την επικείμενη έκδοση των Ευρισκομένων του, η οποία θα ανοίξει τα μάτια της τον Φεβρουάριο του 2024, θα δοθεί ακόμη περιοσσότερη ώθηση στις μιχαηλιδικές σπουδές.
Ελεύθερα 7.5.2023