Τι είναι αυτό που ωθεί έναν «καθωσπρέπει» άνθρωπο να εκδηλώσει μια βάρβαρη συμπεριφορά σε συνθήκες πολέμου και πώς το διαχειρίζεται μετά; Ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος προσπαθεί μέσα από τα βιβλία του να θέσει ερωτήματα για τα κίνητρα που ωθούν κάποιους ανθρώπους σ’ αυτές τις πράξεις, όχι για να τις δικαιολογήσουμε ή να τις συγχωρήσουμε. Για τον ίδιο είναι ένας τρόπος να βεβαιωθούμε ότι στο μέλλον δεν θα ξανασυμβούν.
Με ποιους τρόπους η λογοτεχνία μετουσιώνει και αποτυπώνει το συλλογικό τραύμα σε γραφή; Μπορεί η λογοτεχνία να συμβάλει στην επούλωσή του ή έστω στην κατανόησή του; Τα ερωτήματα αυτά είναι στο επίκεντρο της συζήτησης με θέμα «Το τραύμα της Ιστορίας και η Ιστορία του τραύματος» που οργανώνει το «Βιβλιοτρόπιο» στις 17 Μαΐου στη Λεμεσό. Εμείς συζητήσαμε με έναν από τους τρεις συγγραφείς που λαμβάνουν μέρος στην εκδήλωση, τον Δημοσθένη Παπαμάρκο – οι άλλοι δυο είναι ο Ηλίας Μαγκλίνης και η Κωνσταντία Σωτηρίου. Το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκιακ», με 9 σκληρά διηγήματα όπου πρωταγωνιστούν στρατιώτες που πολέμησαν στα άγρια πεδία των μαχών στη Μικρά Ασία, έχει γίνει εκδοτική επιτυχία και ως τώρα πούλησε 51.000 αντίτυπα. Απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών – Ίδρυμα Πέτρου Χάρη και το Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας του περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Μάλιστα, πολλοί είδαμε στη Λευκωσία, στις Αποθήκες του ΘΟΚ, τη συγκλονιστική θεατρική μεταφορά των διηγημάτων από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Σοφίας Μαυραγάνη. Με τον συγγραφέα μιλήσαμε λίγο προτού αναχωρήσει για το Μόναχο όπου θα παρουσίαζε το βιβλίο του – το «Γκιακ» κυκλοφορεί ήδη στα γερμανικά και στα ρωσικά.
– Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συλλογή διηγημάτων σας «Γκιακ» είναι ένα αντιπολεμικό μανιφέστο; Εκ του αποτελέσματος θα έλεγα ότι είναι ένα αντιπολεμικό κείμενο. Δεν ήταν όμως στις αρχικές μου προθέσεις. Αυτό που προσπαθούσα σ’ ένα πρώτο επίπεδο να ερευνήσω ήταν το κακό και η μεταμορφωτική επίδραση του τραύματος στον άνθρωπο. Δηλαδή πώς μπορεί να τον αλλάξει, σε τι τον αλλάζει. Πώς οι διάφοροι ανθρωπότυποι διαχειρίζονται το τραύμα και αν επουλώνεται τελικά.
– Ποια ήταν η αφετηρία γι’ αυτό το βιβλίο; Ο πυρήνας της έμπνευσης ήταν το ερώτημα τού κατά πόσον ο καθένας από μας φέρει το κακό μέσα του και σε ποιον βαθμό, υπό ποιες συνθήκες το εκδηλώνει και με ποιον τρόπο. Το κοινότυπο κακό – όχι με την έννοια που το ερμηνεύει η Χάνα Άρεντ, αλλά το κακό που υπάρχει παντού. Θα μπορούσα να κάνω μια παράφραση του αρχαίου ρητού «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Η αντιστροφή αυτού του σχήματος θα μπορούσε να είναι «υπάρχει καλό ή υπάρχει κάτι το οποίο είναι “αμιγές κακού”»; Αυτό προσπάθησα να διερευνήσω. Άρχισε σαν ένα φιλοσοφικό ερώτημα και ήρθε η λογοτεχνική του πλαισίωση.
– Οι σπουδές σας στην Ιστορία έχουν επηρεάσει τις αναζητήσεις σας γύρω απ’ αυτό το θέμα; Ναι, με έχουν επηρεάσει. Και τα επόμενά μου βιβλία, όπως η «Εξημέρωση» και το γκράφικ νόβελ «Γυμνά οστά», συνομιλούν και με την αρχαία Ιστορία και με το τραύμα, τη μεταμορφωτική επίδραση της βίας, το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα σ’ ένα σύνολο, την αποστολή του στον κόσμο. Και τελικά, όταν βρίσκεται σε ακραίες συνθήκες και αναμετριέται με τα πιστεύω και την ηθική του, πώς αντιδρά; Υποχωρεί στη σαγήνη της βίας και στην πίεση που ασκούν αυτές οι ακραίες συνθήκες; Στην περίπτωση του «Γκιακ» είναι ο πόλεμος, στα «Γυμνά οστά» είναι μια πολύ δύσκολη συνθήκη επιβίωσης όταν ένας πλανήτης έχει καταστραφεί.
– Τελικά ο καθένας από μας μπορεί μέσα του να κρύβει το κακό; Ένας άνθρωπος σε μια ειρηνική συνθήκη μπορεί να είναι ένα πολύ αξιόλογο μέλος της κοινότητας, ένας άνθρωπος καλός όπως θα λέγαμε, ο οποίος όμως μπορεί να εκδηλώσει βάρβαρες συμπεριφορές σε συνθήκες πολέμου. Για μένα πάει και παρακάτω αυτή η σκέψη, δηλαδή αν τελικά αυτό μπορεί να το κάνουμε όλοι μας και απλώς είναι διαφορετικός ο βαθμός στον οποίο θα το εκδηλώσουμε. Τι είναι δηλαδή αυτό που ωθεί ένα άνθρωπο να κάνει μια παρένθεση σε συνθήκες πολέμου, εκδηλώνοντας μια βάρβαρη συμπεριφορά, και μετά πώς διαχειρίζεται τη γνώση αυτού του επιπέδου βίας. Πώς διαχειρίζεται την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του; Ένα ακόμη ερώτημα είναι αν παραμένει ο ίδιος μετά απ’ όλο αυτό.
-Η επεξεργασία του τραύματος μέσα από τη λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά ώστε να μην εκδηλωθούν στο μέλλον ακραίες συμπεριφορές σε δύσκολες συνθήκες; Έχει ένα μεγάλο ενδιαφέρον το να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τα κίνητρα που ωθούν κάποιους ανθρώπους σ’ αυτές τις πράξεις, όχι για να τις δικαιολογήσουμε ή να τις συγχωρήσουμε. Για μένα, είναι ένας τρόπος να βεβαιωθούμε ότι στο μέλλον δεν θα ξανασυμβούν. Αν γνωρίζουμε τη φύση ενός προβλήματος, μπορούμε να λάβουμε μέτρα για να το αντιμετωπίσουμε. Η αποσιώπηση οδηγεί στην καλύτερη περίπτωση σε παρανόηση και στη χειρότερη σε επανάληψη όλων αυτών των απεχθών εγκλημάτων. Είμαι της λογικής ότι δεν πρέπει να δεχόμαστε ντε φάκτο ότι ο άνθρωπος είναι καλός, πρέπει να κρατάμε μια υποσημείωση, γιατί υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά στον καθένα από μας που μπορεί να μας ωθήσουν στα άκρα. Αν το γνωρίζουμε και το αποδεχόμαστε, μπορούμε να βρούμε τρόπους να συγκρατήσουμε όλη αυτή την τάση και να την κατευθύνουμε σε κάτι άλλο, αν είναι κομμάτι της φύσης μας. Ο καλύτερος δρόμος είναι η γνώση και η αποκάλυψη.
– Τραύμα και λογοτεχνία είναι το θέμα της συζήτησης στη Λεμεσό, στο «Βιβλιοτρόπιο». Μπορεί τελικά η λογοτεχνία να λειτουργήσει θεραπευτικά στην επούλωση του συλλογικού τραύματος από ένα πόλεμο; Είμαι επιφυλακτικός απέναντι σ’ αυτό. Η λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει μονάδες, ανθρώπους που μπορεί να είναι πιο ευαίσθητοι στην επίδρασή της. Δεν συγκινεί όλους το ίδιο ένα έργο τέχνης. Χρειάζεται κάτι πολύ μεγαλύτερο και πιο συντονισμένο για τη διαχείριση του συλλογικού τραύματος από έναν πόλεμο. Αυτού του είδους το τραύμα ξεπερνάει το προσωπικό και πρέπει να αντιμετωπιστεί συλλογικά. Σίγουρα η λογοτεχνία και η τέχνη μπορούν να αποτελέσουν αφορμές για να δούμε κάποια πράγματα μ’ ένα διαφορετικό μάτι, ή ακόμη να δούμε πράγματα που η επίσημη Ιστορία έχει αποκρύψει. Να τα επαναφέρουμε ως θέμα συζήτησης. Αλλά απ’ εκεί και πέρα πρέπει να ενεργοποιηθούν άλλοι μηχανισμοί για να τα προσεγγίσουμε όπως πρέπει. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να υποκαταστήσει και τη λειτουργία της Ιστορίας. Η λογοτεχνία έχει σαν στόχο τη συγκινησιακή μετακίνηση του ανθρώπου, δηλαδή το να τον γοητεύσει μέσα από μια αφήγηση, να τον εμπλέξει συναισθηματικά και να φέρει ιδέες και αλήθειες.
– Ως ιστορικός προσπαθήσατε να αποφύγετε τον διδακτισμό στο «Γκιακ»; Ως λογοτέχνης οφείλω να αποφεύγω των διδακτισμό, συνήθως οδηγεί σ’ ένα κακό γραπτό και είναι συνταγή αποτυχίας. Ως ιστορικός πιστεύω ότι ο ρόλος της Ιστορίας είναι να διδάξει, να αποκαλύψει όση μπορεί από την αλήθεια των γεγονότων. Ως ιστορικός οφείλεις να ανοίξεις έναν ειλικρινή διάλογο με την Ιστορία με την οποία ασχολείσαι. Το ερώτημα «γιατί μας αφορά το παρελθόν και γιατί το μελετάμε» οφείλουμε να το ανοίξουμε και στο ευρύ κοινό.
– Μέσα από τα διηγήματά σας επιδιώξατε να αγγίξετε κάποιες αλήθειες για τη Μικρασιατική Εκστρατεία που η επίσημη Ιστορία δεν αγγίζει; Για να είμαι ειλικρινής, η ανατροπή του όποιου εθνικού αφηγήματος γύρω από τη Μικρά Ασία ήταν το τελευταίο μου μέλημα. Η Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν ένα αφηγηματικό πλαίσιο το οποίο ήταν πολύ ταιριαστό για τους τύπους των ηρώων που κατασκεύασα, για τα διηγήματα και τις ανάγκες της αφήγησης. Βέβαια, από αφηγήσεις που άκουγα στο χωριό που μεγάλωσα αλλά και από πράγματα που συνάντησα αργότερα στις σπουδές μου, μου φαίνεται αυτονόητο ότι παρεκκλίσεις και εγκληματικές ενέργειες από πλευράς Ελλήνων στρατιωτών δεν μπορεί παρά να υπήρξαν. Είναι μια από τις αλήθειες του πολέμου αυτή.
– Στις ιστορίες σας υπάρχουν αληθινές αφηγήσεις που σας διηγήθηκαν Αρβανίτες; Το 95% των ιστοριών είναι μυθοπλασία. Μόνο σε δυο ιστορίες υπάρχει αφετηρία από αληθινή μαρτυρία. Στο διήγημα «Ήρθε ο καιρός να φύγουμε» αναφέρω ένα περιστατικό που μου είχε διηγηθεί ο προπάππος μου, και ήταν ένας φόρος τιμής σ’ αυτή τη μνήμη. Και στον «Αρραβώνα», ο ήρωας που είναι ληστής ήταν υπαρκτό πρόσωπο που εμπλεκόταν με τη δική μου οικογένεια, το θυμάμαι από αφήγηση του παππού μου. Αυτό που επιδίωξα ήταν ο αναγνώστης να συμπάσχει με τους ήρωες, να καταλάβει τα κίνητρά τους, τον τρόπο που σκέφτονται, που λειτουργούν, και να γίνει μέρος αυτού του κόσμου.
– Έχετε επιρροές και από βιβλία που διαβάσατε, την τέχνη, τον κινηματογράφο; Σίγουρα υπάρχουν επιρροές, άλλες από ιστορικά ή επιστημονικά κείμενα, από το σινεμά, ακόμα και από τα video games τα οποία έχουν πολλές αφηγηματικές τεχνικές.
– Γράφετε λογοτεχνία, σενάρια για ταινίες και θέατρο, κόμικς… ποιο απ’ όλα αγαπάτε ιδιαίτερα; Προσπαθώ κι εγώ να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα. Τα τελευταία χρόνια έχω καταπιαστεί με μη κλασική λογοτεχνία, όμως όλα είναι τέχνη του λόγου. Αλλά νομίζω ότι αν έπρεπε με το πιστόλι στον κρόταφο να προσδιοριστώ ως κάτι, θα έλεγα ότι είμαι πεζογράφος. Αυτή είναι η πιο μακρά μου ενασχόληση και τουλάχιστον αυτού του είδους τη γραφή γνωρίζω καλύτερα, μου είναι πιο οικεία.
– Ετοιμάζετε κάποιο νέο βιβλίο; Έχω ξεκινήσει να δουλεύω πάνω σε μια νέα ιδέα για ένα βιβλίο, η οποία όμως δεν έχει ωριμάσει αρκετά. Πάντα γράφω όταν αισθάνομαι ότι η ιδέα που έχω σκεφτεί έχει αντέξει στον χρόνο και δεν την έχω βαρεθεί. Η διαδικασία της συγγραφής είναι μια επίπονη διαδικασία και χρειάζεται να ταχθείς σ’ αυτό που κάνεις. Οπότε, αν είναι κάτι το οποίο δεν μπορώ να πιστέψω εγώ ο ίδιος, δεν μπορεί να με κινητοποιήσει για να στρωθώ να το γράψω. Ξεκινάω όταν είμαι βέβαιος ότι το θέμα που έχω επιλέξει μπορώ να το συντροφεύσω για πολύ μέσα στο χρόνο.
– Ποιο είναι το στοίχημα όταν αρχίζετε να γράφετε ένα βιβλίο; Να καταφέρεις αυτή η αφήγηση που έχει αρχίσει να παίρνει μια αδρή μορφή στο μυαλό σου να μην την αδικήσεις στο χαρτί. Να καταφέρεις να υπηρετήσεις την ιδέα σου όσο πιο καλά μπορείς. Αυτό έχει να κάνει με τη δομή της αφήγησης, με τη γλώσσα της, με τις ιδέες που θέλεις να εξερευνήσεις, και το πώς θα το κάνεις τελικά ώστε να μην είναι κάτι που αφορά μόνο εσένα.
– Η μεγάλη επιτυχία που είχε το «Γκιακ» σας δημιούργησε μια αγωνία ως προς τις προσδοκίες του κοινού για τα επόμενά σας βιβλία; Καθόλου, το ανάποδο συνέβη. Με έχει απελευθερώσει μ’ έναν τρόπο, γιατί ξέρω πως ό,τι και να ακολουθήσει, το «Γκιακ» δεν θα είναι εξίσου πετυχημένο. Είναι μάταιο να μπεις στη λογική της «συνταγής της επιτυχίας». Για μένα πάντοτε το ζητούμενο είναι το ίδιο: Αυτό που θα γράψω να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που έχω την πρόθεση να αφηγηθώ. Απ’ εκεί και πέρα, αν το αναγνωστικό κοινό το υποδεχθεί καλά, η χαρά είναι τεράστια. Μια μεγάλη επιτυχία είναι ένα εργαλείο που σου επιτρέπει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να γράψεις και το επόμενο.
– Έχετε συνεργαστεί με τον Γιάννη Οικονομίδη στην Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς. Τι σας έφερε μαζί σ’ αυτή τη συνεργασία; Για μένα, το πρώτο που έχει σημασία σε μια συνεργασία, σε μια ομαδική δουλειά, είναι να τα βρίσκεις με τον άλλο σ’ ένα ανθρώπινο επίπεδο, να μπορείς να επικοινωνήσεις χωρίς ανταγωνισμούς. Το ζητούμενο είναι να φτάσεις σε ένα κοινό αποτέλεσμα που να εκφράζει όλους. Σ’ αυτό ήμουν πολύ τυχερός με τον Οικονομίδη, γιατί είναι ένας άνθρωπος πολύ δίκαιος και σωστός με τους συνεργάτες του. Είχα την ελευθερία να δουλέψω όπως δουλεύω και μόνος μου. Τα κοινά μας θέματα αφορούν το θέμα τις ρίζας του κακού. Και αυτός μέσα από τα έργα του καταδεικνύει την υποκρισία ενός καθωσπρεπισμού που κρύβει την αλήθεια. Και ο Γιάννης προσπαθεί να αναδείξει αυτή την αλήθεια που υπάρχει πίσω από τις κλειστές πόρτες, ενός καθωσπρέπει σπιτιού.
– Ποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα σας συνεπήρε; Έχω πολλά. Θα αναφέρω όμως τη «Συνωμοσία των Αγγέλων» του Ίγκορ Σαχνόφσκι. Έτυχε να το ξαναδιαβάσω πρόσφατα και να θαυμάσω το πόσο σπουδαίο έργο είναι. Διαβάζω πολύ Ιστορία, Φιλοσοφία, στις μεγάλες μου αγάπες είναι η Ηθολογία. Με ενδιαφέρει δηλαδή η μελέτη της συμπεριφοράς των ειδών, με μια εστίαση σε θέματα ζωολογικά. Στη λογοτεχνία, προσπαθώ να μη μένω πίσω.
17/5 Λεμεσός, Βιβλιοτρόπιο. Τρεις καταξιωμένοι συγγραφείς, ο Ηλίας Μαγκλίνης, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και η Κωνσταντία Σωτηρίου, συζητούν με αφορμή τα βιβλία τους για το τραύμα της Ιστορίας και την Ιστορία του τραύματος.
Ελεύθερα 14.3.2023