Με αφορμή την πρόσφατη εκλογή του στην Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών της Ευρώπης ως τακτικό μέλος και την ανατύπωση της ποιητικής συλλογής του, ο Πρύτανης μιλά για τη φιλία του με τον Μίκη Θεοδωράκη, τη γνωριμία του με τον Χατζιδάκι και τον Ελύτη αλλά και για το πόσο καταλύτης υπήρξε «Ο Κόσμος της Κύπρου» του Διαμαντή στη ζωή του.
Τι είναι πατρίδα για εσάς; Πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από εκεί ξεκινά η έννοια της πατρίδας.
Πάντα; Πάντα. Και προς επίρρωση αυτού που λέω, πριν από πολλά χρόνια διάβαζα ένα εκπληκτικό δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ με τίτλο «Κριτική και Aλήθεια». Εκεί αναφέρεται ένα εύρημα της εποχής ενός άλλου κορυφαίου Γάλλου που είχε κάνει έρευνα στους Παπούα και εντόπισε πως υπήρχε έλλειμμα γλώσσας και γλωσσικού ιδιώματος. Αυτό συνέβαινε γιατί είχαν ένα παράξενο έθιμο… Όταν κάποιος δικός τους πέθαινε αφαιρούσαν απ’ το λεξιλόγιο τους μια λέξη σε ένδειξη πένθους και δεν την ξαναχρησιμοποιούσαν. Είχε μειωθεί με αυτό τον τρόπο δραματικά η γλώσσα τους. Επομένως η πατρίδα μου είναι η ελληνική γλώσσα.
Στην Κύπρο πώς βρεθήκατε; Είμαι… ερωτικός μετανάστης. Η σύζυγος είναι από την κατεχόμενη Μόρφου, γνωριστήκαμε και έτσι είμαστε εδώ 15 χρόνια τώρα…
Στην Ελλάδα δεν θελήσατε να επιστρέψετε ποτέ; Όταν ζούσα στον Καναδά η σύζυγός μου ήθελε να ζήσει Κύπρο. Είχα πει ότι θα το τολμήσω και δεν το μετάνιωσα στιγμή. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά εκτός από την πολύ ψηλή θερμοκρασία που έχουμε εδώ. Η γλώσσα είναι η ίδια, τα έθιμα, κάποιες παραδόσεις. Έτσι δεν μου λείπει η Ελλάδα. Νοσταλγώ βέβαια την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία, τον γενέθλιο τόπο…
Τι σας λείπει από εκεί; Οι φίλοι μου, η θάλασσα, το βουνό της, ο κάμπος με τις ελιές…
Οι γονείς σας τι άνθρωποι ήταν; Ήταν απλοί άνθρωποι… Είχαν ωστόσο τις επιστήμες και τις τέχνες σε πολύ υψηλό επίπεδο. Φρόντιζαν να μελετώ και να διαβάζω. Σε ανύποπτο χρόνο με είχαν εφοδιάσει με βιβλία δύσκολα για την ηλικία μου. Αυτό όμως το έκαναν επίτηδες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν άρχισα να περνώ στην εφηβεία, μου είχαν κάνει δώρο «Το Βατερλώ Δυο Γελοίων» του Γιάννη Σκαρίμπα το οποίο το θεωρώ μέχρι σήμερα ένα απ’ τα κορυφαία ελληνικά μυθιστορήματα. Όταν διαμαρτυρήθηκα ότι αυτός γράφει περίεργα, μου είπαν ότι γι’ αυτό μου το έδωσαν, για να συναντήσω και τα δύσκολα. Δεν σας κρύβω ότι αποτέλεσε ένα είδος καθοδήγησης ως προς τον τρόπο έκφρασης και αισθητικής του λόγου. Εάν θέλει κάποιος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη είτε αυτό είναι λογοτεχνία είτε μουσική ή ζωγραφική θα πρέπει να σπάσει κανόνες και φόρμες. Είχα λοιπόν αυτό το πλεονέκτημα και είναι κάτι που οφείλω στους γονείς μου.
Σε μικρή ηλικία, όταν σας ρωτούσαν οι μεγαλύτεροι «τι θα κάνετε στη ζωή σας όταν μεγαλώσετε;», τι απαντούσατε; Ποτέ δεν είχα ένα συγκεκριμένο σχήμα επαγγελματικής αποκατάστασης. Ήθελα να γίνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα και δυο που ήξερα πως δεν ήθελα να γίνω.
Ποια ήταν αυτά; Δεν ήθελα να γίνω δικηγόρος και γιατρός. Αυτό γιατί το μικροαστικό περιβάλλον μιας πόλης όπως ήταν η Καλαμάτα ωθούσε τις οικογένειες να θέλουν για τα παιδιά τους να κάνουν αυτό. Εγώ όμως, είτε από αντίδραση είτε ως θέση, ήξερα πως δεν ήθελα κανένα απ’ αυτά. Θυμάμαι όμως τον εαυτό μου να γράφει και να διαβάζει.
Τι γράφατε; Ποίηση. Είχα κάνει και απόπειρες για κάποια αφηγήματα επηρεαζόμενος από συγγραφείς που διάβασα όπως ήταν ο Βιζυηνός ή ο Καρκαβίτσας. Το είδος που με ερέθιζε περισσότερο όμως ήταν η ποίηση.
Έχετε καταλάβει γιατί σε κάποιους αρέσει το είδος και σε άλλους όχι; Η ποίηση είναι δύσκολο είδος. Ένας στίχος μπορεί να συμπυκνώνει ολόκληρες ζωές ενώ σε ένα μυθιστόρημα υπάρχει αφήγηση των συναισθημάτων. Είναι πολύ πιο εύκολο για τον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με ένα μυθιστόρημα παρά με την ποίηση.
Η επαφή σας με την ποίηση και η ευαισθησία που προϋποθέτει δεν συγκρούεται με την άλλη ιδιότητα, του Πρύτανη και τον ορθολογισμό που χρειάζεται; Είναι μια εύστοχη ερώτηση. Υπάρχει όμως αυτός ο «γάμος». Δεν θεωρώ τον εαυτό μου επιστήμονα αλλά διάκονο της διάνοιας. Η διάνοια και κατά συνέπεια ο διανοούμενος, οφείλει να περιβάλλει και να εκφράσει όλα τα είδη του λόγου είτε είναι επιστημονικός, λογοτεχνικός, μουσικός, οπτικός. Αυτό είναι το ζητούμενο. Ναι μεν η επιστήμη έχει σχέση με τον ορθολογικό εν πολλοίς λόγο, αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο, όμως η επιστήμη γίνεται πιο ολοκληρωμένη όταν λαμβάνει σοβαρότατα υπόψη της και τα παράγωγα των γραμμάτων και των τεχνών. Τα μεγάλα κινήματα, αυτά που όρισαν και καθόρισαν τις μεγάλες επαναστάσεις και τις ανατροπές στο χώρο της τέχνης, έγιναν ακριβώς επειδή η τέχνη μπόρεσε να συμβιώσει με τις μεγάλες επιστημονικές επαναστάσεις. Στην εποχή μας δεν συμβαίνει αυτό…
Ίσως γιατί τα έχουμε δει όλα; Δεν ξέρω αν τα έχουμε δει όλα. Ζούμε μονίμως πια σε ένα μεταβατικό στάδιο και δεν ξέρω πότε αυτό θα λήξει. Έχουμε την κοινωνική εμπειρία του ταξιδιώτη που αλλάζει συνεχώς αεροδρόμια για να πάει κάπου αλλού. Είμαστε ένα είδος μεταβατικού. Και επειδή τα πράγματα συνεχώς αλλάζουν λόγω τεχνολογιών όλο αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε τέχνη. Γίνονται πράγματα…
Αλλά τίποτα το επαναστατικό. Ακριβώς. Δεν υπάρχει αυτός ο επαναστατικός πυρήνας και σε αισθητικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτό που όρισε και προσδιόρισε τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του 20ού αιώνα.
Το 1981 ο Μάνος Χατζιδάκις επέλεξε να εκδώσει την ποιητική συλλογή σας «Νευρασθενικά Τοπία». Αλήθεια πώς στάθηκε ο 24χρονος εαυτός σας απέναντί του; Αντιλαμβανόσασταν το μέγεθός του; Είχα και γνώση και επίγνωση. Δεν είχα βέβαια την ολική γνώση που έχω σήμερα. Είχα όμως την τύχη ακόμα πιο μικρός, στα 18 με 19 μου να γνωρίσω μεγάλους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Όπως; Ενδεικτικά να αναφέρω τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο. Σε μια συνάντηση μάλιστα μαζί τους ρώτησα τον Ελύτη να μου εξηγήσει τι εννοούσε σε κάποιο στίχο του. Με ρώτησε τότε αν έχω διαβάσει Αναξίμανδρο και του απάντησα όχι. Μου είπε λοιπόν να διαβάσω μερικούς απ’ τους αρχαίους και μετά να κάνουμε τη συζήτηση. Πήγαινα με την ερώτηση και αυτός ήθελε να με προσγειώσει για να καταλάβω τα πράγματα ότι πρέπει τελικά να πήγαινα με κάποια εφόδια. Συναναστράφηκα και εργάστηκα με μεγάλες προσωπικότητες που έγραψαν για τη δουλειά μου όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης και άλλοι. Ο Χατζιδάκις όμως ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Ήταν ένας διανοητής και όχι μόνο ένας μουσικός. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί συνάντησα και δούλεψα και με τον Χατζιδάκι και με τον Θεοδωράκη. Αυτές οι συναντήσεις έγιναν και με σπουδαίους ανθρώπους εκτός Ελλάδας. Όλοι αυτοί επηρέασαν τον τρόπο που αισθάνομαι, που σκέφτομαι, που αντιλαμβάνομαι τι είναι ακριβώς η καθημερινή ζωή.
Απ’ όσο γνωρίζω ετοιμάζετε και ένα βιβλίο με τον Θεοδωράκη; Με τον Μίκη στο μακρινό παρελθόν γνωριστήκαμε λίγο πριν φύγω για τον Καναδά. Εσχάτως, όταν τον κάναμε επίτιμο διδάκτορα του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και αφιερώσαμε ένα μήνα στο έργο του οι συναντήσεις μας έγιναν πιο συχνές και αναπτύχθηκε μια δυναμική φιλία. Μετά σκεφτήκαμε και οι δυο πώς μπορούμε αυτή τη φιλία να της δώσουμε ένα αποτύπωμα. Έτσι προέκυψε το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σύντομα. Κάθε φορά που πηγαίνω Αθήνα βλεπόμαστε και έχουμε μια πολύ ζεστή σχέση. Είναι ζώσα ιστορία και είναι και αυτός, όπως και ο Μάνος, σημείο αναφοράς όχι μόνο εδώ αλλά παγκοσμίως.
Μιλήστε μου για την πρώτη λέξη ενός ποιήματος. Πόσο σημαντική είναι αυτή η πρώτη λέξη; Στο «Η Ομιλία της Νύχτας», την τελευταία σας ποιητική συλλογή, πώς προέκυψε; Ξεκίνησε μέσα σε ένα νοσοκομείο. Ήμουν εγχειρισμένος βλέπετε… Εκείνο το πρώτο υλικό μεταφέρθηκε στο σπίτι της αδελφής μου στην Αθήνα γιατί εκεί έγινε η επέμβαση. Ολοκληρώθηκε όμως στο σπίτι μου στην Κύπρο.
Ποιο ήταν το έναυσμα όμως; Είχε πολλές αφετηρίες… Έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε σήμερα τη σχέση της ιστορίας και της μετανάστευσης. Τελικά ενώ βιώνουμε την ιστορία κάθε μέρα, ιστορία δεν γνωρίζουμε. Υπάρχει και ένας σχετικός στίχος στο ποίημα: «…Τόσα χρόνια μιλάμε με τα οστά των προγόνων /κι ακόμα δεν μάθαμε ιστορία / λησμονήσαμε την πατρίδα στα ταξίδια μας / γι’ άλλους γαλαξίες…». Ο άνθρωπος είναι ένα ον μεταναστευτικό. Πάντα λειτουργεί ως νομάς και αυτό το ξεχνά.
Επομένως γιατί ενώ έχουμε τις εμπειρίες αιώνων συνεχίζουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη; Επειδή έχουμε την αλαζονεία του στιγμιαίου. Αντιλαμβανόμαστε την ιστορία μέσα από ένα κουτί αυτού του στιγμιαίου χρόνου και λέμε ότι μπορούμε να το λύσουμε. Αυτή είναι έπαρση που δίνει ο λόγος της εξουσίας με την αίσθηση ότι μπορείς να λύσεις πράγματα αλλά αντί για λύση κάνεις κατάλυση. Δεν μαθαίνουμε με τα χρόνια και προτιμάμε να κάνουμε πράξεις που έχουν τη διάσταση της μοναδικότητας. Είναι ένα σύνδρομο που μας κατατρύχει. Δεν σας κάνει εντύπωση που κάθε υπουργός Παιδείας όχι μόνο στην Κύπρο ή την Ελλάδα αλλά σε κάθε μέρος του κόσμου θεωρεί ότι έχει κάνει και μια μεταρρύθμιση; Εν πάση περιπτώσει δεν μαθαίνουμε απ’ την ιστορία και αν μαθαίναμε δεν θα κάναμε αυτά που έχουμε κάνει και που τελικά δημιουργούν ένα είδος δυστοπίας όπως όσα αφορούν τους μετανάστες. Βλέποντας να συμβαίνει αυτό μου βγήκε ποιητικά. Θεωρώ μια σύγχρονη ύβρη αυτό που συμβαίνει και τη στάση που έχουμε απέναντι στο θέμα που λέγεται μέτοικος.
Αυτό το νιώσατε και εσείς ζώντας εκτός της πατρίδας σας; Το βίωσα έντονα ναι. Είναι και προσωπική εμπειρία αλλά είναι και ιστορική. Όταν μελετώ και διαβάζω την ιστορία κατανοώ τι συμβαίνει και σε μένα τον ίδιο. Βίωσα αυτό τον σοβινισμό, τη μισαλλοδοξία, τον εθνικισμό. Είμαστε οι άνθρωποι νομάδες και οφείλουμε ως άνθρωποι απέναντι στους συνανθρώπους μας να καταλάβουμε το συνανήκειν. Όχι να αρχίσουμε να ταξινομούμε τους ανθρώπους ανάλογα με τον τόπο γέννησης. Αυτά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στη Μεσόγειο, που έγινε μια θάλασσα νεκροταφείο, προσβάλλει τον πολιτικό πολιτισμό, τον δημοκρατικό πολιτισμό και σίγουρα όλους εμάς. Όσες αποφάσεις κι αν παρθούν από θεσμικά όργανα, πάλι δεν μπορούν να θεραπεύσουν αυτό που έχουμε δημιουργήσει και την ωμότητα που ζούμε. Φοβάμαι ότι το στοιχείο αυτής της βίας και της νέας, σύγχρονης βαρβαρότητας έχει πλέον γίνει κυρίαρχο στοιχείο τον μετανεωτερικών κοινωνιών.
Εδώ πώς σας δέχτηκαν; Όχι απλώς φιλικά και ανθρώπινα αλλά κάτι περισσότερο. Νιώθω πιο Κύπριος και από έναν Κύπριο και αυτό οφείλεται ακριβώς στο πώς έχω αγκαλιαστεί και πώς έχω αγκαλιάσει τους ανθρώπους εδώ. Για μένα η Κύπρος είναι η πατρίδα μου. Και με την έννοια τη γλωσσική όπως κανείς την ανακαλύπτει στους ποιητές και τους ποιητάρηδές της… Θα έχετε διαβάσει την αλληλογραφία του Σεφέρη με τον Διαμαντή. Ο κόσμος του είναι ο κόσμος μου. (συγκινείται). Είναι συγκλονιστικό.
Γιατί σας συγκινεί; Γιατί τον έχουμε χάσει αυτόν τον κόσμο. Δυστυχώς ο κόσμος του Διαμαντή έχει περάσει σε άλλη φάση. Είναι λογικό να συμβαίνει αυτό, να προχωράμε, αλλά δυστυχώς έχουμε περάσει σε μια εκτρωματική φάση. Έχουμε απολέσει τη γλώσσα, δεν έχουμε αξιακό μοντέλο, λειτουργούμε με αρχές δηκτικής και επιδεικτικής κατανάλωσης.
Έχουμε χάσει την ευαισθησία μας… Ακριβώς. Αυτό που βλέπεις μπροστά σου στον «Κόσμο της Κύπρου» και αυτό που βλέπεις γύρω σου είναι αλλοτρίωση. Υπάρχει ένα κενό πια και αυτό δεν μπορεί να σε φορτίζει. Αυτός ο άνθρωπος είχε συλλάβει τους ανθρώπους και τη λαλιά της Κύπρου. Μη φτάσουμε σαν τους Παπούα.
* Η συλλογή του Κώστα Γουλιάμου «Η Ομιλία της Νύχτας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.