Οι μνήμες της από τις δεκαετίες του ’40 και του ’50. Οι πλούσιες εμπειρίες στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη, τη Λευκωσία και τη Λεμεσό στο πλευρό του Πανίκου Παιονίδη. Οι φιλίες της με προσωπικότητες όπως ο Θεοδωράκης, ο Αραγκόν, ο Ρίτσος, ο Γαβράς και η Έλλη Παππά. Όλ’ αυτά συνθέτουν τον πολύχρωμο καμβά της ενδιαφέρουσας ζωής της πολυβραβευμένης συγγραφέως.

«Είναι πολύ συγκινητικό που μας σκεφτήκατε. Ήρθατε σ’ αυτές τις μέρες της φρίκης… Πώς κατάντησε η Κύπρος, όλο σκάνδαλα, με αποκορύφωμα αυτή την κατάσταση με τις δολοφονίες των ξένων κοπέλων…». Η κυρία Έλλη Παιονίδου μας υποδέχθηκε στο υπέροχο σπίτι της στη Λεμεσό. Όπου δεν χορταίνεις να βλέπεις στους τοίχους μια ολόκληρη πινακοθήκη από έργα φίλων, όπως των Μποστ, Άγγελου Βότση, Χαμπή Τσαγγάρη, Δημήτρη Περδικίδη, Γιώργου Σκοτεινού, Τζον Κόρμπιτζ, Ζιζής Μακρή, Αντρέα Μακαρίου, Αντρέα Χαραλάμπους, Γιώργου Κοτσώνη κ.ά. Ακόμα και οι κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Ρίτσος, η Έλλη Παπά, ο Εβγκένι Γεφτουσένκο, ο Κώστας Γαβράς, μαρτυρούν μια πλούσια πνευματική ζωή. Η πολυβραβευμένη συγγραφέας έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία, βιβλία για παιδιά και νέους. Έχει ασχοληθεί επίσης με την κριτική βιβλίου και το χρονογράφημα, καθώς και την απόδοση ξένης ποίησης στα ελληνικά. Κυκλοφορούν γύρω στα τριάντα βιβλία της, ενώ έργα της έχουν μεταφραστεί σε χώρες της Ευρώπης. Το πολύτιμο και πλούσιο αρχείο της ίδιας και του συζύγου της Πανίκου, καθώς και τη βιβλιοθήκη τους, τα έχουν χαρίσει στον Δήμο Λεμεσού. Έχουν κάπου 2.000 επιστολές από επώνυμους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών που γνώρισαν, 2.000 βιβλία με αφιερώσεις για την Κύπρο και κάπου 3.000 φωτογραφίες. Η κυρία Έλλη μού δείχνει ένα άλμπουμ με χειρόγραφες αφιερώσεις από πνευματικούς ανθρώπους, φίλους τους. «Έχουμε 24 τέτοια άλμπουμ με χειρόγραφα», μου λέει με ικανοποίηση. 

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΤΟ 1940 ΣΤΗ ΒΑΣΑ ΚΟΙΛΑΝΙΟΥ, ΑΛΛΑ ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ. Το όνομά μου είναι από το αντιτορπιλικό πλοίο «Έλλη», που βύθισαν οι Ιταλοί στην Ελλάδα. Στη διάρκεια του ’40 εκκενώθηκε η πόλη γιατί φοβούνταν για βομβαρδισμούς. Μάλιστα έπεσε και μια βόμβα στην ΚΕΟ. Έτσι, οι γονείς μου, μετακόμισαν από τη Λεμεσό στο χωριό τους, τη Βάσα. Σύντομα γυρίσαμε πίσω. Ο πατέρας μου άλλαξε πολλές δουλειές και έγινε τελικά μυροποιός, έφτιαχνε κολόνιες, αρώματα. Οι κολόνιες Νίκου Αργυρίδη είναι ακόμη γνωστές. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα.

 

ΕΧΩ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ και από τη Βάσα Κοιλανίου και από τη Λεμεσό. Θυμάμαι την Κύπρο σχεδόν σαν την αρχαία εποχή. Στο χωριό δεν είχαν νερό στα σπίτια, κουβαλούσαν από τις πλατείες και οι κοπέλες περίμεναν στη βρύση. Θυμάμαι την πρώτη τηλεόραση και το πρώτο τηλέφωνο που ήρθε στο σπίτι μας.

ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ, Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ, έφτιαξε το πρώτο καλοκαιρινό σινεμά, το Ζάππειο, και μετά το Παλλάς το χειμερινό, σήμερα είναι το Παττίχειο. Πηγαίναμε δωρεάν κι έτσι αγάπησα τον κινηματογράφο. Βλέπαμε ελληνικά έργα, αμερικάνικα, ασπρόμαυρες σειρές, τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ… Και ο Πανίκος αγαπούσε τον κινηματογράφο, γι’ αυτό πολύ αργότερα γράφαμε κριτικές έργων στην Αθήνα, το 1974-75 και στη Λευκωσία τη δεκαετία του ’60. Στα μαθητικά μου χρόνια, στη Λεμεσό βγαίναμε με τη μητέρα μου περίπατο στον μόλο, περπατούσαμε πάνω-κάτω στη Γλάδστωνος, όπου ήταν τα σινεμά. Γινόταν ένα είδος νυφοπάζαρου. Το καλοκαίρι πηγαίναμε στα Δημοτικά Λουτρά για μπάνιο, γι’ αυτό και όλοι της εποχής εκείνης ήμασταν μανιώδεις κολυμβητές. 

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ, ΜΕΝΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΖΑΜΟΥΔΑ. Παίζαμε στον δρόμο, αυτοκίνητα σπάνια περνούσαν. Συχνά περπατούσα από το σπίτι μου στο δημαρχείο και διάβαζα στη βιβλιοθήκη. Δεν μας δάνειζαν τότε βιβλία, ούτε είχαμε στο σπίτι. Λάτρευα το διάβασμα. Μεγαλώνοντας, στα 12-13, πηγαίναμε με τις φίλες μου βόλτες κάθε Κυριακή με τα ποδήλατα στον παραλιακό μέχρι τη Γερμασόγεια. Τότε ήταν αγροί με βοσκούς και πρόβατα. 

ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Το έγραφα στις εκθέσεις μου όταν ήμουν Α΄ Γυμνασίου. Άρχισα από μαθήτρια να γράφω. Το πρώτο μου κείμενο ήταν για παιδιά και το έστειλα στο κρατικό ραδιόφωνο το ’55. Όταν παντρεύτηκα τον Πανίκο, εκείνος με έσπρωξε να αρχίσω να γράφω ποίηση.

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΛΙΓΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ πήγαιναν στο εξωτερικό για σπουδές. Ήταν πολύ αυστηρά τα ήθη. Ήθελα πολύ να σπουδάσω φιλόλογος και ο πατέρας μου με συνόδευσε στην Αθήνα. Μου λέει, «δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ να ζεις μόνη σου. Πρέπει να βρούμε ένα οικοτροφείο». Η μόνη σχολή που είχε οικοτροφείο ήταν η Χαροκόπειος, έτσι τελικά έμεινα σ’ αυτήν και σπούδασα Οικιακή Οικονομία. Δεν το μετάνιωσα όμως. 

ΤΟ ΟΤΙ ΒΡΕΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. Στη χώρα τότε, μετά τον εμφύλιο, άρχιζε μια άνθηση του πολιτισμού με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τους μεγάλους ποιητές και συγγραφείς. Είχα την ελευθερία να πηγαίνω σε διαλέξεις, σε συναυλίες. Παρακολουθούσα έργα στο θέατρο με τον Χορν, τη Λαμπέτη, τον Μινωτή, την Παξινού, την Κυβέλη. Το θέατρο ήταν και είναι μεγάλη αγάπη. 

 

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΙΚΟ ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΕΔΟΝ. Ήταν ο πρώτος γενικός γραμματέας και πρόεδρός της. Ο Πανίκος μας έκανε μαθήματα ιστορίας της τέχνης. Ο γάμος μας έγινε στη Σόφια τον Ιανουάριο του ’63 και κουμπάροι μας ήταν Κύπριοι φοιτητές, ανάμεσά τους και ο Ντερβίς Καβάζογλου. Ο Πανίκος είχε σπουδάσει ιστορία της τέχνης και φιλοσοφία στη Βουλγαρία και είχε κάνει τον πρώτο του γάμο εκεί. Έχει δυο παιδιά, τον Αντρέα που ζει στη Βόννη και την Αφροδίτη εδώ στη Λεμεσό. Γυρίσαμε στη Λευκωσία τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος μας Νίκος, που ζει τώρα στη Φρανκφούρτη και το 1968 η κόρη μας Μελίνα που ζει στην Αθήνα.

ΕΠΑΙΞΕ ΜΕΓΑΛΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ. Δεν ήταν ο άνθρωπος που ήθελε τη γυναίκα του περιορισμένη στο σπίτι, να μαγειρεύει και να μεγαλώνει παιδιά. Με έσπρωχνε να γράφω και να κάνω πράγματα. Στους έξι μήνες που έζησα στη Σόφια, άρχισα να γράφω ποιήματα τα οποία μεταφράζονταν και πληρωνόμουν πολύ αδρά. Έτσι άρχισα να γράφω και ιστορίες. Βρέθηκα σε ένα περιβάλλον που τιμούσε την τέχνη και τη λογοτεχνία και την πλήρωνε. 

ΑΠΟ ΤΟ ’63 ΩΣ ΤΟ ’73 ΖΗΣΑΜΕ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ. Ο Πανίκος δούλευε στη Χαραυγή με τον Σταύρο Αγγελίδη και με τον Ανδρέα Καννάουρο. Ήταν αυτός που έστησε το περιοδικό Νέα Εποχή. Εγώ έγραφα χρονογραφήματα, κριτικές βιβλίου, θεάτρου και κινηματογράφου. 

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ. Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου, τους έλεγα ιστορίες που ύστερα μετέφερα σε βιβλία. Με ενδιαφέρει να περνούν καλά τα παιδιά, δεν θέλω τα βιβλία να είναι μόνο διδακτικά, όμως τους περνώ έμμεσα κάποια μηνύματα. Πιστεύω πως ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνεται από την παιδική ηλικία. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία μας, πρέπει να ποντάρουμε στα παιδιά. Στη σύγχρονη εποχή δεν ξέρω πόσα παιδιά διαβάζουν. 

ΟΤΑΝ ΖΟΥΣΑΜΕ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ τη δεκαετία του ’60, είχε μια άνθηση ο πολιτισμός. Ήταν οι εφημερίδες, το ΡΙΚ, τα θέατρα, οι πρεσβείες είχαν πολιτιστικά κέντρα. Κάναμε πολλούς φίλους ανάμεσα σε συγγραφείς και καλλιτέχνες. Η Λευκωσία ήταν τόσο μικρή, όλοι γνωριζόμασταν. Πηγαίναμε στην Απόφαση του Χριστόφορου Σάββα, στο Καφέ του Μούσκου, στο θεατράκι του ΡΙΚ και κάναμε πολλές συγκεντρώσεις στα σπίτια μας. Το σπίτι των Μιλλιέξ ήταν ένα πνευματικό στέκι. Όταν εγκατασταθήκαμε στη Λεμεσό το ’73, δεν είχε τίποτα. Έτσι, αρχίσαμε να καλούμε στο σπίτι μας ανθρώπους, να διαβάζουμε αποσπάσματα από ένα βιβλίο και να τα σχολιάζουμε. Έρχονταν ο Χρύσης Δημητριάδης, η ζωγράφος Μαρία Δωρίτου, η συγγραφέας Λίνα Σολομωνίδου κ.ά. Μέσα στις παρέες κινούνται και οι ιδέες. Μετά έγιναν οι μπουάτ στην πόλη, που λειτουργούσαν ως χώροι διακίνησης ιδεών.

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, ΜΟΥΣΙΚΟΥΣ, ΖΩΓΡΑΦΟΥΣ. Κάθε Κυριακή πρωί πάμε σ’ ένα μπαράκι στον Εναέριο με τον Μίμη Σοφοκλέους, τον συγγραφέα Κυριάκο Παπαδόπουλο, τον ζωγράφο Σπύρο Δημητριάδη, τους μουσικούς Θανάση Αθανασίου, Νίκο Βήχα και άλλους. Σ’ αυτές τις συναντήσεις συζητούμε για κάποιο θέμα ή διαβάζει κάποιος ένα ποίημά του. Έχουμε ανάγκη από αυτές τις επαφές, βγάλαμε και βιβλίο με συνεργασίες των πελατών, το «Παρά θιν  αλός».

Ο ΠΑΝΙΚΟΣ, ΩΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΙΡΗΝΗΣ και ως δημοσιογράφος, ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό. Έτσι γνωρίζαμε πολλούς διανοούμενους που αγαπούσαν την ειρήνη. Έχουμε αφιερώσεις τους για την Κύπρο σε μικρά τετράδια, πολύτιμα σήμερα πια, αφού πολλοί δεν είναι στη ζωή. Σκοπεύουμε να ψηφιοποιήσουμε το αρχείο μας και να το παραδώσουμε στον Δήμο, για να είναι στη διάθεση του κοινού.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΜΠΤΩΣΗ, ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ φύγαμε από την Κύπρο για να πάμε διακοπές. Μετά τα τραγικά γεγονότα, ο Πανίκος πήρε εντολή να κάνει διαφώτιση στο εξωτερικό, στα Ηνωμένα Έθνη. Έτσι, μείναμε στην Αθήνα για ένα χρόνο. Εγώ έγραφα στην ΕΡΤ μια σειρά παιδικών αφηγημάτων για παιδιά προσχολικής ηλικίας, για να έχουμε ένα εισόδημα. Επίσης έγραφα στον Ριζοσπάστη κριτικές θεάτρου και κινηματογράφου. Θυμάμαι, έγραψα κριτική για τη Μάρω Δούκα, η οποία ήρθε συγκινημένη να με γνωρίσει. 

ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΣΥΝΑΝΤΙΟΜΑΣΤΑΝ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ. Στην Αθήνα, η μεταπολίτευση ήταν μια δύσκολη περίοδος για μας. Από το έντονο στρες, μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, έπαθα ένα εγκεφαλικό. Ζήσαμε όμως και τη χαρά των Ελλήνων που απελευθερώθηκαν από τη χούντα. Τον Θεοδωράκη τον γνωρίσαμε τη δεκαετία του ’60 στην κηδεία του Λαμπράκη. Και μέχρι τώρα είμαστε φίλοι. Όταν ερχόταν στην Κύπρο για συναυλίες, τον φιλοξενούσαμε σπίτι μας. Με τον Ρίτσο γνωριστήκαμε στον εκδοτικό οίκο του Κέδρου. Τον φέραμε δυο φορές στην Κύπρο. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, όταν άρχιζε να μιλά ο λόγος του ήταν ποταμός. Γνωρίσαμε επίσης τον Νικηφόρο Βρεττάκο και πολλούς άλλους ανθρώπους των γραμμάτων. 

ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΜΕ ΟΤΑΝ ΕΓΡΑΦΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Αντιμετωπίζοντας τον θάνατο», για έναν Δανό πρίγκιπα που είχε έρθει στην Κύπρο τον καιρό των Σταυροφοριών. Άκουσε για ένα φωτογράφο στη Λάρνακα, τον Γουότσον και μας έγραψε να του στείλουμε φωτογραφίες του. Γίναμε πολύ φίλοι και η φιλία μας βοήθησε ώστε ο Αραγκόν να πρωτοστατήσει σε αγώνες εναντίον της εισβολής με άλλους διανοούμενους. 

 

ΠΟΛΥ ΣΤΕΝΗ ΦΙΛΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΓΑΒΡΑ. Ήθελε να κάνει μια ταινία για τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και μας είπε «βρείτε μου ένα σενάριο για τη μυστηριώδη αυτή μορφή». Μετά όμως έκανε τον Αγνοούμενο και το Ζ και έτσι δεν το έψαξε άλλο. Έχουμε ακόμη επαφή μαζί του. Διάβασα πρόσφατα την αυτοβιογραφία του και την βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα. 

Σ’ ΕΝΑ ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ γνωριστήκαμε με τον ποιητή Εβγκένι Γεφτουσένκο. Γίναμε φίλοι και τον φιλοξενήσαμε στην Κύπρο. Το ’77, στο σπίτι του ποιητή Παύλου Λιασίδη, η κόρη του μας αφηγήθηκε μια συγκλονιστική ιστορία για το πώς σκότωσαν οι Τούρκοι τον σύζυγό της, που καταγόταν από την Περιστερονοπηγή: Φεύγοντας στη διάρκεια της εισβολής, θυμήθηκε ότι ξέχασαν τον πατέρα του πίσω. Και γυρίζοντας να τον φέρει, τον σκότωσαν. Η γυναίκα του ήταν έγκυος. Ο γέρος ο Λιασίδης από τον πόνο του έπαθε εγκεφαλικό και δεν μπορούσε να μιλήσει. Όμως έπαιξε τον αυλό του και ο Γεφτουσένκο συγκινήθηκε. Περάσαμε από τη Δερύνεια, του δείξαμε το Βαρώσι από μακριά. Μετά πήγαμε στο σπίτι του φίλου και κουμπάρου μας Γιώργου Σκοτεινού, όπου είδε τους πίνακές του με τους βομβαρδισμούς από την εισβολή. Και σ’ αυτό το περιβάλλον έγραψε το συγκλονιστικό ποίημα «Περιστερώνα», το οποίο μεταφράσαμε την ίδια νύχτα. Την επομένη, στις 7 Ιουνίου του 1977, δημοσιεύθηκε σ’ όλες τις εφημερίδες. 

 

ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΦΙΛΗ ΗΤΑΝ Η ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ. Ήταν σπουδαία μορφή στην Ελλάδα, αγωνίστρια και συγγραφέας, σύζυγος του Νίκου Μπελογιάννη. Μας χάρισε τα βιβλία-μινιατούρες που έγραψε στη φυλακή και τα έστελνε στο παιδί της για να μην την ξεχάσει. Στο βιβλίο της «Μύθος και ιδεολογία» που μας χάρισε, γράφει σε μια αφιέρωση: «Μας έμεινε ο μύθος, 2007».

ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ ΑΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΗΚΑΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΜΑΣ. Όχι, δεν απογοητευτήκαμε και παραμένουμε πάντα αριστεροί. Όμως νιώσαμε απογοήτευση από ορισμένες καταστάσεις. Κάποιοι στην ηγεσία δεν είχαν τη διορατικότητα να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και τη νέα εποχή στο τέλος του 20ού αιώνα. Ο Πανίκος μέχρι τώρα διερωτάται τι ήταν αυτό που έφερε την κατάρρευση του σοσιαλισμού. Όμως δεν χάσαμε την πίστη μας στην ιδεολογία ενός δίκαιου κόσμου. Βέβαια, δεν νομίζω ότι ο καπιταλισμός πέτυχε περισσότερο, βαίνει προς διάλυση σιγά-σιγά. Βλέπουμε την άνοδο του φασισμού, την κρίση των αξιών, τους πολέμους και τη μεγάλη ανισότητα. Το 8% των ανθρώπων της γης κατέχουν το 92% του πλούτου και όλοι οι άλλοι πεινούν ή απλώς επιβιώνουν. Ο σοσιαλισμός δεν βρήκε ίσως το σωστό πλαίσιο να ανθήσει. 

 

ΤΟ 1991 ΠΗΓΑΜΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ο Πρόεδρος Βασιλείου διόρισε τον Πανίκο ως Ακόλουθο Τύπου στην αποστολή των Ηνωμένων Εθνών. Μείναμε για δυο χρόνια στο Μανχάταν, όπου γνωρίσαμε τον σκηνοθέτη Άρθουρ Πεν, πρόεδρο των Actors Studio, που μας έκανε επίτιμα μέλη. Πήγαινα δυο φορές την εβδομάδα και παρακολουθούσα τα εργαστήρια των ηθοποιών και των θεατρικών συγγραφέων. Από εκεί πέρασαν σπουδαίοι ηθοποιοί, ο Μάρλον Μπράντο, η Μέριλιν Μονρόε, ο Πωλ Νιούμαν. Στη Νέα Υόρκη γνωρίσαμε πολύ κόσμο, όπως τη συγγραφέα Ντόρις Λέσινγκ, τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Βασίλι Αξιόνωφ και άλλους.

Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟ ’77 ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ. Μια ομάδα Τουρκοκυπρίων φοιτητών τον προστάτευαν. Έλεγχαν το δωμάτιό του μήπως κρυβόταν κανένας τρομοκράτης. Ο φίλος μας, αριστερός ποιητής Αταόλ Μπεχράμογλου, του έδωσε ένα περιοδικό που είχε ποιήματα μιας νεαρής Τουρκοκύπριας. Ήταν η Νεσέ Γιασίν, η οποία έγραψε το ποίημα «Ποιο μισό…» Το μετέφρασα και δημοσιεύτηκε στη Χαραυγή, όπου το διάβασε ο Τόκας και έγραψε μουσική γι’ αυτό. Της έγραφα από τη Λεμεσό, τα έστελνα στο Λονδίνο και από εκεί πήγαιναν στα κατεχόμενα, ενώ εκείνη έκανε το αντίστροφο. Τελικά γνωριστήκαμε σε μια εκδήλωση στο Λονδίνο. Έγραψα ένα άρθρο για τη γνωριμία μας, με τίτλο «Σαν τους παράνομους εραστές». Όταν ήρθε στην Κύπρο ο μεγάλος Τούρκος συγγραφέας Αζίζ Νεσίν, γιορτάσαμε τα γενέθλιά του στο σπίτι μας και μετά μας πήγε για πρώτη φορά στα κατεχόμενα, πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα. Οι Τουρκοκύπριοι συγγραφείς είχαν παράπονο ότι δεν πήγε να τους δει. Τους είπε «θα έρθω, αλλά θα έρθουν και οι φίλοι μου». Πήγαμε, και στη συγκέντρωση που έγινε στην κατεχόμενη Λευκωσία ήρθαν άνθρωποι του Ντενκτάς και μας έβριζαν, αλλά οι Τουρκοκύπριοι μας προστάτευσαν. 

 

ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΤΙΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΡΟΖΕ ΜΙΛΛΙΕΞ γνωριστήκαμε τη δεκαετία του ’60. Ήταν οι πρώτοι που δέχονταν στο σαλόνι τους εκείνη την εποχή πνευματικούς ανθρώπους. Έρχονταν στην Κύπρο πολλοί καλλιτέχνες τότε από την Ελλάδα, λόγω της Χούντας. Ανάμεσά τους ήταν και ο ζωγράφος Δημήτρης Περδικίδης που ζούσε στην Ισπανία, όπου τον θεωρούν έναν από τους μεγάλους ζωγράφους τους. Είχαν γνωριστεί με τον Πανίκο στην κατοχή στην Ελλάδα. Τον φιλοξενήσαμε πολλές φορές και μας χάρισε αρκετά έργα. Στο τελευταίο του ταξίδι, έφερε τα έργα του στη Λευκωσία για έκθεση και πήγε στην Ισπανία για να ψηφίσει. Δεν κατάφερε να ξαναγυρίσει, πέθανε στο στούντιό του στην Κηφισιά.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ στους θεσμούς, στα άτομα. Χάσαμε την ευγένεια του Κύπριου, την ανοιχτοσύνη, τη γενναιοδωρία. Κλειστήκαμε στους εαυτούς μας, γίναμε εγωιστές και δεν μας ενδιαφέρει το αύριο. Επίσης δεν νοιαζόμαστε για το περιβάλλον. Οι τράπεζες διαφημίζουν πάλι δάνεια για να αγοράσει ο κόσμος αυτοκίνητα. Είμαστε απελπισμένοι με τη μεγάλη ανάπτυξη της Λεμεσού. Κάθε Κυριακή πάμε με τον Πανίκο βόλτα στη θάλασσα και κάθε τόσο βλέπουμε έναν καινούργιο πύργο. Διερωτούμαι, γιατί δεν βγήκαμε στους δρόμους να διαμαρτυρηθούμε; 

ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑΜΕ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΜΙΑ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, μας απασχολεί πολύ και μας απογοητεύει. Χθες ήμασταν σε μια συγκέντρωση στην Άρμου, με φίλους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Τόσοι ξένοι ζουν στην Κύπρο, έλεγαν οι Τουρκοκύπριοι, γιατί δεν μπορούμε εμείς που αγαπούμε την κοινή πατρίδα μας να ζήσουμε μαζί; Η Τουρκία κινεί τα νήματα, αν όμως είμαστε ενωμένοι η Τουρκία θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΑΝΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ ΣΥΝΕΧΩΣ, ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ Ή ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ. Είχε πει κάποτε ο Τίτος Πατρίκιος, «με ρωτάνε “Χάνετε φίλους, τι κάνετε;” και απαντώ, “Κάνω νέους φίλους”». Έτσι και εμείς. Η ζωή συνεχίζεται. Ξέρουμε ότι κάποια στιγμή θα φύγουμε. Έχει πολλά πράγματα να απολαύσει κάποιος, όταν δεν πονά και είναι καλά στην υγεία του. Προσπαθούμε να ζούμε την κάθε μέρα και να χαιρόμαστε την κάθε στιγμή. 

maria.panayiotou@phileleftheros.com

 
Φιλgood, τεύχος 225.