Για τον Γιάννη Κότσιρα η ευθύνη της σωστής διάδοσης του «Άξιον Εστί» είναι σήμερα ακόμη μεγαλύτερη.
Είκοσι χρόνια μετά την ιστορικής σημασίας παρουσίαση στην Κύπρο της τρίτης εκτέλεσης του «Άξιον Εστί» στην Κύπρο, ο Γιάννης Κότσιρας επιστρέφει στο λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη. Το μνημειώδες έργο του Οδυσσέα Ελύτη που μελοποίησε ο μεγάλος συνθέτης παρουσιάζει ξανά στο νησί το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, το οποίο επίσης γιορτάζει 20 χρόνια από την ίδρυσή του. Αυτή θα είναι και η πρώτη φορά που ο Κότσιρας παρουσιάζει το έργο μετά τον θάνατο του Θεοδωράκη, ο οποίος είχε εξάρει την παρουσία του με αφορμή την τρίτη ελληνική έκδοση του έργου, χαρακτηρίζοντάς τον άξιο συνεχιστή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και του Γιώργου Νταλάρα. Ο ίδιος πάντως σημειώνει ότι αυτό που πάντα προσπαθούσε ήταν να δώσει στο έργο τη δική του ταυτότητα.
– Με ποια αισθήματα επιστρέφετε στην Κύπρο με το συγκεκριμένο έργο μετά από 20 χρόνια; Τι θυμάστε από τις παραστάσεις του 2002; Όποτε και να συμμετέχω στην παρουσίαση ενός έργου σαν το «Άξιον Εστί», τα συναισθήματα πάντα θα είναι παρόμοια: δέος, θαυμασμός και υπερηφάνεια. Ιδιαίτερα τώρα που έφυγε κι ο Μίκης Θεοδωράκης και πλέον η ευθύνη είναι ακόμη μεγαλύτερη, αλλά επίσης γιατί το συγκεκριμένο έργο είναι ένας ύμνος στην Ελλάδα. Δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω την αγωνία που είχα τότε να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις ενός τέτοιου έργου και κυρίως στις απαιτήσεις του Μίκη Θεοδωράκη. Η χαρά μου κι η αγωνία μου ήταν απερίγραπτες. Όμως, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, παραμένουν τα ίδια. Μη σας πω πως οι αγωνίες είναι ακόμη μεγαλύτερες γιατί πλέον η ευθύνη της σωστής διάδοσης και μετάδοσης του συγκεκριμένου έργου είναι πολύ μεγαλύτερη.
– Ποια η σημασία του συγκεκριμένου έργου για σας και την πορεία σας; Η σημασία της συνεργασίας μου με τον Θεοδωράκη, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την επιλογή μόνο του συγκεκριμένου έργου αλλά κυρίως με το ότι ο ίδιος, σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία, με επέλεξε να γίνω η φωνή κάποιων από τα σπουδαιότερα έργα του, όπως το «Άξιον Εστί», το «Πνευματικό Εμβατήριο» ή και σε άλλες στιγμές το «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» ή το «Χάρης 1944» από την «Αρκαδία VIII» κ.π.ά. Η επιλογή του λοιπόν αυτή, σ’ έναν νέο που μόλις έκανε τα πρώτα του βήματα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στο να μου δώσει κάποια παράσημα, αλλά κυρίως στο να καταλάβω πόσο σοβαρά πρέπει κι εγώ να νιώσω απέναντι στην ευθύνη που μπορεί να έχω στο ελληνικό τραγούδι. Πιστέψτε με, για μένα που μέχρι και σήμερα δηλώνω και νιώθω ερασιτέχνης, ήταν και παραμένει τεράστια ευθύνη.
– Νιώθετε ακόμη σήμερα το βάρος των προηγούμενων εκτελέσεων -του Μπιθικώτση και του Νταλάρα- όταν το ερμηνεύετε; Όχι. Ποτέ δεν ένιωσα αυτό το βάρος. Ο λόγος ήταν γιατί ποτέ δεν προσπάθησα ούτε να είμαι αντάξιός τους, ούτε να τους μιμηθώ. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο άλλωστε. Αμφότεροι είναι καταγεγραμμένοι για πάντα στην ιστορία με χαραγμένα κεφαλαία λαμπερά γράμματα ως οι δάσκαλοί μας και οι κορυφαίοι. Αυτό που πάντα προσπαθούσα -κι αυτό είναι και το δύσκολο άλλωστε- είναι να δώσω τη δική μου ταυτότητα. Τη δική μου ερμηνεία.
– Πώς αισθάνεστε σήμερα την απουσία του Μίκη Θεοδωράκη; Δεν ήταν απλά ένας μεγάλος συνθέτης. Ήταν μια πολιτική και πολιτισμική μορφή παγκόσμιας εμβέλειας, που πήρε τον Ελληνισμό πολλές φορές στην πλάτη και τον πήγε μπροστά. Ακόμη και με μεγάλο κόστος. Φεύγοντας, μάς άφησε μια μεγάλη, πολύτιμη και παγκόσμια κληρονομιά. Αυτό λοιπόν που αισθάνομαι είναι την τεράστια ευθύνη αυτή η κληρονομιά να περάσει και στις επόμενες και στις μεθεπόμενες γενιές, το ίδιο ζωντανή και απαστράπτουσα όπως μας την προσέφερε απλόχερα όσο ήταν εν ζωή.

– Έχει αλλάξει κάτι, κατά τη γνώμη σας, στη διαδικασία πρόσληψης έργων τέτοιου βεληνεκούς στην εποχή μας; Φυσικά κι έχουν αλλάξει πολλά. Αυτά τα έργα όταν γράφτηκαν οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές, σε όλα τα επίπεδα. Όμως, τα μηνύματα παραμένουν διαχρονικά. Το δύσκολο λοιπόν είναι να διακρίνουμε το πώς πίσω από την επίπλαστη καλοπέραση, την καλυμμένη πίσω από το καλογυαλισμένο lifestyle δυστυχία και την ανύπαρκτη ελευθερία λόγου που βρίσκεται πίσω από την φαινομενική πολυφωνία, οι συνθήκες είναι ίδιες, ντυμένες με άλλα πολύχρωμα ρούχα. Αυτό φωνάζουν αυτά τα έργα. Αυτή είναι η κληρονομιά αυτών των σπουδαίων δημιουργημάτων.
– Ποιες προϋποθέσεις κάνουν έναν ερμηνευτή να ταιριάζει με το γούστο και την αισθητική ενός συνθέτη, όπως εν προκειμένω ο Μ. Θεοδωράκης; Αυτό είναι κάτι που δεν το γνωρίζω. Μόνο οι ίδιοι το γνωρίζουν. Άλλωστε ποτέ δεν έκανα κάτι ή δεν άλλαξα κάτι για να γίνω αρεστός σε κάποιον. Όσοι με επέλεξαν, με επέλεξαν γι’ αυτό που ήμουν και είμαι. Αυτό που σίγουρα άλλαξε στην πορεία είναι η δική μου ευθύνη και ανάγκη να μη διαψεύσω και να μην προδώσω ποτέ την επιλογή αυτών των τόσο σημαντικών ανθρώπων.
– Ποιον τραγουδιστή της νέας γενιάς θα μπορούσατε να φανταστείτε να ανταπεξέρχεται αισίως ως λαϊκός ερμηνευτής στο «Άξιον Εστί»; Στα δικά μου γούστα είναι πολύ συγκεκριμένα τα χαρακτηριστικά που θα αναζητούσα σε κάποιον για να πει το «Άξιον Εστί». Δύο από τα βασικότερα είναι η συνύπαρξη δωρικότητας και λαϊκότητας. Αυτοί που μού έρχονται πρώτοι στο μυαλό είναι ο Κώστας Τριανταφυλλίδης κι ο Βασίλης Προδρόμου. Μιλάμε για νέους τραγουδιστές, που έχουν όμως πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και στη φωνή και στον τρόπο ερμηνείας αλλά και στην συνολική τους στάση απέναντι στο ελληνικό τραγούδι. Είμαι σίγουρος πως εάν δινόταν η ευκαιρία σ’ αυτά τα παιδιά ν’ αναμετρηθούν μ’ αυτά τα έργα, θα ερχόμασταν όλοι αντιμέτωποι με πολύ ευχάριστες και αισιόδοξες εκπλήξεις.
INFO 22/10 «Άξιον Εστί», Λεμεσός, Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο, 8μ.μ. 23/10 Λευκωσία, Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου, 7μ.μ. Εισιτήρια μέσω Tickethour και στα καταστήματα ACS Courier, 22411733