Μπορούμε να επιφέρουμε την αλλαγή χαϊδεύοντας τη συνείδηση των ανθρώπων, λέει ο ποιητής Άντον Φλόιντ στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η νέα ποιητική συλλογή του Φλόιντ, με τίτλο «Depositions» («Καταθέσεις»), παρουσιάστηκε στη Λευκωσία την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου. Η σχέση του Φλόιντ με την Κύπρο είναι βαθιά, ταραχώδης και διαμορφωμένη μέσα από συγκλονιστικές περιπέτειες.

Το βιβλίο πραγματεύεται τον εκτοπισμό και την προσφυγιά. Ο Άντον Φλόιντ επισημαίνει ότι η οικογένειά του και από τις δύο πλευρές έχει ιστορικό εκτοπισμού. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν Μαρωνίτες που εγκατέλειψαν τον Λίβανο το 1860 λόγω διωγμών και μετακόμισαν στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. «Το τραύμα των διώξεων και των σφαγών παρέμεινε στην οικογενειακή συνείδηση», προσθέτει. Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ήταν Ιρλανδός και ήταν στρατιώτης στο Τάγμα των Βασιλικών Τυφεκιοφόρων του Δουβλίνου, που αρχικά στάθμευε στη Μάλτα και αργότερα στην Αίγυπτο. Ο Άντον Φλόιντ λέει ότι ο πατέρας του γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και η μητέρα του στο Πορτ Σάιντ.

Το 1955, λίγο πριν από την κρίση του Σουέζ, η οικογένεια αποφάσισε να μετοικήσει στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε στη Νεάπολη της Λευκωσίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1963.

Τα Χριστούγεννα του 1963, όταν ξεκίνησαν οι διακοινοτικές ταραχές, ο Α. Φλόιντ ήταν εννέα ετών. «Η μισή μου γειτονιά -Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι- ήταν στο υπόγειό μας, γιατί γίνονταν μάχες. Υπήρχαν τρύπες από σφαίρες στο σπίτι μας», λέει. Ο πατέρας του κοίταξε έξω από το παράθυρο της κουζίνας και είδε μια σειρά από ένοπλους άνδρες παραστρατιωτικής ομάδας στον δρόμο να έρχεται στο σπίτι τους. Οι άνδρες μπήκαν στην κουζίνα και είπαν ότι ήθελαν το σπίτι. Η οικογένεια πήρε λίγα από τα υπάρχοντά της και μετακόμισε σε ξενοδοχείο στη Λευκωσία.

«Ενώ βρισκόμασταν καθ’ οδόν για το ξενοδοχείο, η μητέρα μου είπε ότι δεν μπορούσαμε να αφήσουμε πίσω τους Ελληνοκύπριους γείτονές μας και σκέφτηκε να βάλουμε έναν κόκκινο σταυρό στο αυτοκίνητο και να με πάρει μαζί της, ελπίζοντας ότι οι άνδρες της παραστρατιωτικής ομάδας δεν θα έβλαπταν μια γυναίκα και ένα αγόρι που επιβαίνουν σε ένα αυτοκίνητο με έναν κόκκινο σταυρό», λέει. Ως αποτέλεσμα, προσθέτει, πήγε στη Νεάπολη με τη μητέρα του τρεις φορές κατά τη διάρκεια των ταραχών.

Στο τελευταίο τους ταξίδι, κατά το οποίο ταξίδευαν με μια γειτονική οικογένεια, ο Άντον Φλόιντ θυμάται ότι υπήρχε ένα μπλόκο στο Λήδρα Πάλας. Ένας άνδρας παραστρατιωτικής ομάδας ήρθε με ένα μαχαίρι και απείλησε με αυτό τη μητέρα του Α. Φλόιντ. Ένας Τουρκοκύπριος λοχίας αναγνώρισε την οικογένεια που ήταν μαζί τους και τους άφησε να φύγουν.

Ο Άντον Φλόιντ αναφέρει ότι παρά τις διακοινοτικές ταραχές, η οικογένειά του παρέμεινε στην Κύπρο μέχρι το 1970, όταν αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ιρλανδία. Αρχικά ήθελαν να αγοράσουν ένα σπίτι στο Μπελαπάις, αλλά ο πατέρας του συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση στην Κύπρο ήταν ασταθής. Ο Α. Φλόιντ στάλθηκε σε οικοτροφείο στην Ιρλανδία, αλλά επέστρεψε στην Κύπρο το 1980 ως δάσκαλος, όπου εργάστηκε σε ιδιωτικά σχολεία στη Λευκωσία, τη Λεμεσό και την Πάφο. «Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά μου γεννήθηκαν στην Κύπρο. Αγαπάμε αυτό το νησί. Είναι στο αίμα μας», δηλώνει.

Απαντώντας σε μια ερώτηση σχετικά με το γιατί επέλεξε τη λέξη «Depositions» («Καταθέσεις») ως τίτλο για το βιβλίο του, ο Άντον Φλόιντ λέει ότι ένιωθε τα ποιήματά του ως μικρές νομικές δηλώσεις, ως καταθέσεις της εμπειρίας του ως ανθρώπου. «Δεν ήταν μόνο μια φωνή, αλλά όλες οι φωνές που άκουγα: οι Λιβανέζοι και οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Υπάρχει η Κύπρος, το Κονγκό, η Ερυθραία, η Ουκρανία, υπάρχουν οι εκτοπισμένοι και ξεσπιτωμένοι άνθρωποι», τονίζει.

Ένας άλλος λόγος για τη λέξη «Καταθέσεις» είναι ότι σε πολλούς πίνακες για τη Σταύρωση η διαδικασία του κατεβάσματος του Ιησού από τον σταυρό ονομάζεται «αποκαθήλωση» («deposition»). Ο Α. Φλόιντ προσθέτει περαιτέρω ότι η Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα έγραψε το πιο διάσημο ποίημά της που ονομάζεται «Ρέκβιεμ», το οποίο πραγματεύεται την τραγωδία της απώλειας και αποτελεί μια κατάθεση.

Ερωτηθείς σε ποιο βαθμό μπορούν οι αναγνώστες να εντοπίσουν την εμπειρία του από την Κύπρο στα ποιήματά του, ο Άντον Φλόιντ λέει ότι η εμπειρία του από την Κύπρο υπονοείται. Υπάρχει ένα ποίημα, «Το φάντασμα εκείνης της αλογόμυγας – ένας μονόλογος», που μιλάει ευθέως για την Κύπρο, επισημαίνει, προσθέτοντας ότι η γενιά του βίωσε το τραύμα του Βιετνάμ. Η ιρλανδική εμπειρία εκτοπισμού και αδικίας υπό τη βρετανική κυριαρχία είναι επίσης βαθιά, αναφέρει. «Τα ποιήματά μου είναι μια ωδή στη συλλογική μνήμη του εκτοπισμού και της μετακίνησης πληθυσμών», επισημαίνει.

Απαντώντας σε μια ερώτηση γιατί επέλεξε να γράψει τα ποιήματά του σε αποσπασματική μορφή, ο Άντον Φλόιντ εξηγεί ότι πιστεύει ότι «ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να επιφέρουμε την αλλαγή είναι να χαϊδεύουμε τους ανθρώπους στη συνείδησή τους αντί να χτυπάμε το κεφάλι τους με πολλές πληροφορίες ή να είμαστε επικριτικοί». Υπήρχε μια αφήγηση συλλογικότητας που αναδυόταν από αυτή την αποσπασματική μορφή, προσθέτει.

«Πρέπει να θυμόμαστε ότι είμαστε όλοι άνθρωποι και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον με αξιοπρέπεια και με τις πρόνοιες των νόμων», λέει, καλούμενος να σχολιάσει τη σημερινή παγκόσμια προσφυγική κρίση. «Δεν δηλώνω ότι ξέρω τις λύσεις. Νομίζω ότι μια από τις λειτουργίες της τέχνης είναι να θέτει ερωτήσεις και όχι να προτείνει λύσεις. Αν υπάρχει θέληση, θα υπάρξει τρόπος», καταλήγει.

ΚΥΠΕ