Στη διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων της Σαλαμίνας είχαν αφαιρεθεί –με χειρουργική ακρίβεια– τα γεννητικά όργανα από όλα τα γυμνά αγάλματα των λουτρών. Η σύγχρονη έρευνα συμφωνεί πως οι επεμβάσεις αυτές φανερώνουν τη διάχυση χριστιανικών αντιλήψεων στην κοινωνία σε σχέση με το ανθρώπινο σώμα και την ευπρεπή συμπεριφορά των δύο φύλων.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο
Η αρχαιολογική έρευνα στη Σαλαμίνα είναι συνυφασμένη με σημαντικές πτυχές της πρόσφατης ιστορίας της Κύπρου, από την Αγγλοκρατία και την ανεξαρτησία του νησιού μέχρι την τουρκική εισβολή και την κατοχή του 1974. Ο ευρύτερος χώρος των λουτρών αρχικά διερευνήθηκε από τον Max Hermann Ohnefalsch-Richter το 1882, ο οποίος στάλθηκε από το Τμήμα Δασών ως επιβλέπων εργασιών δενδροφύτευσης. Τις διερευνήσεις συνέχισε το «Ταμείο Κυπριακών Ερευνών» το 1890, μια βρετανική κοινοπραξία ακαδημαϊκών φορέων ανάμεσα στους οποίους ήταν το Βρετανικό Μουσείο, το Ashmolean Museum (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης) και το Fitzwilliam Museum (Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ).
Οι ανασκαφές διεξήχθησαν από δύο νέους αρχαιολόγους, τον John A. R. Munro και τον Henry A. Tubbs, οι οποίοι, ωστόσο, παρερμήνευσαν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, θεωρώντας ότι είχαν ανακαλύψει τον Ναό του Σαλαμίνιου Δία. Λόγω «ασήμαντων ευρημάτων», η αποστολή αποχώρησε μέσα σε λίγους μήνες. Ο χώρος εγκαταλείφθηκε, ενώ αρκετά ευρήματα αφέθηκαν στην περιοχή, που καλύφθηκε και πάλι από άμμο και άγρια βλάστηση. Η κατάσταση βελτιώθηκε τη δεκαετία του 1920, όταν ο Έφορος Αρχαίων Μνημείων, George J. Jeffery, αποκάλυψε εκ νέου τα αρχαία κατάλοιπα. Ο Jeffery έκανε, παράλληλα, μικρής κλίμακας ανασκαφές, πιστεύοντας λανθασμένα ότι ο χώρος ταυτιζόταν με τη «μαρμάρινη αγορά» της Σαλαμίνας.
Οι πρώτες επιστημονικές ανασκαφές διενεργήθηκαν από το 1952 μέχρι το 1959 από το αποικιακό Τμήμα Αρχαιοτήτων. Αυτές εντάσσονταν στα πλαίσια ενός φιλόδοξου προγράμματος που είχε σκοπό να φέρει στο φως την αρχαία πρωτεύουσα της Κύπρου, αλλά και να προστατεύσει τις αρχαιότητες, οι οποίες κινδύνευαν από λεηλασίες και παράνομες ανασκαφές. Οι ανασκαφές διεξήχθησαν από δύο Κύπριους αρχαιολόγους, τον Ανδρέα Δικηγορόπουλο και τον Βάσο Καραγιώργη, υπό την επιστημονική εποπτεία του Arthur (‘Peter’) Megaw, διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Από την πρώτη κιόλας χρονιά οι ανασκαφείς ταύτισαν τα κατάλοιπα με τα δημόσια λουτρά της Σαλαμίνας – ένα μνημειακό λουτρικό συγκρότημα της Ρωμαϊκής περιόδου. Το συγκρότημα αναφέρεται συχνά και ως γυμνάσιο γιατί τα λουτρά ήταν προσαρτημένα σε μία παλαίστρα, μία μεγάλη περίστυλη αυλή γύρω από την οποία αναπτύσσονταν στοές. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου υπό την εποπτεία του Β. Καραγιώργη, αλλά διακόπηκαν το 1974 λόγω της τουρκικής εισβολής.
Αρκετά από τα ευρήματα των ανασκαφών του 19ου αιώνα βρίσκονται σήμερα σε διάφορα μουσεία της Μεγάλης Βρετανίας αλλά και στο Κυπριακό Μουσείο, όπου εκτίθενται τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα μαρμάρινων αγαλμάτων από τον χώρο. Κάποια άλλα τοποθετήθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο των λουτρών τη δεκαετία του 1950, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονταν στο κατεχόμενο σήμερα Επαρχιακό Μουσείο Αμμοχώστου.
Το λουτρικό συγκρότημα-γυμνάσιο της Σαλαμίνας
Οι πρώτες σαφείς ενδείξεις ύπαρξης των λουτρών τοποθετούνται στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., όταν, σύμφωνα με επιγραφή, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός «αποκατέστησε την οροφή της κολυμβήθρας του γυμνασίου που είχε καταρρεύσει», υπονοώντας, ίσως, καταστροφές, οι οποίες προκλήθηκαν κατά την εξέγερση των Ιουδαίων το 115-116 μ.Χ. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ακολούθησαν εκτεταμένες επεμβάσεις, αφού όλα τα αγάλματα που κοσμούσαν το κτήριο χρονολογούνται το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Μέχρι την εγκατάλειψή του στα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., το συγκρότημα γνώρισε πολλαπλές και διαδοχικές ανακαινίσεις, οι οποίες φανερώνουν το ενδιαφέρον των αξιωματούχων αλλά και των αυτοκρατόρων για τη Σαλαμίνα. Επιγραφές του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ. κάνουν αναφορά για τις χορηγίες των επαρχιακών διοικητών της Κύπρου αλλά και των «ευσεβών βασιλέων», προφανώς εννοώντας τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα, οι οποίοι «ανανέωσαν την πόλη» με τις ευεργεσίες τους.
Η αρχαιολογική σκαπάνη ανέδειξε μαρτυρίες για περισσότερα από 50 μαρμάρινα αγάλματα Ολύμπιων θεών και μυθολογικών ηρώων, τα οποία κοσμούσαν το κτήριο των λουτρών μέχρι τουλάχιστον τον 7ο αιώνα μ.Χ. Κάποια από αυτά θα πρέπει να είχαν μεταφερθεί από το θέατρο και τον Ναό του Δία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα μ.Χ., μετά από το οριστικό κλείσιμο των αρχαίων ιερών. Τα λουτρά της Σαλαμίνας ήταν επίσης διακοσμημένα με πολύχρωμα επιδαπέδια μαρμαροθετήματα, εντοίχια ψηφιδωτά, τοιχογραφίες με μυθολογικές παραστάσεις και μαρμάρινες επενδύσεις, καθώς και περίτεχνες κρηναίες κατασκευές με συνεχή ροή νερού. Η πλουσιοπάροχη αυτή διακόσμηση ολοκλήρωνε αρμονικά τη σύνθεση της λουτρικής σκηνογραφίας, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας αισθησιακής ατμόσφαιρας, όπως και άρμοζε στο κτήριο. Πράγματι, η διακόσμηση των λουτρικών συγκροτημάτων στις επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν αποσκοπούσε απλά στον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος χώρου, αλλά και στο να δημιουργήσει ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, επιτείνοντας έτσι τις ψευδαισθήσεις των λουομένων.
Ένα περίεργο φαινόμενο;
Οι διαδοχικές ανανεώσεις στη διακόσμηση του κτηρίου αποδεικνύουν την αδιάκοπη σημασία των λουτρών, ενός κατεξοχήν ρωμαϊκού θεσμού, κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες της Σαλαμίνας. Ταυτόχρονα, φανερώνουν την εισαγωγή νέων ηθών με την εξάπλωση της νέας θρησκείας. Η προσεκτική –με χειρουργική ακρίβεια– αφαίρεση των γεννητικών οργάνων από όλα τα γυμνά αγάλματα του συγκροτήματος αποκαλύπτει, εκτός από την επιρροή της Εκκλησίας στα δημόσια πράγματα της πρωτεύουσας, την αγωνία των εκκλησιαστικών αρχών για την κόσμια συμπεριφορά των λουομένων. Εντούτοις, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η άποψη πως η επέμβαση αυτή τροφοδοτήθηκε από μίσος ή αποστροφή προς το ειδωλολατρικό παρελθόν της πόλης, αφού η ταυτότητα των αγαλμάτων έμεινε αμετάβλητη.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι αγάλματα που υπέστησαν παρόμοιες επεμβάσεις έχουν βρεθεί και σε άλλες ρωμαϊκές επαρχίες, κυρίως στη Μικρά Ασία. Αν και έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις, η σύγχρονη έρευνα συμφωνεί πως οι επεμβάσεις αυτές φανερώνουν τη διάχυση χριστιανικών αντιλήψεων στην κοινωνία, σε σχέση με το ανθρώπινο σώμα και την ευπρεπή συμπεριφορά των δύο φύλων. Πολλοί μελετητές όμως διαφωνούν ως προς τη σημασία του φαινομένου, άλλοτε περιγράφοντάς το σαν μια ήπια εναρμόνιση του παρελθόντος στις νέες πραγματικότητες και άλλοτε σαν «ευνουχισμό» ή βίαιη επίθεση από χριστιανούς σε παγανιστικές εικόνες. Οι ερμηνείες αυτές σπάνια έχουν λάβει υπόψη τα γεωγραφικά και χρονικά συμφραζόμενα, τα οποία έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση και σημασία του φαινομένου. Πράγματι, τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για φαινόμενο περιορισμένης εμβέλειας, η εμφάνιση του οποίου θα πρέπει να συνδεθεί με δράσεις και πρωτοβουλίες τοπικού χαρακτήρα.
Όσον αφορά τη Σαλαμίνα, γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ., όταν ξεκινά μια ευρείας κλίμακας ανακατασκευή των λουτρών, επίσκοπος ήταν ο άγιος Επιφάνιος, μια εξόχως επιδραστική προσωπικότητα σε εκκλησιαστικό και πολιτικό επίπεδο, εντός και εκτός Κύπρου. Οι απόψεις του για τη χρήση των λουτρών και τη συμπεριφορά των λουομένων είναι εξαιρετικά ουσιώδεις για την κατανόηση του φαινομένου. Σε ένα κεφάλαιο από το έργο του «Πανάριον», ο Επιφάνιος εξιστορεί την επίσκεψη ενός χριστιανού σε μεικτά λουτρά, τα οποία περιγράφει ως χώρο όπου ο διάβολος απλώνει τα θανατηφόρα δίχτυά του. Αντικείμενο της ανησυχίας του δεν ήταν η ενδεχόμενη ανήθικη συμπεριφορά των ανδρών αλλά η στάση των γυναικών, σε περίπτωση που προκληθούν από αυτούς, κατά την παραμονή τους στα λουτρά. Στην ιστορία που περιγράφει, η λουόμενη, την οποία προκάλεσε ένας νεαρός άνδρας, απέφυγε τη δοκιμασία, κάνοντας, όπως είχε διδαχθεί, τον σταυρό της. Η εναντίωση του Επιφανίου δεν απέρρεε από σεμνοτυφία, πόσο μάλλον σύγκρουση χριστιανικών και παλαιών αξιών. Η έγνοια του ήταν πώς να αποτρέψει τους κινδύνους των σαρκικών επιθυμιών μεταξύ των λουομένων, όταν το συγκρότημα χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα από γυναίκες και άνδρες.
Παρεμφερείς αντιλήψεις φαίνεται να οδήγησαν σε αντίστοιχες επεμβάσεις στην αρχιτεκτονική του λουτρών κατά την ευρεία ανακατασκευή τους, η οποία μάλλον ολοκληρώθηκε γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. Πιο συγκεκριμένα, στις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων το 1964, διαπιστώθηκε ότι μπροστά από το ημικυκλικό διαμέρισμα των ομαδικών αποχωρητηρίων (χωρητικότητας 44 ατόμων) κτίστηκε τοιχίο που απέκλειε την παλαίστρα από τα αποχωρητήρια, αφού τόσο η είσοδος όσο και η θέαση προς αυτά ήταν κατά τους προηγούμενους αιώνες ανεμπόδιστες. Επιπλέον, δύο επιπρόσθετα διαμερίσματα, ένα δωμάτιο αποχωρητηρίων και ένας ψυχρός λουτήρας, προσαρτήθηκαν λίγο αργότερα στο βόρειο τμήμα του κτηρίου. Η προσθήκη αυτών των δωματίων, καθώς και η διαρρύθμιση των λουτρικών διαμερισμάτων σε τρεις διακριτές πτέρυγες, ίσως δηλώνουν τη δημιουργία ξεχωριστών τμημάτων προς χρήση από άνδρες και γυναίκες. Πράγματι, η φραγή των εισόδων που αρχικά επέτρεπαν την κυκλοφορία μεταξύ των θερμαινόμενων αιθουσών διευκόλυνε μια τέτοια διαρρύθμιση, αφού δημιουργούσε νέες εισόδους (και κατ’ επέκταση διόδους συγκοινωνίας) που απέτρεπαν τη συνάντηση των λουομένων κάθε πτέρυγας.
Συνοψίζοντας, με βάση τα αρχαιολογικά, ιστορικά και θρησκευτικά δεδομένα της Σαλαμίνας, οι επεμβάσεις στα αγάλματα της πόλης, παρά το έκδηλο χριστιανικό υπόβαθρό τους, δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στα πλαίσια μιας πιθανής σύγκρουσης του χριστιανισμού με τον αρχαίο κόσμο. Αντίθετα, αποτελούν μία χαρακτηριστική μαρτυρία του πώς οι αρχαίες κοινωνίες επαναδιαπραγματεύονταν την πολιτιστική τους κληρονομιά. Η αδιάλειπτη χρήση των γλυπτών, αρκετά από τα οποία παρέμειναν στο κτήριο για σχεδόν τέσσερις αιώνες, θα πρέπει σταδιακά να ενίσχυσε και την αξία τους ως σύμβολα του αρχαίου παρελθόντος της πόλης, ενδυναμώνοντας έτσι την εθνική και πολιτισμική ταυτότητα των Σαλαμινίων. Πράγματι, η πόλη παρέμεινε περήφανη για το παρελθόν της, όπως αναφέρει εύγλωττα επιγραφή σε ομηρικό εξάμετρο που εξυμνεί το έργο του Ρωμαίου διοικητή της Κύπρου στα τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ. Οι σταυροί, ωστόσο, που περιβάλλουν την επιγραφή δηλώνουν ότι το αρχαίο κλέος της Κύπρου ενσωματώθηκε στα χριστιανικά όρια του νέου κόσμου:
Αντάλλαξε το γήρας με τη νιότη τούτο το ψηφιδωτό
και υποδεικνύει τον ευγενή Βαλέριο ως δημιουργό του,
αυτόν που με θεσμούς ιερούς κι άσπιλες διαταγές
οδήγησε την Κύπρο στο αρχαίο της λάμπος.
Κεντρική φωτο: Γενική άποψη της παλαίστρας – διακρίνεται το ημικυκλικό διαμέρισμα των αποχωρητηρίων στα δεξιά (1973, Τμήμα Αρχαιοτήτων)
*Διδάκτωρ αρχαιολογίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης
Ελεύθερα, 19.6.2022.